Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Προσφυγή του Δημοκριτείου στο Συμβούλιο της Επικρατείας

Προσέφυγε μόνο του αλλά και μαζί με τα άλλα 23 ΑEI της χώρας ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικές οι αποφάσεις για τις διαδικασίες εκλογής συμβουλίων διοίκησης στα Πανεπιστήμια
      ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ

Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν σήμερα σύσσωμα τα 24 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας και όλες οι πρυτανικές αρχές, ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικές οι υπουργικές αποφάσεις που αφορούν στην ταξινομική ψήφο και στις διαδικασίες εκλογής συμβουλίων διοίκησης στα Πανεπιστήμια, όπως και ο πρόσφατος Ν. 4009/2011.

Τα 24 Πανεπιστήμια της χώρας και τα 41 μέλη των πρυτανικών αρχών ζητούν συγκεκριμένα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου να ακυρωθούν ως αντίθετες στο άρθρο 16 του Συντάγματος οι αποφάσεις της υπουργού Παιδείας με τις οποίες καθορίζεται: «η εφαρμογή του συστήματος ταξινομικής ψήφου κατά τη διαδικασία εκλογής καθηγητών - εσωτερικών μελών του συμβουλίου κάθε ΑΕΙ», αλλά και «η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών του συμβουλίου κάθε ΑΕΙ».

Στις πολυσέλιδες προσφυγές τους ως προς το σύστημα ταξινομικής ψήφου, τα ΑΕΙ και οι πανεπιστημιακοί επικεντρώνουν την αντισυνταγματικότητα του νόμου 4009/2011 στην εκλογή εξωτερικών μελών, μη πανεπιστημιακών, τα οποία θα καταστούν μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και θα διοικούν τα ΑΕΙ μαζί με τους πανεπιστημιακούς.

Η επιλογή των εξωτερικών μελών που δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή ιδιότητα γίνεται, σύμφωνα με το Ν. 4009/2011, από ένα εξαιρετικά μικρό σε αριθμό εκλεκτορικό σώμα πανεπιστημιακών. Όπως υπογραμμίζουν οι προσφυγές, με τη συμμετοχή των μη εξωτερικών μελών πλήττεται η πανεπιστημιακή ελευθερία (άρθρο 16 του Συντάγματος) και παραβιάζεται η κατοχύρωση της πλήρους αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων.

Σύμφωνα με τους πρυτάνεις, «τα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου του ΑΕΙ, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του όλου αριθμού του συμβουλίου, πράγμα που μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά και άμεσα τις αποφάσεις του και ενώ τα μέλη αυτά δεν διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα και δεν διαθέτουν εκ προοιμίου προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών ΔΕΠ των ελληνικών Πανεπιστημίων, ούτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το ακαδημαϊκό έργο που επιτελεί το συγκεκριμένο ίδρυμα».

«Η συμμετοχή των εξωτερικών μελών του συμβουλίου του ΑΕΙ δεν δικαιολογείται από προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος: α) δεν δικαιολογείται ούτε για ακαδημαϊκούς λόγους, β) δεν επιτελούν ούτε είναι δυνατόν κατά τον νόμο 4009/2011 να επιτελέσουν ακαδημαϊκό έργο στα συγκεκριμένα ΑΕΙ και γ) δεν έχουν την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού», επισημαίνουν.

Ακόμη, τα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου του ΑΕΙ, συνεχίζουν οι πανεπιστημιακοί στις προσφυγές τους, «αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του όλου αριθμού του συμβουλίου, εξοπλίζονται με καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση της βούλησης του οργάνου, πράγμα που μπορεί να επηρεάζει άμεσα τις αποφάσεις του και ενώ τα μέλη αυτά δεν διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα και δεν διαθέτουν εκ προοιμίου προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών ΔΕΠ των ελληνικών Πανεπιστημίων ούτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το ακαδημαϊκό έργο που επιτελεί το κάθε Ίδρυμα».

Συμπερασματικά, τονίζουν, «η πρόβλεψη της συμμετοχής «τρίτων» ιδιωτών στο συμβούλιο του ιδρύματος, δηλαδή στο όργανο που συγκεντρώνει τις πιο κρίσιμες αρμοδιότητες σε όλα σχεδόν τα θέματα που αφορούν την επιστημονική, ερευνητική και εκπαιδευτική λειτουργία του ιδρύματος, καθιστά την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ «μη πλήρη» και υπό την έννοια αυτή παραβιάζει ευθέως το άρθρο 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος».

Τα ΑΕΙ επισημαίνουν παράλληλα ότι η επίμαχη υπουργική παραβιάζει την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου.

Αναλυτικότερα, αναφέρουν ότι με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση «καθιερώνεται ένα καινοφανές, εντελώς ασυνήθιστο και εξαιρετικά περίπλοκο εκλογικό σύστημα, η εκλογική μηχανική του οποίου είναι παντελώς άγνωστη στην ελληνική εκλογική πρακτική».

«Πρόκειται, δε, για ένα σύστημα που στηρίζεται σε μία πολύπλοκη και εντελώς αδιάφανη μεθοδολογία αλλεπάλληλων γύρων καταμέτρησης, συνεχών μεταφορών και πιστώσεων ψήφων και αντίστοιχων εκλογικών κατανομών, σε κάθε γύρο των οποίων εκλέγεται ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους ή αποκλείεται ο υποψήφιος με τις λιγότερες ψήφους. Η προσβαλλόμενη (υπουργική απόφαση) όμως, θεσπίζοντας αυτό το ασυνήθιστο σύστημα με ακόμη πιο ασυνήθιστα τεχνικά χαρακτηριστικά, παραβίασε την θεμελιώδη αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου», συνεχίζουν.

Αναφορικά με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση που αφορά την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών του συμβουλίου κάθε ΑΕΙ (η οποία είναι σε πλήρη συνάφεια και σε συνέχεια της πρώτης προσβαλλόμενης) η πανεπιστημιακή κοινότητα υπογραμμίζει ότι είναι και αυτή αντίθετη στις επιταγές του άρθρου 16 του Συντάγματος.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ν. 4009/2011 συγκροτείται για πρώτη φορά για τα ελληνικά ΑΕΙ το «Συμβούλιο Διοίκησης», το οποίο στις αρμοδιότητές του, έχει σημαντικές ακαδημαϊκές και διοικητικές αρμοδιότητες. Το όργανο αυτό, δεν έχει καμία απολύτως σχέση ή συνάφεια με τα προγενέστερα όργανα διοίκησης των Πανεπιστημίων σύμφωνα με τον Ν. 1268/1982.

Τα ΑΕΙ υποστηρίζουν ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς ρυθμίζει την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη μόνο των εσωτερικών μελών του συμβουλίου, επιτρέποντας έτσι την συμμετοχή στο συμβούλιο και μελών που δεν ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα.

Ακόμη, εκτιμούν ότι υπάρχει αδιαφάνεια κατά την εκλογική διαδικασία, ανάδειξης εσωτερικών μελών, όπως και αποκλεισμοί από την εκλογική διαδικασία.

Σημειώνεται ότι στο Συμβούλιο άρχισαν να καταθέτουν προσφυγές και κάθε ένα Πανεπιστήμιο χωριστά μαζί με τον πρύτανη και τους αντιπρυτάνεις τους κατά των υπουργικών αποφάσεων συγκρότησης των οργανωτικών επιτροπών που έχουν την ευθύνη για την ανάδειξη των μελών των πρώτων συμβουλίων διοίκησης.

Σχετικές προσφυγές κατέθεσαν σήμερα το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

.