Αρθρο - παρέμβαση στην σχετική συζήτηση για το νόμο περί ευθύνης υπουργών από τον υφυπουργό Δικαιοσύνης και βουλευτή Ροδόπης Γιώργο Πεταλωτή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Για την ιστορία και μόνο, πρέπει να πούμε ότι οι μοναδικές δίκες πολιτικών στη σύγχρονη ιστορία μας, έχουν γίνει με βάση αυτό το νόμο. Είναι οι δίκες του “βρόμικου 89” όπου στο ειδικό δικαστήριο βρέθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και Υπουργοί της Κυβέρνησής του. Δεν εξετάζω την ουσία της τότε υπόθεσης, η δικαίωση άλλωστε του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ ήρθε και από τα δικαστήρια και κυρίως από το Λαό. Η βούληση, όμως της τότε Βουλής έστειλε στα δικαστήρια πολιτικούς. Και αυτή ακριβώς είναι η λέξη-κλειδί σ’ αυτό το νόμο. Η πολιτική βούληση.
Είναι όμως εξίσου αναμφισβήτητο το γεγονός πως στη συνέχεια το πνεύμα και η ουσία αυτού του νόμου, καταστρατηγήθηκαν. Σε πολλές περιπτώσεις διαχρονικά, ο πολιτικός κόσμος “κρύφτηκε” πίσω από τους χρόνους της παραγραφής πράξεων και αποφάσεων που ζημίωσαν τον τόπο και πλήγωσαν τη δημόσια ζωή και την αξιοπιστία της πολιτικής. Και όχι άδικα.
Η κατάχρηση αυτής της λογικής έφτασε στο αποκορύφωμά της την πενταετία 2004-2009, από τις κυβερνήσεις της ΝΔ, όπου προκλήθηκε η παραγραφή πιθανών αδικημάτων από ενέργειες της τότε Κυβέρνησης που πραγματικά κινούνταν στα όρια της νομιμότητας. Αρκεί να θυμηθούμε το έκτακτο κλείσιμο της Βουλής και τις δύο φορές που η τότε πλειοψηφία αποχώρησε από τις διαδικασίες ψηφοφορίας, πραγματικά πρωτοτυπώντας παγκόσμια.
Εμείς στο ΠΑΣΟΚ αλλά και ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου είχαμε δεσμευθεί προεκλογικά και το κάναμε πράξη, ότι δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την πλήρη διαφάνεια. Δεν διστάσαμε ούτε στιγμή, έστω κι αν εμπλέκονται και πρόσωπα του δικού μας χώρου και κινήσαμε όλες τις διαδικασίες, για να διερευνηθούν υποθέσεις που ταλάνισαν την πολιτική ζωή του τόπου. Η βούλησή μας ήταν, είναι και θα είναι ξεκάθαρη και δεδομένη.
Στους πολίτες, ακόμα και σήμερα, είναι έκδηλη η αίσθηση της ατιμωρησίας πολιτικών προσώπων. Οφείλουμε να τους πείσουμε με πράξεις πλέον, όχι λόγια, ότι πρώτοι εμείς, οι πολιτικοί δίνουμε το σύνθημα της κάθαρσης, ότι πρώτοι εμείς δεν ανεχόμαστε φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και πρακτικών που απαξιώνουν και την πολιτική και τους πολιτικούς.
Στα πλαίσια λοιπόν που το Σύνταγμα μας το επιτρέπει, με τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία που αναλάβαμε, την “Εκδίκαση Πράξεων Διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου συμφέροντος”, ορίζουμε με σαφή τρόπο, ποιού είδους υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα και με ποιο περιεχόμενο, πρέπει να δικαστούν κατά προτεραιότητα και με ταχύτατες διαδικασίες, ώστε να μην κινδυνεύουν να παραγραφούν.
Για την επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης σε αυτές τις περιπτώσεις, θα ακολουθείται μια ειδική διαδικασία καθώς θα ασκείται ποινική δίωξη με απευθείας παραγγελία για ανάκριση, και μάλιστα η ανάκριση θα γίνεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και περατώνεται εντός 4 μηνών. Ο ανακριτής και ο εισαγγελέας θα επικουρούνται από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ενώ ο ανακριτής και εισαγγελέας πλημμελειοδικών θα μπορούν να διατάξουν άρση του φορολογικού, τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου. Η περάτωση της ανάκρισης θα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών και όχι από τον εισαγγελέα εφετών, για μεγαλύτερη ασφάλεια στην ορθότητα της κρίσης. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το τριμελές εφετείο κακουργημάτων, ενώ δεν επιτρέπεται η αναβολή της δίκης, μόνο διακοπή για 15 μέρες.
Καταληκτικά, θα ήθελα να τονίσω και πάλι, πως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το μείζον ζήτημα είναι η βούληση του πολιτικού συστήματος, της Κυβέρνησης και των βουλευτών, να διερευνήσουν σε βάθος και να διαλευκάνουν υποθέσεις που σκιάζουν το πολιτικό σύστημα. Αυτή η βούληση είναι δεδομένη σε αυτή την Κυβέρνηση. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία, όμως, θέτει αντικειμενικά κριτήρια μιας γρήγορης και κατά προτεραιότητα εκδίκασης υποθέσεων, που αφορούν πολιτικά πρόσωπα και ανώτατους κρατικούς λειτουργούς. Δίνει τα απαραίτητα νομικά “όπλα” αλλά και φέρνει τους πάντες προ των ευθυνών τους, ώστε να μην κρύβεται πλέον κανείς πίσω από χρόνους παραγραφής και να μην μπορεί κανείς να παίζει τέτοιου είδους παιχνίδια στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών.
