«Αυτή η ταινία κρύβει συνεχώς μικρές εκπλήξεις» λέει ο Χρήστος Στέργιογλου, που ερμηνεύει τον πατέρα στον «Κυνόδοντα» και μιλάει ακόμα για τον φόβο και τον έλεγχο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ
«Αλήθεια; Πιστεύετε ότι θα πάει καλά;» με ρωτάει, η φωνή του γεμάτη ανησυχία και άγχος. Αν υπήρχε καμία αμφιβολία για το πόσο ο Χρήστος Στέργιογλου (ο πατέρας στον Κυνόδοντα) αγαπά την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, διαλύεται αυτομάτως. Ο λόγος για την... δεύτερη πορεία του Κυνόδοντα που θα κυκλοφορήσει ξανά στις αίθουσες (από 17 Φεβρουαρίου), μετά τη μεγάλη επιτυχία και την υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Ο ηθοποιός με υποδέχεται στα καμαρίνια του Εθνικού Θεάτρου, όπου κάνει πρόβες για την Τρισεύγενη του Παλαμά, και μιλάμε για Όσκαρ, σινεμά, τον έλεγχο και το «χρονικό ενός καθημερινού φασισμού».
Ας ξεκινήσουμε με την κλασική ερώτηση. Πώς αισθανθήκατε όταν ακούσατε ότι ο Κυνόδοντας είναι υποψήφιος για Όσκαρ;
Φυσικά είμαι χαρούμενος, όλοι είμαστε χαρούμενοι που έφτασε μέχρι εδώ η ταινία.
Το περιμένατε;
Όταν έφτασε στις εννέα (σ.σ. μία λίστα με τις εννέα επικρατέστερες για το Όσκαρ ξένης ταινίας είχε ανακοινωθεί λίγες ημέρες πριν την ανακοίνωση των τελικών υποψηφιοτήτων), αυτή ήταν η έκπληξη. Αλλά για τις πέντε, όταν πήρε τελικά την υποψηφιότητα, νομίζω ότι το περίμενα. Χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι, αλλά σκέφτηκα: τώρα δε θα είναι άδικο από τις εννιά, να είναι στις τέσσερις που θα μείνουν χωρίς υποψηφιότητα και να μην είναι στις πέντε που θα είναι υποψήφιες; Οπότε η ελπίδα μου πραγματοποιήθηκε.
Γενικά, αυτή η ταινία συνέχεια μας δίνει πολλές χαρές. Από τότε που ξεκίνησε, ήδη από τις Κάννες και μετά όταν έλαβε διανομή στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην Ελλάδα έκοψε 30.000 εισιτήρια και θα ξεκινήσει να προβάλλεται και πάλι στις αίθουσες.
Είστε αισιόδοξος ότι θα κερδίσει η ταινία το Όσκαρ;
Το ελπίζω. Εφόσον υπάρχει ελπίδα, υπάρχει και μια πίστη, ότι μπορεί και να γίνει. Αλλά σάμπως ξέραμε από τότε που άρχισε το ταξίδι αυτής της ταινίας ότι θα είναι τόσο επιτυχημένο ταξίδι; Και μέχρι εδώ που έφτασε είναι μεγάλη ευτυχία.
Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τον Γιώργο Λάνθιμο;
Τον Γιώργο δεν τον ήξερα, κάποια στιγμή είχα πάει στο θέατρο Πόρτα να δω μια παράστασή του με θέμα τον Κυανοπώγωνα. Και μου άρεσε πολύ αυτό που είδα. Όταν, στη συνέχεια, με φώναξε να μου προτείνει τον Κυνόδοντα, μου είπε τι δουλειές έχει κάνει και έτυχε αυτή να την έχω δει. Αλλά δεν ήταν αυτό που με ώθησε να κάνω την ταινία, ήταν η συνάντηση. Βλέπεις τον άλλο απέναντί σου και καταλαβαίνεις. Διάβασα μετά και το σενάριο, που δεν ήταν ακόμα στην τελική του μορφή, και ενθουσιάστηκα. Κάπως έτσι έγινε...
