Και αφηγείται άγνωστες πτυχές από την ζωή του και το πως μετανάστευσε άπό της 40 Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης στην Ξυλαγανή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΕ
ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
«...Γεννήθηκε το 1922, σχεδόν πάνω στο κάρο της προσφυγιάς. Είχε χάσει ο παππούς μου δύο παιδιά και του έδωσε με αεροβάφτιση, επειδή φοβήθηκε μην κινδυνέψει, το όνομα Στέργιος για να στεριώσει το οποίο μετά με κανονική βάφτιση έγινε Στυλιανός. Όταν έφευγαν τα κάρα από τις 40 Εκκλησιές, ήταν η γιαγιά μου επάνω η οποία κατέβηκε για να πάρει σε μια στάμνα νερό και την ώρα που γέμιζε νερό για να επιστρέψει στο παιδί της πίσω που έκλεγε νεογέννητο, έχασε το κάρο μέσα στα χιλιάδες κάρα των προσφύγων. Ανακάλυψε το κάρο, έκανε σαν τρελή, έτρεχε δεξιά – αριστερά, από σύμπτωση ή τύχη από το κλάμα του μωρού που το αναγνώρισε και μπόρεσε να βρει ξανά το παιδί και το κάρο και ήρθαν εδώ στην Ξυλαγανή.
Πέρασαν στην αρχή μεγάλη φτώχια. Ο παππούς μου Ευριπίδης ήταν έμπορος που καταστράφηκε πλήρως από την προσφυγιά, είχε δυο κόρες την Ευαγγελία και την μητέρα μου. Εδώ ξαναέφτιαξε το πανδοχείο της Ξυλαγανής, το καφενείο, το μπακάλικο και τα λοιπά. Ήταν αδελφικός φίλος του Κεραμέα του τελευταίου Έλληνα βουλευτού στις 40 Εκκλησιές και θείου ή πατέρα (δεν θυμάμαι καλά) του καθηγητή της νομικής του Κεραμέα, ο οποίος ερχόταν συχνά και τον έβλεπε στο χωριό, γιατί οι δικοί μας χωρίστηκαν. Άλλοι πήγαν στις Σέρρες, άλλοι στον Λαγκαδά, άλλοι στην Θεσσαλονίκη κι άλλοι έμειναν εδώ.
Η επόμενη περιπέτεια του είναι όταν τελειώνει το σχολείο, στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και είναι η Βουλγαρική κατοχή στην περιοχή, οι συγγενείς μας ανεβαίνουν στο βουνό, γύρω στα 30 άτομα, επικεφαλής τους είναι ο Παπαδόπουλος. Ο πατέρας μου μαζί με έναν άλλο νεαρό που είναι πιτσιρικάδες είναι οι σύνδεσμοι με το χωριό, ανεβοκατεβαίνουν δήθεν μαζεύουν με κοφίνια ελιές και τους μεταφέρουν μηνύματα, κλινοσκεπάσματα, τρόφιμα και λοιπά.
Κάποια στιγμή κάποιοι προδίδουν τους 30 στους Βουλγάρους, επειδή αυτοί οι άνθρωποι είχαν στείλει, από ότι γνωρίζουμε από την ιστορία, κάποιους συνδέσμους για να βρουν τα ένοπλα τμήματα του Αντώνη Τσιαούσ στην Δράμα. Συλλαμβάνονται οι δύο σύνδεσμοι που έφυγαν τους οποίους είχαν δώσει συγκεκριμένο χρόνο για να επιστρέψουν πίσω προκειμένου να τους πάρουν για να ανέβουν στο μεγάλο βουνό για να σωθούν, αλλά τους πιάνουν οι Βούλγαροι σε ένα καρτέρι στο Μητρικό, τον ένα τον βασανίζουν και τον σκοτώνουν, ο άλλος τρελαίνεται αφού όμως πρώτα τους αποκαλύπτει που βρίσκεται το κρησφύγετο. Πάντως η καθυστέρηση έκανε τον θείο μου να ανησυχήσει και να θεωρήσει ότι κάτι δεν πάει καλά και έτσι ειδοποίησε τον παππού μου και την γιαγιά μου, ότι θα στείλει τα δύο παιδιά κάτω να πιάσουν τον πατέρα μου και να μην τον αφήσουν να φύγει για να γλυτώσει. Όταν πήγε εκεί, τον εγκλώβισε η γιαγιά μου στο σπίτι, είχε στο χέρι του μια δαγκωνιά από εκείνο το βράδυ που η μάνα του είχε λυσσάξει για να μην φύγει και τον κράτησε εκεί.