.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Έχει γίνει μεγάλη δημόσια
συζήτηση - και όχι άδικα - για το γνωστό νόμο “περί ευθύνης Υπουργών”. Πολλά
έχουν γραφτεί και ειπωθεί και σε πολλές περιπτώσεις καθόλου άδικα.
Για την ιστορία και μόνο, πρέπει να πούμε ότι οι μοναδικές δίκες πολιτικών στη σύγχρονη ιστορία μας, έχουν γίνει με βάση αυτό το νόμο. Είναι οι δίκες του “βρόμικου 89” όπου στο ειδικό δικαστήριο βρέθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και Υπουργοί της Κυβέρνησής του. Δεν εξετάζω την ουσία της τότε υπόθεσης, η δικαίωση άλλωστε του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ ήρθε και από τα δικαστήρια και κυρίως από το Λαό. Η βούληση, όμως της τότε Βουλής έστειλε στα δικαστήρια πολιτικούς. Και αυτή ακριβώς είναι η λέξη-κλειδί σ’ αυτό το νόμο. Η πολιτική βούληση.
Είναι όμως εξίσου αναμφισβήτητο το γεγονός πως στη συνέχεια το πνεύμα και η ουσία αυτού του νόμου, καταστρατηγήθηκαν. Σε πολλές περιπτώσεις διαχρονικά, ο πολιτικός κόσμος “κρύφτηκε” πίσω από τους χρόνους της παραγραφής πράξεων και αποφάσεων που ζημίωσαν τον τόπο και πλήγωσαν τη δημόσια ζωή και την αξιοπιστία της πολιτικής. Και όχι άδικα.
Η κατάχρηση αυτής της λογικής έφτασε στο αποκορύφωμά της την πενταετία 2004-2009, από τις κυβερνήσεις της ΝΔ, όπου προκλήθηκε η παραγραφή πιθανών αδικημάτων από ενέργειες της τότε Κυβέρνησης που πραγματικά κινούνταν στα όρια της νομιμότητας. Αρκεί να θυμηθούμε το έκτακτο κλείσιμο της Βουλής και τις δύο φορές που η τότε πλειοψηφία αποχώρησε από τις διαδικασίες ψηφοφορίας, πραγματικά πρωτοτυπώντας παγκόσμια.
Εμείς στο ΠΑΣΟΚ αλλά και ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου είχαμε δεσμευθεί προεκλογικά και το κάναμε πράξη, ότι δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την πλήρη διαφάνεια. Δεν διστάσαμε ούτε στιγμή, έστω κι αν εμπλέκονται και πρόσωπα του δικού μας χώρου και κινήσαμε όλες τις διαδικασίες, για να διερευνηθούν υποθέσεις που ταλάνισαν την πολιτική ζωή του τόπου. Η βούλησή μας ήταν, είναι και θα είναι ξεκάθαρη και δεδομένη.
Στους πολίτες, ακόμα και σήμερα, είναι έκδηλη η αίσθηση της ατιμωρησίας πολιτικών προσώπων. Οφείλουμε να τους πείσουμε με πράξεις πλέον, όχι λόγια, ότι πρώτοι εμείς, οι πολιτικοί δίνουμε το σύνθημα της κάθαρσης, ότι πρώτοι εμείς δεν ανεχόμαστε φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και πρακτικών που απαξιώνουν και την πολιτική και τους πολιτικούς.
Στα πλαίσια λοιπόν που το Σύνταγμα μας το επιτρέπει, με τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία που αναλάβαμε, την “Εκδίκαση Πράξεων Διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου συμφέροντος”, ορίζουμε με σαφή τρόπο, ποιού είδους υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα και με ποιο περιεχόμενο, πρέπει να δικαστούν κατά προτεραιότητα και με ταχύτατες διαδικασίες, ώστε να μην κινδυνεύουν να παραγραφούν.
Για την επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης σε αυτές τις περιπτώσεις, θα ακολουθείται μια ειδική διαδικασία καθώς θα ασκείται ποινική δίωξη με απευθείας παραγγελία για ανάκριση, και μάλιστα η ανάκριση θα γίνεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και περατώνεται εντός 4 μηνών. Ο ανακριτής και ο εισαγγελέας θα επικουρούνται από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ενώ ο ανακριτής και εισαγγελέας πλημμελειοδικών θα μπορούν να διατάξουν άρση του φορολογικού, τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου. Η περάτωση της ανάκρισης θα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών και όχι από τον εισαγγελέα εφετών, για μεγαλύτερη ασφάλεια στην ορθότητα της κρίσης. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το τριμελές εφετείο κακουργημάτων, ενώ δεν επιτρέπεται η αναβολή της δίκης, μόνο διακοπή για 15 μέρες.
Καταληκτικά, θα ήθελα να τονίσω και πάλι, πως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το μείζον ζήτημα είναι η βούληση του πολιτικού συστήματος, της Κυβέρνησης και των βουλευτών, να διερευνήσουν σε βάθος και να διαλευκάνουν υποθέσεις που σκιάζουν το πολιτικό σύστημα. Αυτή η βούληση είναι δεδομένη σε αυτή την Κυβέρνηση. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία, όμως, θέτει αντικειμενικά κριτήρια μιας γρήγορης και κατά προτεραιότητα εκδίκασης υποθέσεων, που αφορούν πολιτικά πρόσωπα και ανώτατους κρατικούς λειτουργούς. Δίνει τα απαραίτητα νομικά “όπλα” αλλά και φέρνει τους πάντες προ των ευθυνών τους, ώστε να μην κρύβεται πλέον κανείς πίσω από χρόνους παραγραφής και να μην μπορεί κανείς να παίζει τέτοιου είδους παιχνίδια στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών.
.