Θα μοιραστείτε μαζί μας μερικές από τις εμπειρίες σας από την ταινία;
Αυτή η ταινία νομίζω ότι είναι ευλογημένη από τότε που άρχισαν τα γυρίσματα. Και οι πρόβες ακόμα. Ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο και πολύ οικείο μαζί, ένα περίεργο πράγμα, δεν ξέρω πως έγινε. Κατ’ αρχάς υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη ανάμεσα στους έξι ηθοποιούς, γιατί αν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη δεν θα έβγαινε η ταινία. Αυτό, όμως, το κλίμα δημιουργήθηκε από τον Γιώργο Λάνθιμο. Και είχαμε και οι έξι εμπιστοσύνη μεταξύ μας και εμπιστοσύνη προς τον Λάνθιμο και ο Λάνθιμος προς εμάς. Και έγινε αυτό που έγινε. Αυτό το αλλόκοτο, εντός εισαγωγικών, που υπάρχει στην ταινία, εμείς το κάνουμε να φαίνεται φυσιολογικό. Και αυτό επετεύχθη μέσα από πολύ δουλειά. Όμως αυτή η δουλειά θέλει συνεννόηση και θέλει εμπιστοσύνη. Εδώ υπήρχε. Οπότε, το αποτέλεσμα ερχόταν πολύ απλά, χωρίς κόπο, αλλά με πολύ δουλειά.
Εσείς έχετε κάνει αρκετές ταινίες στο σινεμά...
Έχω κάνει περίπου 12 ταινίες, αλλά αυτός είναι ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος. Δεν έχει σημασία το μέγεθος του ρόλου, βέβαια. Αυτό που θέλω να πω είναι πως είναι ευτυχία το ότι αυτός είναι ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος μετά από δέκα ταινίες και πηγαίνει τόσο καλά. Αυτή η ταινία συνεχίζει να δημιουργεί εκπλήξεις μέσα στο μυαλό μου. Γενικά, ο κινηματογράφος μου δίνει μεγάλη χαρά, αλλά κι εγώ τον αγαπάω.
Πιστεύετε ότι ο Κυνόδοντας θα ανοίξει κάποιο δρόμο, ώστε να οδηγήσει και άλλα νέα παιδιά να κάνουν σινεμά; Το λέω γιατί ο κινηματογράφος είναι ένας δύσκολος χώρος...
Πάρα πολύ δύσκολος. Λεφτά δεν υπάρχουν, όλοι δουλεύουμε με ψίχουλα, και λέω δουλεύουμε σε πρώτο πληθυντικό, γιατί και εμείς που παίζουμε δεν αμειβόμαστε όπως θα έπρεπε να αμειφθούμε, είναι πολύ δύσκολο «σπορ» ο κινηματογράφος. Αυτό που ελπίζω εγώ να κάνει η ταινία είναι, όχι να τη μιμηθούν, όχι να μιμηθούν την ενέργεια της ταινίας, αλλά από την ενέργεια αυτής της ταινίας να πάρουν θάρρος και να μη φοβούνται οι κινηματογραφιστές και οι άνθρωποι της τέχνης που ζουν στην Ελλάδα να επικοινωνήσουν με τη γλώσσα τη δική τους αυτά που έχουν να πουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Και να το κάνουν αυτό με όλο τους το οργανικό είναι και να ξέρουν ότι αυτό κάποιος θα το δει και θα το εκτιμήσει έτσι όπως πρέπει να εκτιμηθεί.
Ο Κυνόδοντας θέτει μια σειρά ζητημάτων. Για σας τι είναι αυτό που πραγματεύεται τελικά η ταινία;
Θα σας πω κάτι που λέω συχνά. Τότε που είχαμε πάει στις Κάννες, η εφημερίδα Liberation είχε γράψει –εκτός από τον ύμνο για το φιλμ- σε έναν υπότιτλο ότι η ταινία είναι «το χρονικό του καθημερινού φασισμού». Αυτό το ενστερνίζομαι ανεπιφύλακτα. Τα λέει όλα αυτός ο τίτλος. «Το χρονικό του καθημερινού φασισμού»: Δεν είναι μόνο ο στενός οικογενειακός κύκλος -ότι δηλαδή αυτή είναι μια αρρωστημένη οικογένεια- αλλά η ταινία έχει κι άλλα πράγματα να πει. Για το που μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι, όταν -με τη δικαιολογία της αγάπης και της προστασίας ή της οικογένειας ή της κοινωνίας ή των κρατών ή των εθνών-, με τη δικαιολογία ότι σε αγαπάω και σε προστατεύω –και αυτό είναι η βαθιά, αρρωστημένη επιθυμία ότι θέλω να σε έχω υποχείριο- οδηγεί, με αυτή τη βλακωδέστατη συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων, σε αυτά τα αποτελέσματα. Η ταινία είναι απολύτως ακραία, απολύτως καθαρή, δεν έχει κανένα κενό ως προς το αποτέλεσμα αυτού του είδους της συμπεριφοράς και για μένα αποτελεί ένα πολύ καθαρό έργο τέχνης.