Επειδή όμως τους έπιασαν και τους εκτέλεσαν όλους τους άλλους, εν τω μεταξύ, με πολύ άγριο τρόπο, με κασμάδες και τέτοια, δεν ήταν κανονική εκτέλεση, τους έθαψαν σχεδόν ζωντανούς, ημιθανείς και την άλλη μέρα ήρθαν και συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον άλλον. Κάποιοι πρόδωσαν και την ύπαρξη των δύο συνδέσμων, αλλά κάποιες χήρες που έμαθαν ότι σκότωσαν τους άντρες τους, γιατί ένας χοιροβοσκός που έβοσκε τα γουρούνια έξω από το χωριό, βρήκε κάποιους ημιθανείς, έμαθε το χωριό ξεσηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκαν στον διοικητή της Ξυλαγανής και για να μην γίνει κλιμάκωση δεν τους εκτέλεσαν οι Βούλγαροι, τους έφεραν όμως εδώ στην διεύθυνση της αστυνομίας της Κομοτηνής απέναντι από την Πρυτανεία, τους βασάνισαν πάρα πολύ σκληρά και τους πήγαν για παραδειγματισμό στο χωριό. Αργότερα τους έστειλαν ντουρντουβάκια στην Βουλγαρία για κάποιο διάστημα και στην συνέχεια τους έφεραν εδώ να σπάνε χαλίκια στον δρόμο.
Δύο γεγονότα θυμάμαι: Το ένα ότι ο πατέρας μου ποτέ δεν ήθελε να μιλάει ανοιχτά γι’ αυτή την ιστορία, διότι την θεωρούσε αυτονόητο καθήκον για το οποίο δεν διεκδίκησε ποτέ τίποτα και κάποτε που του έφεραν σύνταξη αντιστασιακού, αρνήθηκε να την πάρει θεωρώντας την προσβολή.
Επίσης ήρθαν δύο φορές από το Αμερικανικό Κονγκρέσο για να τον βραβεύσουν και δεν παρουσιάστηκε.
Τελικώς οι Αμερικανοί και οι άλλοι σύμμαχοι βρήκαν την συμμετοχή του και τα μισά από τα μετάλλια που σήμερα συνόδευαν το φέρετρο, μας τα έστειλαν και τα έχω κρατημένα, έχω και την επιστολή που λέει ότι τον αναζητήσαμε – δεν παρουσιάστηκε και του τα στείλαμε.
Επίσης όταν έφευγε από το βουνό για να κατέβει κάτω, ο επικεφαλής εκεί ο Παπαδόπουλος που δολοφόνησαν τελικά, ο παππούς του Νίκου Αντωνιάδη του γιατρού, του είπε «αγόρι μου τώρα που θα πας κάτω, δεν ήξερε ο πατέρας μου τι συμβαίνει, να προσέχεις την Κερατσούλα, την κόρη μου, στης οποίας τα χέρια ξεψύχησε προχθές»...
Είναι ο κύκλος της ζωής ο περίεργος. Αυτή ήταν η περιπέτεια του με την αντίσταση. Μετά κάποια στιγμή φεύγει και πηγαίνει στην Αλεξανδρούπολη για να τελειώσει το λύκειο και φιλοξενείται στο σπίτι του παππού του Άκη Γεροντόπουλου ο οποίος ήταν καπετάνιος από την Ραιδεστό και αδελφικός φίλος του παππού μου του Ευριπίδη όταν έφυγε με τα κάρα από τις 40 Εκκλησιές, αυτοί έφυγαν με το καράβι του Γεροντόπουλου από την Ραιδεστό και έσωσαν και κόσμο τότε. Εκεί γνωρίστηκε με τον Χρήστο Γεροντόπουλο, τον πατέρα του Άκη δηλαδή και τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία. Κάποια στιγμή, παλληκάρια και πολιτικοποιημένα, παρότι οι συμβουλές του παππού ήταν να μην ασχολούνται με την πολιτική, όταν έμπαινε ο στρατός μέσα, νόμιζαν έρχεται ο απελευθερωτικός στρατός ο συμμαχικός και εμφανίστηκαν με τις σημαίες της συμμαχίας, την ελληνική, την αμερικανική, την βρεττανική τότε, να υποδεχτούν τον απελευθερωτικό στρατό. Τελικά ήταν ένοπλα αντάρτικα τμήματα τα οποία τους κυνήγησαν, εκεί πέρασαν μια ταλαιπωρία σύντομη, ευτυχώς δεν οδηγήθηκε σε επώδυνα γεγονότα, μετά από αυτή την περιπέτεια των φοιτητικών χρόνων έφυγε στον στρατό, όπου έγινε αξιωματικός και πολέμησε επίσης ως αξιωματικός, από όλη του την δράση για την αντίσταση και όλα όσα προσέφερε αυτά τα χρόνια τιμήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας με το κορυφαίο βραβείο που δίδουν στους αξιωματικούς, που είναι το χρυσό παράσημο ανδρείας, το οποίο ήταν επ΄ανδραγαθία και επίσης γιατί είχε σώσει από επιδρομές σλαβόφωνων σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που γινόταν στην Μακεδονία, μια ολόκληρη διμοιρία με αυτοθυσία. Επίσης τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό τρίτης τάξης και βεβαίως από τις συμμάχους χώρες για την συμβολή του στην απελευθέρωση της Ελλάδος με όλα αυτά τα βραβεία που προσέφερε τότε το Κογκρέσο και οι κυβερνήσεις της εποχής.
