Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Μνήμη Μάνου Χατζηδάκι στη γενέτειρα του την Ξάνθη

Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή πριν 17 χρόνια και ο ξανθιώτης δημοσιογράφος Τάσος κοντογιαννίδης ετοίμασε ένα αφιέρωμα για τις σχέσεις του με την Θράκη, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Κυριακή στην Real News

                         ΔΕΙΤΕ ΤΟ


Τέτοιες μέρες του 1994, έφυγε ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζηδάκης και στο διάστημα που πέρασε, θα περίμενε κανείς κάποιος δήμος να βάλει σε μια οδό το όνομα του… Λές και στην Ελλάδα είχαμε πολλούς ή βγάζουμε συχνά Μάνους Χατζηδάκηδες…

Έκανα αυτή την αναφορά, γιατί με συγκίνηση είδα μία μικρή πτέρυγα στο Γενικό Νοσοκομείο Ξάνθης, να είναι αφιερωμένη στο μεγάλο μας συνθέτη που γεννήθηκε εκεί. Οι τοίχοι είναι στολισμένοι με αναρτημένα κείμενα του ίδιου με φωτογραφίες του, όπου ο επισκέπτης ή και οι ασθενείς, μπορούν να μάθουν πολλά για τη ζωή του Μάνου. Ιδού μερικά από τα κείμενά του, έτσι, για να τον θυμηθούμε…

«Βιογραφικό σημείωμα: « Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 (συνομήλικος του Μίκη) στην Ξάνθη την διατηρητέα και όχι την άλλη, τη φρικτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνον τον καιρό ενός αντιτύπου της μπέλ επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία- πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες… Κληρονόμησα από τη μητέρα μου όλους τους γρίφους που από παιδί μ’ απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα ‘μουν ποιητής...»..

«Σε πρώτο πρόσωπο: « Η μητέρα μου (Αλίκη) ήταν από την Ανδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου ( Γεώργιος, δικηγόρος) απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, από την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων, που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα».

«Τα επόμενα βήματα: Προσπάθησα όλο τον καιρό που μέναμε στην Ξάνθη, να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα, όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου. Άρχισα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα, ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και αττική και παιδεία. Με επηρεάσανε βαθειά ο Ερωτόκριτος, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, το εργοστάσιο τυο Φιξ, ο Χαράλαμπος του Βυζαντίου, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά…»

«Το καταστάλαγμα του βίου μου: Αδιαφορώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μέσα στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη και όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας. Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα. Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» προκαλώντας το σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και μεγάλος ερωτικός».

Οι «Αφορισμοί» του Μάνου

«Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία. Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε να αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται και αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης εραστές…»
 
.