Έχει μεγάλη επικαιρότητα, για παράδειγμα αναφορές σε επίπεδο κρατών, σε έννοιες όπως το να κλείσουμε τα σύνορα, ή να μην αφήσουμε τίποτα ξένο να περάσει, σε επίπεδα ξενοφοβίας και ή τρομο-φοβίας...
Δεν θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα γεγονότα, τα γεγονότα πάντα θα υπάρχουν. Εγώ το θέμα το θέτω στα απολυταρχικά καθεστώτα, όχι στην δημοκρατία, το πόσο ακραίες συμπεριφορές υπάρχουν και το μέχρι που μπορούν να φτάσουν. Δεν ξέρω αν ένα δημοκρατικό καθεστώς θα μπορούσε να φτάσει εκεί. Ελπίζω πως όχι, γιατί τότε καήκαμε. Εγώ μιλάω για αυτές τις ακραίες περιπτώσεις που δυστυχώς υπάρχουν ανά τον κόσμο. Για μένα αυτό διαπραγματεύεται η ταινία με τρόπο «απλό»: ένας πατέρας και μια μητέρα αποφασίζουν να κλείσουν τα παιδιά τους στο σπίτι γιατί ο κόσμος είναι κακός. Δεν μας έλεγαν όταν ήμασταν μικρά «μη βγεις έξω θα σε φάνε οι λύκοι»; Υπάρχει ένας φόβος στα παιδιά που καταλήγει σε αυτά τα αποτελέσματα. Η πλύση εγκεφάλου είναι τεράστια. Το παιδί είναι αθώο δεν μπορεί να καταλάβει, οι κοινωνίες είναι αθώες δεν μπορούν να καταλάβουν. Αυτοί όμως που έχουν την εξουσία θέλουν ό,τι λένε να είναι ο νόμος και οι υπόλοιποι να ακολουθούν. Η ταινία είναι ένας κύκλος που από οπουδήποτε και αν τον πιάσεις έχει διέξοδο εννοιών. Οι δύο σεναριογράφοι, ο Γιώργος και ο Ευθύμης (Γιώργος Λάνθιμος και Ευθύμης Φιλίππου) ξεκίνησαν από την καρδιά του πράγματος και το ανοίξανε, όχι τυχαία, γιατί η ταινία έχει μια απίστευτη αρχιτεκτονική. Φτάνει στα άκρα χωρίς να φοβηθεί να πάει στα άκρα.
Ο Κυνόδοντας είναι μια ταινία που αγαπήθηκε, αλλά και μια ταινία που κατακρίθηκε και πολύ έντονα. Πώς το βλέπετε αυτό;
Πολύς κόσμος μας είπε ότι η ταινία δεν τους είπε τίποτα και έφυγε στη μέση της προβολής. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αντιδρούν έτσι όπως νιώθουν. Ίσως κάποιοι να αντιδρούν για το ακραίο του πράγματος. Δεν μπορώ να ξέρω πως αισθάνεται ο καθένας που βλέπει την ταινία, δεν μπορούμε να επιβάλουμε τα συναισθήματα των ανθρώπων που βλέπουν ένα έργο τέχνης. Και αυτή την ταινία ή την κατανοείς και λες μέχρι ποιο ακραίο σημείο μπορεί να φτάσει όλο αυτό ή δεν την κατανοείς και λες: «τι αρρώστια είναι αυτή;»
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως υπάρχει μια αλλαγή σε σχέση με το ελληνικό σινεμά. Ελληνικές ταινίες πηγαίνουν πολύ καλά στο εξωτερικό, συγκεντρώνουν πολύ θετικές κριτικές...
Ναι, φέτος το Attenberg, πέρυσι η Στρέλλα που ήταν εξαιρετική ταινία, η Ακαδημία Πλάτωνος...
Εσείς τη νιώθετε αυτή την αλλαγή;
Βεβαίως τη νιώθω.