Διορίζεται εκπαιδευτικός με απόφαση υπουργική απόφαση του Παπαδήμα, του τελευταίου υπουργού Παιδείας πριν από εμένα. Την απόφαση μου την έδωσε ο Κώστας Κατσιμίγας, από το αρχείο του πατέρα του. Ο Χαράλαμπος Κατσιμίγας, ο παλιός δήμαρχος Κομοτηναίων, ήταν γραμματέας της κοινότητας Ξυλαγανής, ήταν κεντρογενής αριστερών αποκλίσεων, η οικογένεια η δική μου από τον πατέρα ήταν κεντροδεξιών αποκλίσεων και της μητέρας μου ήταν φιλελεύθεροι με τον Βενιζέλο.
Ο παππούς μου ο Ευριπίδης με τον Χαράλαμπο Κατσιμίγα είχαν μια πολύ καλή προσωπική σχέση. Συνέβη το εξής, τα δύσκολα χρόνια για τους αριστερούς, ο πατέρας μου έσωσε τον Κατσιμίγα και τα δύσκολα χρόνια για τους δεξιούς ο Κατσιμίγας έσωσε τον πατέρα μου.
Υπήρχε μια προσωπική σχέση εκτίμησης και φιλίας, η οποία διήρκησε και λειτούργησε ουσιαστικά. Σκεφτείτε ότι το αεροδρόμιο Μπακάλμπαση που πήγα εγώ να θεμελιώσω στην Κομοτηνή, είχε πρώτη αεροσυνοδό που πέταξε την μητέρα του Κώστα Κατσιμίγα, την κ. Λίλα. Είναι τα παιχνίδια της ζωής αυτά. Ο πατέρας μου όταν επέστρεψε διορίστηκε εκπαιδευτικός, αφιερώθηκε πάρα πολύ στην εκπαίδευση, την πίστευε πραγματικά. Έχουμε στο αρχείο ένα μπλοκάκι με φυτά από όλες τις πεζοπορίες που έκανε στα βουνά του Ολύμπου, του Γράμμου και τα λοιπά, για να μην τον πιάσουν και προδοθεί το σημείο στο οποίο βρισκόταν η μονάδα του, επειδή ως δάσκαλος ήξερε που ευδοκιμεί το κάθε φυτό, τις περιοχές τις καθόριζε με βάση τα φυτά. Επίσης ως εκπαιδευτικός, το γνωρίζουν οι παλαιότεροι, δημιούργησε ένα φυσιολατρικό μουσείο μέσα στο σχολείο, στο 3ο δημοτικό, με 150 είδη ζώων και φυτών που ήταν όλη η πανίδα της Θράκης, τα οποία τα βαλσάμωνε. Ήξερε την τέχνη και από τα οποία έκανε εποπτική διδασκαλία στους μαθητές την εποχή εκείνη.
Το ίδιο έκανε και με την φυτολογία, διότι δημιούργησε στην αυλή του 3ου δημοτικού κήπο, για να βλέπουν τι ευδοκιμεί οι μαθητές. Κάθε παιδί είχε το είδος των φυτών του, κι όλα αυτά το 1950. Όταν ήρθε στην Ξυλαγανή πρώτος δάσκαλος εκεί έκανε το άλσος της Αναλήψεως, το φύτεψε μαζί με τους μαθητές και το αλσάκι που είναι στο δημοτικό σχολείο, μετά ήρθε στο 1ο δημοτικό σχολείο για λίγο και μετά ανέλαβε διευθυντής στο 3ο που τελείωσε και την σταδιοδρομία του.
Η πορεία του ως εκπαιδευτικός ήταν πολύ δημιουργική, εκτός από αυτές τις πρωτότυπες διδασκαλίες, στα παιδιά έδινε βαρύτητα πάντα στην 5η ή 6η, με πατριδογνωσία, για να τα κάνει να αγαπήσουν την πατρίδα τους, τους μάθαινε ποια είναι τα αγάλματα της πόλης, τι συμβολίζει το καθένα, τα ονόματα των οδών, για να ξέρουν την τοπική ιστορία, να αγαπήσουν την Θράκη, να ριζώσουν στην καινούρια πατρίδα γιατί αυτός ήταν και προσφυγόπουλο και να δημιουργηθεί μια συνείδηση τοπική, ισχυρή, διότι εδώ ήταν από όλες τις πλευρές της Ελλάδος μαζεμένοι και αυτό προσπαθούσε να περάσει και σε εμένα. Τώρα ως δάσκαλος έφτιαξε την μαθητική κατασκήνωση στην οποία επί χρόνια ήταν ο αρχηγός της κατασκήνωσης, του είχαν και ύμνο, εκεί γνώρισε και την μητέρα μου ως ομαδάρχισσα ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν.
Έφτιαξε το κέντρο νεότητας, έπαιρνε διάφορες πρωτοβουλίες, είτε για να βοηθήσει διαλυμένες οικογένειες, σήμερα εδώ πάρα πολύ με συγκίνησε, είδα πάρα πολλούς ηλικιωμένους και ηλικιωμένες που ήταν παιδιά φτωχών διαλυμένων οικογενειών που τα βοηθούσε και εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Τώρα κάθε μέρα βρίσκω κάτι και αυτό είναι πολύ συγκινητικό.