Πού την εντοπίζετε;
Οφείλεται στην ηλικία. Οφείλεται στο ότι οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι πίσω από αυτές τις ταινίες είναι περίπου 30 με 40 χρονών, μπορεί να είναι και μικρότεροι. Αρχίζει πια το σινεμά να γίνεται ανθρωποκεντρικό. Και ακόμα, με αφορμή την Ελλάδα, να γίνονται ταινίες που αφορούν όλους τους ανθρώπους. Ο Κυνόδοντας είναι το απόλυτο παράδειγμα, το Attenberg δεν το έχω δει ακόμα, θα το δω όμως, έχω ακούσει πολύ καλά λόγια. Οφείλεται σε αυτό το βρασμό που έχει αυτή η γενιά να ασχολείται με ακόμα πιο βαθιά και ακόμα πιο ανθρώπινα θέματα. Και ασχολείται με έναν τρόπο δικό της αυτή η γενιά, η οποία έχει σπουδάσει με διεθνείς κινηματογραφικούς όρους, οπότε σιγά-σιγά διευρύνονται και οι ορίζοντες. Ενώ είμαι πολύ μεγαλύτερος από τα παιδιά που κάνουν αυτές τις ταινίες -θα μπορούσα να είμαι και πατέρας τους-, κατά έναν περίεργο τρόπο η σχέση μας δεν είναι σχέση πατέρα-γιου ή πατέρα-κόρης, είναι μια σχέση επί ίσοις όροις και αυτό είναι πολύ όμορφο.
Στο σινεμά ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Έπαιξα στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη Ταξίδι στη Μυτιλήνη και τώρα ετοιμάζεται στο μοντάζ η νέα ταινία του Φίλιππου Τσίτου Άδικος Κόσμος, για την οποία έχω μεγάλη αγωνία. Ευτυχώς μέχρι στιγμής με φωνάζουν να κάνω ταινίες «πνευματικά συγγενείς» μου. Γίνεται μια μυστική συνεννόηση και έρχονται να συνεργαστούμε άνθρωποι που λέω συγγενείς μου, με την έννοια ότι επικοινωνούμε.
Η γνώμη σας για την τηλεόραση;
Δεν τα πάω πολύ καλά μαζί της. Φλυαρούν χωρίς λόγο, να περνάει ο καιρός χωρίς να σκεφτόμαστε... Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις το υπόλοιπο είναι πλύση εγκεφάλου Εγώ έχω κάνει τρεις φορές τηλεόραση (Η συκοφαντία του αίματος, Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, 10). Θα ξανάκανα, αλλά εξαρτάται από τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από μια δουλειά: είναι θέμα του να υπάρχει μια κοινή γλώσσα για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να πάμε χέρι-χέρι.
Τώρα ετοιμάζετε την Τρισεύγενη του Παλαμά στο Εθνικό Θέατρο. Θα μας μιλήσετε λίγο για την παράσταση;
Κάνουμε πρόβες, έχουμε ακόμα 40 μέρες για να ανέβει η παράσταση. Το έργο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι τεράστιο και θα πρέπει να κοπούν κάποια πράγματα, διαφορετικά θα διαρκέσει πολλές ώρες. Τα κόβουμε με πόνο καρδιάς. Είναι το μοναδικό θεατρικό που έγραψε ο Παλαμάς, κάθε φράση έχει τη σωστή της τοποθεσία, είναι ένα ποίημα αυτό το έργο, ένα διαρκές ποίημα. Έχει να κάνει κι εδώ με την ελευθερία, με τον έρωτα, και πως μια κλειστή κοινωνία που δεν μπορεί να καταλάβει αυτή την ελευθερία -ακόμα και οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να την καταλάβουν, όταν δεν σέβεται ο ένας την ελευθερία του άλλου- μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα σε τραγική κατάληξη. Είναι πολύ ανθρώπινο. Το σκηνοθετεί η Λυδία Κονιόρδου.
*Ο Χρήστος Στέργιογλου έχει παίξει σε δεκάδες θεατρικές παραγωγές με Έλληνες και ξένους δημιουργούς. Έχει πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Έχει κερδίσει το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2002 για τις ταινίες Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου της Π. Παναγιωτόπουλου και Θα το μετανιώσεις της Κ. Ευαγγελάκου. Επίσης, έχει κερδίσει το Κρατικό Βραβείο Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου το 2006 για την ταινία Ώρες Κοινής Ησυχίας της Κ. Ευαγγελάκου.
Πηγή: http://www.in.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ
«Αλήθεια; Πιστεύετε ότι θα πάει καλά;» με ρωτάει, η φωνή του γεμάτη ανησυχία και άγχος. Αν υπήρχε καμία αμφιβολία για το πόσο ο Χρήστος Στέργιογλου (ο πατέρας στον Κυνόδοντα) αγαπά την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, διαλύεται αυτομάτως. Ο λόγος για την... δεύτερη πορεία του Κυνόδοντα που θα κυκλοφορήσει ξανά στις αίθουσες (από 17 Φεβρουαρίου), μετά τη μεγάλη επιτυχία και την υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Ο ηθοποιός με υποδέχεται στα καμαρίνια του Εθνικού Θεάτρου, όπου κάνει πρόβες για την Τρισεύγενη του Παλαμά, και μιλάμε για Όσκαρ, σινεμά, τον έλεγχο και το «χρονικό ενός καθημερινού φασισμού».
Ας ξεκινήσουμε με την κλασική ερώτηση. Πώς αισθανθήκατε όταν ακούσατε ότι ο Κυνόδοντας είναι υποψήφιος για Όσκαρ;
Φυσικά είμαι χαρούμενος, όλοι είμαστε χαρούμενοι που έφτασε μέχρι εδώ η ταινία.
Το περιμένατε;
Όταν έφτασε στις εννέα (σ.σ. μία λίστα με τις εννέα επικρατέστερες για το Όσκαρ ξένης ταινίας είχε ανακοινωθεί λίγες ημέρες πριν την ανακοίνωση των τελικών υποψηφιοτήτων), αυτή ήταν η έκπληξη. Αλλά για τις πέντε, όταν πήρε τελικά την υποψηφιότητα, νομίζω ότι το περίμενα. Χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι, αλλά σκέφτηκα: τώρα δε θα είναι άδικο από τις εννιά, να είναι στις τέσσερις που θα μείνουν χωρίς υποψηφιότητα και να μην είναι στις πέντε που θα είναι υποψήφιες; Οπότε η ελπίδα μου πραγματοποιήθηκε.
Γενικά, αυτή η ταινία συνέχεια μας δίνει πολλές χαρές. Από τότε που ξεκίνησε, ήδη από τις Κάννες και μετά όταν έλαβε διανομή στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην Ελλάδα έκοψε 30.000 εισιτήρια και θα ξεκινήσει να προβάλλεται και πάλι στις αίθουσες.
Είστε αισιόδοξος ότι θα κερδίσει η ταινία το Όσκαρ;
Το ελπίζω. Εφόσον υπάρχει ελπίδα, υπάρχει και μια πίστη, ότι μπορεί και να γίνει. Αλλά σάμπως ξέραμε από τότε που άρχισε το ταξίδι αυτής της ταινίας ότι θα είναι τόσο επιτυχημένο ταξίδι; Και μέχρι εδώ που έφτασε είναι μεγάλη ευτυχία.
Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τον Γιώργο Λάνθιμο;
Τον Γιώργο δεν τον ήξερα, κάποια στιγμή είχα πάει στο θέατρο Πόρτα να δω μια παράστασή του με θέμα τον Κυανοπώγωνα. Και μου άρεσε πολύ αυτό που είδα. Όταν, στη συνέχεια, με φώναξε να μου προτείνει τον Κυνόδοντα, μου είπε τι δουλειές έχει κάνει και έτυχε αυτή να την έχω δει. Αλλά δεν ήταν αυτό που με ώθησε να κάνω την ταινία, ήταν η συνάντηση. Βλέπεις τον άλλο απέναντί σου και καταλαβαίνεις. Διάβασα μετά και το σενάριο, που δεν ήταν ακόμα στην τελική του μορφή, και ενθουσιάστηκα. Κάπως έτσι έγινε...