Εμένα πάντοτε μου έλεγε ότι αυτό που έχει αξία είναι να επενδύσουμε στον εαυτό μας, στην μόρφωση μας, στην παιδεία και λιγότερο στα χρήματα διότι τα χρήματα φεύγουν ενώ τα άλλα μένουν. Είναι η σίγουρη επένδυση και γι‘ αυτό χάρηκε πολύ στο γεγονός που έφυγα στην Γερμανία και έκανα το διδακτορικό μου. Πληγώθηκε πολύ από τον θάνατο του αδελφού μου, ο οποίος οφείλονταν τότε σε ιατρικά λάθη κυρίως, του στοίχησε πολύ, ανέκαμψε όμως ψυχικά και με την συμπαράσταση της μητέρας μου που όλα αυτά τα χρόνια ήταν δίπλα του, όταν είδε την δική μου πορεία. Του στοίχησε το 1996 η απώλεια της έδρας και με τον άδικο τρόπο που έγινε, και το 1997 έπαθε το εγκεφαλικό. Όταν όμως καταφέραμε να τον επαναφέρουμε σε ένα ποσοστό, μπόρεσε να συναισθανθεί την εκλογή μου και αργότερα την υπουργοποίηση μου και τον συγκίνησε πάρα πολύ το γεγονός ότι ανέλαβα υπουργός Παιδείας γιατί το θεωρούσε το πιο σημαντικό από όλα τα υπουργεία. Έζησε τον γάμο μου, κατάλαβε τα εγγόνια αλλά όταν τα συναισθάνθηκε δεν μπορούσε να τα χαρεί και να επικοινωνήσει μαζί τους, ακόμη και πρόσφατα το καλοκαίρι που τα παιδιά ήταν πιο μεγάλα και μπορούσα να του μιλήσουν, νομίζω ότι το κατάλαβε.
Η βασική του αρχή ήταν περήφανος, πέρασε πάρα πολλές δυσκολίες και οικογενειακές και οικονομικές αλλά ποτέ δεν κατάλαβε κανείς τίποτα και ποτέ δεν ήθελε αυτά να τα δείχνει. Παρ΄ότι έβλεπε να αλλοιώνεται η ιστορία, παρότι πολλές φορές πήγαν να τον υποκαταστήσουν σε ρόλους που ο ίδιος διαδραμάτισε, κάποιοι για να ωφεληθούν με συντάξεις αντιστασιακές και λοιπά, ποτέ δεν μίλησε και πάντα τσατιζόταν όταν του λέγαμε ότι πρέπει αυτά τα πράγματα να τα πεις, πρέπει να πάρεις την αναγνώριση, όχι εγώ δεν τα έδωσα για να τα πάρω πίσω…
...Για εμένα δεν ήθελε να ασχοληθώ με την πολιτική γιατί προφανώς και ο ίδιος και η οικογένεια του από την πολιτική πέρασαν πάρα πολλά, αλλά μου έκανε εντύπωση ότι ήρθαν πάρα πολλοί αριστεροί, παρότι ο πατέρας μου είναι δηλωμένος δεξιός και μου έλεγαν για την προσπάθεια που έκανε να τους προστατέψει την περίοδο που κυριαρχούσε η δεξιά, είτε δημοκρατική, είτε όχι. Όπου μπορούσε να μεσολαβήσει με το κύρος του αγωνιστή και του ανθρώπου που πολέμησε για την δημοκρατία, το εξαργύρωνε για να προστατέψει τους ανθρώπους και να ενώσει τους ανθρώπους του χωριού του. Ποτέ στο χωριό δεν έκανε διακρίσεις κομματικές ή άλλες. Ως δάσκαλος ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος, πολλές φορές επωνύμων παιδιά που είχαν τις απαιτήσεις να πάρουν τις ηθικές αμοιβές αρνήθηκε να τα δώσει γιατί φτωχόπαιδια και παιδιά άξιζαν περισσότερα και δεν ήθελε να είναι προκατ το παιχνίδι της εκπαίδευσης, ήθελε να είναι αντικειμενικός και δίκαιος σ’ αυτά και πάντα προσπαθούσε…. Και οι συνάδελφοι του τον εκτιμούσαν και η σημερινή παρουσία τους αυτό δείχνει. Ότι είχε και δεν είχε το έδωσε για να σώσει την ζωή του άλλου του παιδιού και σε εμένα έδωσε ότι καλύτερο μπορούσε και εγώ είμαι ευγνώμων γι’ αυτό γιατί ένα κομμάτι της πολιτικής μου σταδιοδρομίας και της επιστημονικής μου του το οφείλω εξ΄ολοκλήρου. Ποτέ δεν με διάβασε, μου έμαθε πώς να διαβάζω και μου έδειξε πως μπορώ να κατακτώ τη γνώση και η συμβουλή του ήταν ότι δεν αρκεί η εκπαίδευση, παιδεία χρειάζεται και η παιδεία είναι κάτι ανώτερο που μπορείς να το κατακτήσεις μερικώς μέσα από την εκπαίδευση…
Εμένα με συγκίνησε το γεγονός ότι την σημερινή ημέρα όλοι οι παλιοί Κομοτηναίοι αλλά και δικοί μου συνάδελφοι πολλοί, ανταποκρίθηκαν με πολύ μεγάλη τέτοια, βουλευτές έστειλαν μηνύματα, πήραν τηλέφωνο, οι δύο πρόεδροι, ο Καραμανλής και ο Σαμαράς, οι συνάδελφοι μου, οι δικοί του συνάδελφοι, οι συμπολεμιστές του, όσοι είναι εν ζωή και το έμαθαν, υπήρξε πολύ έντονη αγάπη από τον κόσμο και αυτό το πράγμα είναι που σε κρατάει ουσιαστικά και εμένα η μεγαλύτερη μου προίκα στην πολιτική ήταν αυτά όλα, δεν ήμουν από τζάκι αλλά θεωρώ ότι τζάκι τελικά ήταν αυτό»...
Πηγή: http://www.xronos.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΕ
ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
«...Γεννήθηκε το 1922, σχεδόν πάνω στο κάρο της προσφυγιάς. Είχε χάσει ο παππούς μου δύο παιδιά και του έδωσε με αεροβάφτιση, επειδή φοβήθηκε μην κινδυνέψει, το όνομα Στέργιος για να στεριώσει το οποίο μετά με κανονική βάφτιση έγινε Στυλιανός. Όταν έφευγαν τα κάρα από τις 40 Εκκλησιές, ήταν η γιαγιά μου επάνω η οποία κατέβηκε για να πάρει σε μια στάμνα νερό και την ώρα που γέμιζε νερό για να επιστρέψει στο παιδί της πίσω που έκλεγε νεογέννητο, έχασε το κάρο μέσα στα χιλιάδες κάρα των προσφύγων. Ανακάλυψε το κάρο, έκανε σαν τρελή, έτρεχε δεξιά – αριστερά, από σύμπτωση ή τύχη από το κλάμα του μωρού που το αναγνώρισε και μπόρεσε να βρει ξανά το παιδί και το κάρο και ήρθαν εδώ στην Ξυλαγανή.
Πέρασαν στην αρχή μεγάλη φτώχια. Ο παππούς μου Ευριπίδης ήταν έμπορος που καταστράφηκε πλήρως από την προσφυγιά, είχε δυο κόρες την Ευαγγελία και την μητέρα μου. Εδώ ξαναέφτιαξε το πανδοχείο της Ξυλαγανής, το καφενείο, το μπακάλικο και τα λοιπά. Ήταν αδελφικός φίλος του Κεραμέα του τελευταίου Έλληνα βουλευτού στις 40 Εκκλησιές και θείου ή πατέρα (δεν θυμάμαι καλά) του καθηγητή της νομικής του Κεραμέα, ο οποίος ερχόταν συχνά και τον έβλεπε στο χωριό, γιατί οι δικοί μας χωρίστηκαν. Άλλοι πήγαν στις Σέρρες, άλλοι στον Λαγκαδά, άλλοι στην Θεσσαλονίκη κι άλλοι έμειναν εδώ.
Η επόμενη περιπέτεια του είναι όταν τελειώνει το σχολείο, στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και είναι η Βουλγαρική κατοχή στην περιοχή, οι συγγενείς μας ανεβαίνουν στο βουνό, γύρω στα 30 άτομα, επικεφαλής τους είναι ο Παπαδόπουλος. Ο πατέρας μου μαζί με έναν άλλο νεαρό που είναι πιτσιρικάδες είναι οι σύνδεσμοι με το χωριό, ανεβοκατεβαίνουν δήθεν μαζεύουν με κοφίνια ελιές και τους μεταφέρουν μηνύματα, κλινοσκεπάσματα, τρόφιμα και λοιπά.
Κάποια στιγμή κάποιοι προδίδουν τους 30 στους Βουλγάρους, επειδή αυτοί οι άνθρωποι είχαν στείλει, από ότι γνωρίζουμε από την ιστορία, κάποιους συνδέσμους για να βρουν τα ένοπλα τμήματα του Αντώνη Τσιαούσ στην Δράμα. Συλλαμβάνονται οι δύο σύνδεσμοι που έφυγαν τους οποίους είχαν δώσει συγκεκριμένο χρόνο για να επιστρέψουν πίσω προκειμένου να τους πάρουν για να ανέβουν στο μεγάλο βουνό για να σωθούν, αλλά τους πιάνουν οι Βούλγαροι σε ένα καρτέρι στο Μητρικό, τον ένα τον βασανίζουν και τον σκοτώνουν, ο άλλος τρελαίνεται αφού όμως πρώτα τους αποκαλύπτει που βρίσκεται το κρησφύγετο. Πάντως η καθυστέρηση έκανε τον θείο μου να ανησυχήσει και να θεωρήσει ότι κάτι δεν πάει καλά και έτσι ειδοποίησε τον παππού μου και την γιαγιά μου, ότι θα στείλει τα δύο παιδιά κάτω να πιάσουν τον πατέρα μου και να μην τον αφήσουν να φύγει για να γλυτώσει. Όταν πήγε εκεί, τον εγκλώβισε η γιαγιά μου στο σπίτι, είχε στο χέρι του μια δαγκωνιά από εκείνο το βράδυ που η μάνα του είχε λυσσάξει για να μην φύγει και τον κράτησε εκεί.