Θα μοιραστείτε μαζί μας μερικές από τις εμπειρίες σας από την ταινία;
Αυτή η ταινία νομίζω ότι είναι ευλογημένη από τότε που άρχισαν τα γυρίσματα. Και οι πρόβες ακόμα. Ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο και πολύ οικείο μαζί, ένα περίεργο πράγμα, δεν ξέρω πως έγινε. Κατ’ αρχάς υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη ανάμεσα στους έξι ηθοποιούς, γιατί αν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη δεν θα έβγαινε η ταινία. Αυτό, όμως, το κλίμα δημιουργήθηκε από τον Γιώργο Λάνθιμο. Και είχαμε και οι έξι εμπιστοσύνη μεταξύ μας και εμπιστοσύνη προς τον Λάνθιμο και ο Λάνθιμος προς εμάς. Και έγινε αυτό που έγινε. Αυτό το αλλόκοτο, εντός εισαγωγικών, που υπάρχει στην ταινία, εμείς το κάνουμε να φαίνεται φυσιολογικό. Και αυτό επετεύχθη μέσα από πολύ δουλειά. Όμως αυτή η δουλειά θέλει συνεννόηση και θέλει εμπιστοσύνη. Εδώ υπήρχε. Οπότε, το αποτέλεσμα ερχόταν πολύ απλά, χωρίς κόπο, αλλά με πολύ δουλειά.
Εσείς έχετε κάνει αρκετές ταινίες στο σινεμά...
Έχω κάνει περίπου 12 ταινίες, αλλά αυτός είναι ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος. Δεν έχει σημασία το μέγεθος του ρόλου, βέβαια. Αυτό που θέλω να πω είναι πως είναι ευτυχία το ότι αυτός είναι ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος μετά από δέκα ταινίες και πηγαίνει τόσο καλά. Αυτή η ταινία συνεχίζει να δημιουργεί εκπλήξεις μέσα στο μυαλό μου. Γενικά, ο κινηματογράφος μου δίνει μεγάλη χαρά, αλλά κι εγώ τον αγαπάω.
Πιστεύετε ότι ο Κυνόδοντας θα ανοίξει κάποιο δρόμο, ώστε να οδηγήσει και άλλα νέα παιδιά να κάνουν σινεμά; Το λέω γιατί ο κινηματογράφος είναι ένας δύσκολος χώρος...
Πάρα πολύ δύσκολος. Λεφτά δεν υπάρχουν, όλοι δουλεύουμε με ψίχουλα, και λέω δουλεύουμε σε πρώτο πληθυντικό, γιατί και εμείς που παίζουμε δεν αμειβόμαστε όπως θα έπρεπε να αμειφθούμε, είναι πολύ δύσκολο «σπορ» ο κινηματογράφος. Αυτό που ελπίζω εγώ να κάνει η ταινία είναι, όχι να τη μιμηθούν, όχι να μιμηθούν την ενέργεια της ταινίας, αλλά από την ενέργεια αυτής της ταινίας να πάρουν θάρρος και να μη φοβούνται οι κινηματογραφιστές και οι άνθρωποι της τέχνης που ζουν στην Ελλάδα να επικοινωνήσουν με τη γλώσσα τη δική τους αυτά που έχουν να πουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Και να το κάνουν αυτό με όλο τους το οργανικό είναι και να ξέρουν ότι αυτό κάποιος θα το δει και θα το εκτιμήσει έτσι όπως πρέπει να εκτιμηθεί.
Ο Κυνόδοντας θέτει μια σειρά ζητημάτων. Για σας τι είναι αυτό που πραγματεύεται τελικά η ταινία;
Θα σας πω κάτι που λέω συχνά. Τότε που είχαμε πάει στις Κάννες, η εφημερίδα Liberation είχε γράψει –εκτός από τον ύμνο για το φιλμ- σε έναν υπότιτλο ότι η ταινία είναι «το χρονικό του καθημερινού φασισμού». Αυτό το ενστερνίζομαι ανεπιφύλακτα. Τα λέει όλα αυτός ο τίτλος. «Το χρονικό του καθημερινού φασισμού»: Δεν είναι μόνο ο στενός οικογενειακός κύκλος -ότι δηλαδή αυτή είναι μια αρρωστημένη οικογένεια- αλλά η ταινία έχει κι άλλα πράγματα να πει. Για το που μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι, όταν -με τη δικαιολογία της αγάπης και της προστασίας ή της οικογένειας ή της κοινωνίας ή των κρατών ή των εθνών-, με τη δικαιολογία ότι σε αγαπάω και σε προστατεύω –και αυτό είναι η βαθιά, αρρωστημένη επιθυμία ότι θέλω να σε έχω υποχείριο- οδηγεί, με αυτή τη βλακωδέστατη συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων, σε αυτά τα αποτελέσματα. Η ταινία είναι απολύτως ακραία, απολύτως καθαρή, δεν έχει κανένα κενό ως προς το αποτέλεσμα αυτού του είδους της συμπεριφοράς και για μένα αποτελεί ένα πολύ καθαρό έργο τέχνης.