Επειδή όμως τους έπιασαν και τους εκτέλεσαν όλους τους άλλους, εν τω μεταξύ, με πολύ άγριο τρόπο, με κασμάδες και τέτοια, δεν ήταν κανονική εκτέλεση, τους έθαψαν σχεδόν ζωντανούς, ημιθανείς και την άλλη μέρα ήρθαν και συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον άλλον. Κάποιοι πρόδωσαν και την ύπαρξη των δύο συνδέσμων, αλλά κάποιες χήρες που έμαθαν ότι σκότωσαν τους άντρες τους, γιατί ένας χοιροβοσκός που έβοσκε τα γουρούνια έξω από το χωριό, βρήκε κάποιους ημιθανείς, έμαθε το χωριό ξεσηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκαν στον διοικητή της Ξυλαγανής και για να μην γίνει κλιμάκωση δεν τους εκτέλεσαν οι Βούλγαροι, τους έφεραν όμως εδώ στην διεύθυνση της αστυνομίας της Κομοτηνής απέναντι από την Πρυτανεία, τους βασάνισαν πάρα πολύ σκληρά και τους πήγαν για παραδειγματισμό στο χωριό. Αργότερα τους έστειλαν ντουρντουβάκια στην Βουλγαρία για κάποιο διάστημα και στην συνέχεια τους έφεραν εδώ να σπάνε χαλίκια στον δρόμο.
Δύο γεγονότα θυμάμαι: Το ένα ότι ο πατέρας μου ποτέ δεν ήθελε να μιλάει ανοιχτά γι’ αυτή την ιστορία, διότι την θεωρούσε αυτονόητο καθήκον για το οποίο δεν διεκδίκησε ποτέ τίποτα και κάποτε που του έφεραν σύνταξη αντιστασιακού, αρνήθηκε να την πάρει θεωρώντας την προσβολή.
Επίσης ήρθαν δύο φορές από το Αμερικανικό Κονγκρέσο για να τον βραβεύσουν και δεν παρουσιάστηκε.
Τελικώς οι Αμερικανοί και οι άλλοι σύμμαχοι βρήκαν την συμμετοχή του και τα μισά από τα μετάλλια που σήμερα συνόδευαν το φέρετρο, μας τα έστειλαν και τα έχω κρατημένα, έχω και την επιστολή που λέει ότι τον αναζητήσαμε – δεν παρουσιάστηκε και του τα στείλαμε.
Επίσης όταν έφευγε από το βουνό για να κατέβει κάτω, ο επικεφαλής εκεί ο Παπαδόπουλος που δολοφόνησαν τελικά, ο παππούς του Νίκου Αντωνιάδη του γιατρού, του είπε «αγόρι μου τώρα που θα πας κάτω, δεν ήξερε ο πατέρας μου τι συμβαίνει, να προσέχεις την Κερατσούλα, την κόρη μου, στης οποίας τα χέρια ξεψύχησε προχθές»...
Είναι ο κύκλος της ζωής ο περίεργος. Αυτή ήταν η περιπέτεια του με την αντίσταση. Μετά κάποια στιγμή φεύγει και πηγαίνει στην Αλεξανδρούπολη για να τελειώσει το λύκειο και φιλοξενείται στο σπίτι του παππού του Άκη Γεροντόπουλου ο οποίος ήταν καπετάνιος από την Ραιδεστό και αδελφικός φίλος του παππού μου του Ευριπίδη όταν έφυγε με τα κάρα από τις 40 Εκκλησιές, αυτοί έφυγαν με το καράβι του Γεροντόπουλου από την Ραιδεστό και έσωσαν και κόσμο τότε. Εκεί γνωρίστηκε με τον Χρήστο Γεροντόπουλο, τον πατέρα του Άκη δηλαδή και τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία. Κάποια στιγμή, παλληκάρια και πολιτικοποιημένα, παρότι οι συμβουλές του παππού ήταν να μην ασχολούνται με την πολιτική, όταν έμπαινε ο στρατός μέσα, νόμιζαν έρχεται ο απελευθερωτικός στρατός ο συμμαχικός και εμφανίστηκαν με τις σημαίες της συμμαχίας, την ελληνική, την αμερικανική, την βρεττανική τότε, να υποδεχτούν τον απελευθερωτικό στρατό. Τελικά ήταν ένοπλα αντάρτικα τμήματα τα οποία τους κυνήγησαν, εκεί πέρασαν μια ταλαιπωρία σύντομη, ευτυχώς δεν οδηγήθηκε σε επώδυνα γεγονότα, μετά από αυτή την περιπέτεια των φοιτητικών χρόνων έφυγε στον στρατό, όπου έγινε αξιωματικός και πολέμησε επίσης ως αξιωματικός, από όλη του την δράση για την αντίσταση και όλα όσα προσέφερε αυτά τα χρόνια τιμήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας με το κορυφαίο βραβείο που δίδουν στους αξιωματικούς, που είναι το χρυσό παράσημο ανδρείας, το οποίο ήταν επ΄ανδραγαθία και επίσης γιατί είχε σώσει από επιδρομές σλαβόφωνων σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που γινόταν στην Μακεδονία, μια ολόκληρη διμοιρία με αυτοθυσία. Επίσης τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό τρίτης τάξης και βεβαίως από τις συμμάχους χώρες για την συμβολή του στην απελευθέρωση της Ελλάδος με όλα αυτά τα βραβεία που προσέφερε τότε το Κογκρέσο και οι κυβερνήσεις της εποχής.
Διορίζεται εκπαιδευτικός με απόφαση υπουργική απόφαση του Παπαδήμα, του τελευταίου υπουργού Παιδείας πριν από εμένα. Την απόφαση μου την έδωσε ο Κώστας Κατσιμίγας, από το αρχείο του πατέρα του. Ο Χαράλαμπος Κατσιμίγας, ο παλιός δήμαρχος Κομοτηναίων, ήταν γραμματέας της κοινότητας Ξυλαγανής, ήταν κεντρογενής αριστερών αποκλίσεων, η οικογένεια η δική μου από τον πατέρα ήταν κεντροδεξιών αποκλίσεων και της μητέρας μου ήταν φιλελεύθεροι με τον Βενιζέλο.
Ο παππούς μου ο Ευριπίδης με τον Χαράλαμπο Κατσιμίγα είχαν μια πολύ καλή προσωπική σχέση. Συνέβη το εξής, τα δύσκολα χρόνια για τους αριστερούς, ο πατέρας μου έσωσε τον Κατσιμίγα και τα δύσκολα χρόνια για τους δεξιούς ο Κατσιμίγας έσωσε τον πατέρα μου.
Υπήρχε μια προσωπική σχέση εκτίμησης και φιλίας, η οποία διήρκησε και λειτούργησε ουσιαστικά. Σκεφτείτε ότι το αεροδρόμιο Μπακάλμπαση που πήγα εγώ να θεμελιώσω στην Κομοτηνή, είχε πρώτη αεροσυνοδό που πέταξε την μητέρα του Κώστα Κατσιμίγα, την κ. Λίλα. Είναι τα παιχνίδια της ζωής αυτά. Ο πατέρας μου όταν επέστρεψε διορίστηκε εκπαιδευτικός, αφιερώθηκε πάρα πολύ στην εκπαίδευση, την πίστευε πραγματικά. Έχουμε στο αρχείο ένα μπλοκάκι με φυτά από όλες τις πεζοπορίες που έκανε στα βουνά του Ολύμπου, του Γράμμου και τα λοιπά, για να μην τον πιάσουν και προδοθεί το σημείο στο οποίο βρισκόταν η μονάδα του, επειδή ως δάσκαλος ήξερε που ευδοκιμεί το κάθε φυτό, τις περιοχές τις καθόριζε με βάση τα φυτά. Επίσης ως εκπαιδευτικός, το γνωρίζουν οι παλαιότεροι, δημιούργησε ένα φυσιολατρικό μουσείο μέσα στο σχολείο, στο 3ο δημοτικό, με 150 είδη ζώων και φυτών που ήταν όλη η πανίδα της Θράκης, τα οποία τα βαλσάμωνε. Ήξερε την τέχνη και από τα οποία έκανε εποπτική διδασκαλία στους μαθητές την εποχή εκείνη.
Το ίδιο έκανε και με την φυτολογία, διότι δημιούργησε στην αυλή του 3ου δημοτικού κήπο, για να βλέπουν τι ευδοκιμεί οι μαθητές. Κάθε παιδί είχε το είδος των φυτών του, κι όλα αυτά το 1950. Όταν ήρθε στην Ξυλαγανή πρώτος δάσκαλος εκεί έκανε το άλσος της Αναλήψεως, το φύτεψε μαζί με τους μαθητές και το αλσάκι που είναι στο δημοτικό σχολείο, μετά ήρθε στο 1ο δημοτικό σχολείο για λίγο και μετά ανέλαβε διευθυντής στο 3ο που τελείωσε και την σταδιοδρομία του.
Η πορεία του ως εκπαιδευτικός ήταν πολύ δημιουργική, εκτός από αυτές τις πρωτότυπες διδασκαλίες, στα παιδιά έδινε βαρύτητα πάντα στην 5η ή 6η, με πατριδογνωσία, για να τα κάνει να αγαπήσουν την πατρίδα τους, τους μάθαινε ποια είναι τα αγάλματα της πόλης, τι συμβολίζει το καθένα, τα ονόματα των οδών, για να ξέρουν την τοπική ιστορία, να αγαπήσουν την Θράκη, να ριζώσουν στην καινούρια πατρίδα γιατί αυτός ήταν και προσφυγόπουλο και να δημιουργηθεί μια συνείδηση τοπική, ισχυρή, διότι εδώ ήταν από όλες τις πλευρές της Ελλάδος μαζεμένοι και αυτό προσπαθούσε να περάσει και σε εμένα. Τώρα ως δάσκαλος έφτιαξε την μαθητική κατασκήνωση στην οποία επί χρόνια ήταν ο αρχηγός της κατασκήνωσης, του είχαν και ύμνο, εκεί γνώρισε και την μητέρα μου ως ομαδάρχισσα ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν.