Έχει μεγάλη επικαιρότητα, για παράδειγμα αναφορές σε επίπεδο κρατών, σε έννοιες όπως το να κλείσουμε τα σύνορα, ή να μην αφήσουμε τίποτα ξένο να περάσει, σε επίπεδα ξενοφοβίας και ή τρομο-φοβίας...
Δεν θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα γεγονότα, τα γεγονότα πάντα θα υπάρχουν. Εγώ το θέμα το θέτω στα απολυταρχικά καθεστώτα, όχι στην δημοκρατία, το πόσο ακραίες συμπεριφορές υπάρχουν και το μέχρι που μπορούν να φτάσουν. Δεν ξέρω αν ένα δημοκρατικό καθεστώς θα μπορούσε να φτάσει εκεί. Ελπίζω πως όχι, γιατί τότε καήκαμε. Εγώ μιλάω για αυτές τις ακραίες περιπτώσεις που δυστυχώς υπάρχουν ανά τον κόσμο. Για μένα αυτό διαπραγματεύεται η ταινία με τρόπο «απλό»: ένας πατέρας και μια μητέρα αποφασίζουν να κλείσουν τα παιδιά τους στο σπίτι γιατί ο κόσμος είναι κακός. Δεν μας έλεγαν όταν ήμασταν μικρά «μη βγεις έξω θα σε φάνε οι λύκοι»; Υπάρχει ένας φόβος στα παιδιά που καταλήγει σε αυτά τα αποτελέσματα. Η πλύση εγκεφάλου είναι τεράστια. Το παιδί είναι αθώο δεν μπορεί να καταλάβει, οι κοινωνίες είναι αθώες δεν μπορούν να καταλάβουν. Αυτοί όμως που έχουν την εξουσία θέλουν ό,τι λένε να είναι ο νόμος και οι υπόλοιποι να ακολουθούν. Η ταινία είναι ένας κύκλος που από οπουδήποτε και αν τον πιάσεις έχει διέξοδο εννοιών. Οι δύο σεναριογράφοι, ο Γιώργος και ο Ευθύμης (Γιώργος Λάνθιμος και Ευθύμης Φιλίππου) ξεκίνησαν από την καρδιά του πράγματος και το ανοίξανε, όχι τυχαία, γιατί η ταινία έχει μια απίστευτη αρχιτεκτονική. Φτάνει στα άκρα χωρίς να φοβηθεί να πάει στα άκρα.
Ο Κυνόδοντας είναι μια ταινία που αγαπήθηκε, αλλά και μια ταινία που κατακρίθηκε και πολύ έντονα. Πώς το βλέπετε αυτό;
Πολύς κόσμος μας είπε ότι η ταινία δεν τους είπε τίποτα και έφυγε στη μέση της προβολής. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αντιδρούν έτσι όπως νιώθουν. Ίσως κάποιοι να αντιδρούν για το ακραίο του πράγματος. Δεν μπορώ να ξέρω πως αισθάνεται ο καθένας που βλέπει την ταινία, δεν μπορούμε να επιβάλουμε τα συναισθήματα των ανθρώπων που βλέπουν ένα έργο τέχνης. Και αυτή την ταινία ή την κατανοείς και λες μέχρι ποιο ακραίο σημείο μπορεί να φτάσει όλο αυτό ή δεν την κατανοείς και λες: «τι αρρώστια είναι αυτή;»
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως υπάρχει μια αλλαγή σε σχέση με το ελληνικό σινεμά. Ελληνικές ταινίες πηγαίνουν πολύ καλά στο εξωτερικό, συγκεντρώνουν πολύ θετικές κριτικές...
Ναι, φέτος το Attenberg, πέρυσι η Στρέλλα που ήταν εξαιρετική ταινία, η Ακαδημία Πλάτωνος...
Εσείς τη νιώθετε αυτή την αλλαγή;
Βεβαίως τη νιώθω.