Έφτιαξε το κέντρο νεότητας, έπαιρνε διάφορες πρωτοβουλίες, είτε για να βοηθήσει διαλυμένες οικογένειες, σήμερα εδώ πάρα πολύ με συγκίνησε, είδα πάρα πολλούς ηλικιωμένους και ηλικιωμένες που ήταν παιδιά φτωχών διαλυμένων οικογενειών που τα βοηθούσε και εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Τώρα κάθε μέρα βρίσκω κάτι και αυτό είναι πολύ συγκινητικό.
Ο Στυλιανός Στυλιανίδης δάσκαλος καμαρώνει τον μικρό Ευριπίδη που από τα παιδικά του χρόνια αγορεύει |
Η βασική του αρχή ήταν περήφανος, πέρασε πάρα πολλές δυσκολίες και οικογενειακές και οικονομικές αλλά ποτέ δεν κατάλαβε κανείς τίποτα και ποτέ δεν ήθελε αυτά να τα δείχνει. Παρ΄ότι έβλεπε να αλλοιώνεται η ιστορία, παρότι πολλές φορές πήγαν να τον υποκαταστήσουν σε ρόλους που ο ίδιος διαδραμάτισε, κάποιοι για να ωφεληθούν με συντάξεις αντιστασιακές και λοιπά, ποτέ δεν μίλησε και πάντα τσατιζόταν όταν του λέγαμε ότι πρέπει αυτά τα πράγματα να τα πεις, πρέπει να πάρεις την αναγνώριση, όχι εγώ δεν τα έδωσα για να τα πάρω πίσω…
...Για εμένα δεν ήθελε να ασχοληθώ με την πολιτική γιατί προφανώς και ο ίδιος και η οικογένεια του από την πολιτική πέρασαν πάρα πολλά, αλλά μου έκανε εντύπωση ότι ήρθαν πάρα πολλοί αριστεροί, παρότι ο πατέρας μου είναι δηλωμένος δεξιός και μου έλεγαν για την προσπάθεια που έκανε να τους προστατέψει την περίοδο που κυριαρχούσε η δεξιά, είτε δημοκρατική, είτε όχι. Όπου μπορούσε να μεσολαβήσει με το κύρος του αγωνιστή και του ανθρώπου που πολέμησε για την δημοκρατία, το εξαργύρωνε για να προστατέψει τους ανθρώπους και να ενώσει τους ανθρώπους του χωριού του. Ποτέ στο χωριό δεν έκανε διακρίσεις κομματικές ή άλλες. Ως δάσκαλος ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος, πολλές φορές επωνύμων παιδιά που είχαν τις απαιτήσεις να πάρουν τις ηθικές αμοιβές αρνήθηκε να τα δώσει γιατί φτωχόπαιδια και παιδιά άξιζαν περισσότερα και δεν ήθελε να είναι προκατ το παιχνίδι της εκπαίδευσης, ήθελε να είναι αντικειμενικός και δίκαιος σ’ αυτά και πάντα προσπαθούσε…. Και οι συνάδελφοι του τον εκτιμούσαν και η σημερινή παρουσία τους αυτό δείχνει. Ότι είχε και δεν είχε το έδωσε για να σώσει την ζωή του άλλου του παιδιού και σε εμένα έδωσε ότι καλύτερο μπορούσε και εγώ είμαι ευγνώμων γι’ αυτό γιατί ένα κομμάτι της πολιτικής μου σταδιοδρομίας και της επιστημονικής μου του το οφείλω εξ΄ολοκλήρου. Ποτέ δεν με διάβασε, μου έμαθε πώς να διαβάζω και μου έδειξε πως μπορώ να κατακτώ τη γνώση και η συμβουλή του ήταν ότι δεν αρκεί η εκπαίδευση, παιδεία χρειάζεται και η παιδεία είναι κάτι ανώτερο που μπορείς να το κατακτήσεις μερικώς μέσα από την εκπαίδευση…
Εμένα με συγκίνησε το γεγονός ότι την σημερινή ημέρα όλοι οι παλιοί Κομοτηναίοι αλλά και δικοί μου συνάδελφοι πολλοί, ανταποκρίθηκαν με πολύ μεγάλη τέτοια, βουλευτές έστειλαν μηνύματα, πήραν τηλέφωνο, οι δύο πρόεδροι, ο Καραμανλής και ο Σαμαράς, οι συνάδελφοι μου, οι δικοί του συνάδελφοι, οι συμπολεμιστές του, όσοι είναι εν ζωή και το έμαθαν, υπήρξε πολύ έντονη αγάπη από τον κόσμο και αυτό το πράγμα είναι που σε κρατάει ουσιαστικά και εμένα η μεγαλύτερη μου προίκα στην πολιτική ήταν αυτά όλα, δεν ήμουν από τζάκι αλλά θεωρώ ότι τζάκι τελικά ήταν αυτό»...
Πηγή: http://www.xronos.gr/