Πού την εντοπίζετε;
Οφείλεται στην ηλικία. Οφείλεται στο ότι οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι πίσω από αυτές τις ταινίες είναι περίπου 30 με 40 χρονών, μπορεί να είναι και μικρότεροι. Αρχίζει πια το σινεμά να γίνεται ανθρωποκεντρικό. Και ακόμα, με αφορμή την Ελλάδα, να γίνονται ταινίες που αφορούν όλους τους ανθρώπους. Ο Κυνόδοντας είναι το απόλυτο παράδειγμα, το Attenberg δεν το έχω δει ακόμα, θα το δω όμως, έχω ακούσει πολύ καλά λόγια. Οφείλεται σε αυτό το βρασμό που έχει αυτή η γενιά να ασχολείται με ακόμα πιο βαθιά και ακόμα πιο ανθρώπινα θέματα. Και ασχολείται με έναν τρόπο δικό της αυτή η γενιά, η οποία έχει σπουδάσει με διεθνείς κινηματογραφικούς όρους, οπότε σιγά-σιγά διευρύνονται και οι ορίζοντες. Ενώ είμαι πολύ μεγαλύτερος από τα παιδιά που κάνουν αυτές τις ταινίες -θα μπορούσα να είμαι και πατέρας τους-, κατά έναν περίεργο τρόπο η σχέση μας δεν είναι σχέση πατέρα-γιου ή πατέρα-κόρης, είναι μια σχέση επί ίσοις όροις και αυτό είναι πολύ όμορφο.
Στο σινεμά ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Έπαιξα στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη Ταξίδι στη Μυτιλήνη και τώρα ετοιμάζεται στο μοντάζ η νέα ταινία του Φίλιππου Τσίτου Άδικος Κόσμος, για την οποία έχω μεγάλη αγωνία. Ευτυχώς μέχρι στιγμής με φωνάζουν να κάνω ταινίες «πνευματικά συγγενείς» μου. Γίνεται μια μυστική συνεννόηση και έρχονται να συνεργαστούμε άνθρωποι που λέω συγγενείς μου, με την έννοια ότι επικοινωνούμε.
Η γνώμη σας για την τηλεόραση;
Δεν τα πάω πολύ καλά μαζί της. Φλυαρούν χωρίς λόγο, να περνάει ο καιρός χωρίς να σκεφτόμαστε... Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις το υπόλοιπο είναι πλύση εγκεφάλου Εγώ έχω κάνει τρεις φορές τηλεόραση (Η συκοφαντία του αίματος, Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, 10). Θα ξανάκανα, αλλά εξαρτάται από τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από μια δουλειά: είναι θέμα του να υπάρχει μια κοινή γλώσσα για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να πάμε χέρι-χέρι.
Τώρα ετοιμάζετε την Τρισεύγενη του Παλαμά στο Εθνικό Θέατρο. Θα μας μιλήσετε λίγο για την παράσταση;
Κάνουμε πρόβες, έχουμε ακόμα 40 μέρες για να ανέβει η παράσταση. Το έργο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι τεράστιο και θα πρέπει να κοπούν κάποια πράγματα, διαφορετικά θα διαρκέσει πολλές ώρες. Τα κόβουμε με πόνο καρδιάς. Είναι το μοναδικό θεατρικό που έγραψε ο Παλαμάς, κάθε φράση έχει τη σωστή της τοποθεσία, είναι ένα ποίημα αυτό το έργο, ένα διαρκές ποίημα. Έχει να κάνει κι εδώ με την ελευθερία, με τον έρωτα, και πως μια κλειστή κοινωνία που δεν μπορεί να καταλάβει αυτή την ελευθερία -ακόμα και οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να την καταλάβουν, όταν δεν σέβεται ο ένας την ελευθερία του άλλου- μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα σε τραγική κατάληξη. Είναι πολύ ανθρώπινο. Το σκηνοθετεί η Λυδία Κονιόρδου.
*Ο Χρήστος Στέργιογλου έχει παίξει σε δεκάδες θεατρικές παραγωγές με Έλληνες και ξένους δημιουργούς. Έχει πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Έχει κερδίσει το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2002 για τις ταινίες Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου της Π. Παναγιωτόπουλου και Θα το μετανιώσεις της Κ. Ευαγγελάκου. Επίσης, έχει κερδίσει το Κρατικό Βραβείο Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου το 2006 για την ταινία Ώρες Κοινής Ησυχίας της Κ. Ευαγγελάκου.
Πηγή: http://www.in.gr/