ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΡΩΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΔΗΠΕΘΕ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΚΑΙ ΝΥΝ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΙΠΠΩΝ ΘΟΔΩΡΗ ΓΚΟΝΗ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Καβάλα - Αλεξανδρούπολη πρώτη θέση, με το βιβλίο, το νερό και τα σχέδια. Αυτά ο Νέρων.
Εν τω μεταξύ ο νεαρός οδηγός του λεωφορείου, είναι ερωτευμένος. Το ραδιόφωνο στο φουλ, τραγούδια το ένα πιο κραυγαλέο από το άλλο. Το κινητό έχει πάρει φωτιά. Ο Άγιος Βαλεντίνο να βάλει το χέρι του.
Είμαι έτοιμος να πω κάτι, όχι και τόσο ευγενικά, όταν βλέπω το μάτι του, στους τέσσερεις καθρέφτες, δυό εξωτερικούς μεγάλους και άλλους δύο μέσα, βεντούζα, πάνω, κάτω, στο παρμπρίζ.
Κόπηκα. Πέτρωσα. Μαρμάρωσα. Τι λάμψη, τι φως, τι πανηγυρισμός ψυχής. Έκλεισα το βιβλίο. Άνοιξα τα μάτια. Και τ’ αυτιά.
Δεν οδηγούσε, πετούσε, δεν ήταν οδηγός, πιλότος ήταν, Ίκαρος, δεν βρισκόμασταν σε λεωφορείο, ήμασταν σε αεροπλάνο, Μπόινγκ στρατοσφαιρικό, ταξίδι υπερατλαντικό, υπερηχητικό, Κονκόρντ, στον έβδομο ουρανό, το κοντέρ δεν έγραφε εκατό, δύο χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα έδειχνε. Είχαμε απογειωθεί, ήμασταν εν πτήσει, πετούσαμε στα δέκα οκτώ χιλιάδες πόδια.
Δεν μιλούσε, κελαηδούσε, τραγουδούσε. Τα λόγια, στα τραγούδια του, όλα για σένα, την ομορφιά σου έλεγαν, τα χρώματα, τις χάρες, τις χαρές, το γέλιο και το γάλα σου, τις πίκρες και τα βάσανα, ποιος αγαπά, ποιος απαρνιέται, ποιος προδίδει, τα τραγουδούσε ξανά και ξανά, τα δίπλωνε, τα άνοιγε φτερούγες πάνω από τα σύννεφα, βουτούσε, βυθιζόταν, ορμούσε, πηδούσε ριψοκίνδυνα, σαλτάριζε, βολτάριζε στους Γαλαξίες, πέρα στους δρόμους, στους κήπους, στις πλατείες, στα ποτάμια τ’ ουρανού. Άγγιζε Θεό. Γρατζουνούσε Παράδεισο.
Είχε βάλει τον αυτόματο, σηκώθηκε, πήρε το μικρόφωνο, έδωσε συμβουλές για το ταξίδι, για την ασφάλεια, νερό να δροσιστούμε, μας έδειξε ακριβώς, το που βρισκόμασταν, που πετούσαμε, πάνω από ποια πατρίδα. Ήταν η δική σου. Ήσουν εκεί, κάτω, μαζί με φίλες, χαιρετούσατε, γελούσατε, κουνούσατε λευκά μαντίλια, μόνο εσύ είχες άλλο χρώμα, σκοτεινό, μαύρο, κατάμαυρο, του χωρισμού, του πένθους. Του θανάτου.
Πηγή: http://www.protagon.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Καβάλα - Αλεξανδρούπολη πρώτη θέση, με το βιβλίο, το νερό και τα σχέδια. Αυτά ο Νέρων.
Εν τω μεταξύ ο νεαρός οδηγός του λεωφορείου, είναι ερωτευμένος. Το ραδιόφωνο στο φουλ, τραγούδια το ένα πιο κραυγαλέο από το άλλο. Το κινητό έχει πάρει φωτιά. Ο Άγιος Βαλεντίνο να βάλει το χέρι του.
Είμαι έτοιμος να πω κάτι, όχι και τόσο ευγενικά, όταν βλέπω το μάτι του, στους τέσσερεις καθρέφτες, δυό εξωτερικούς μεγάλους και άλλους δύο μέσα, βεντούζα, πάνω, κάτω, στο παρμπρίζ.
Κόπηκα. Πέτρωσα. Μαρμάρωσα. Τι λάμψη, τι φως, τι πανηγυρισμός ψυχής. Έκλεισα το βιβλίο. Άνοιξα τα μάτια. Και τ’ αυτιά.
Δεν οδηγούσε, πετούσε, δεν ήταν οδηγός, πιλότος ήταν, Ίκαρος, δεν βρισκόμασταν σε λεωφορείο, ήμασταν σε αεροπλάνο, Μπόινγκ στρατοσφαιρικό, ταξίδι υπερατλαντικό, υπερηχητικό, Κονκόρντ, στον έβδομο ουρανό, το κοντέρ δεν έγραφε εκατό, δύο χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα έδειχνε. Είχαμε απογειωθεί, ήμασταν εν πτήσει, πετούσαμε στα δέκα οκτώ χιλιάδες πόδια.
Δεν μιλούσε, κελαηδούσε, τραγουδούσε. Τα λόγια, στα τραγούδια του, όλα για σένα, την ομορφιά σου έλεγαν, τα χρώματα, τις χάρες, τις χαρές, το γέλιο και το γάλα σου, τις πίκρες και τα βάσανα, ποιος αγαπά, ποιος απαρνιέται, ποιος προδίδει, τα τραγουδούσε ξανά και ξανά, τα δίπλωνε, τα άνοιγε φτερούγες πάνω από τα σύννεφα, βουτούσε, βυθιζόταν, ορμούσε, πηδούσε ριψοκίνδυνα, σαλτάριζε, βολτάριζε στους Γαλαξίες, πέρα στους δρόμους, στους κήπους, στις πλατείες, στα ποτάμια τ’ ουρανού. Άγγιζε Θεό. Γρατζουνούσε Παράδεισο.
Είχε βάλει τον αυτόματο, σηκώθηκε, πήρε το μικρόφωνο, έδωσε συμβουλές για το ταξίδι, για την ασφάλεια, νερό να δροσιστούμε, μας έδειξε ακριβώς, το που βρισκόμασταν, που πετούσαμε, πάνω από ποια πατρίδα. Ήταν η δική σου. Ήσουν εκεί, κάτω, μαζί με φίλες, χαιρετούσατε, γελούσατε, κουνούσατε λευκά μαντίλια, μόνο εσύ είχες άλλο χρώμα, σκοτεινό, μαύρο, κατάμαυρο, του χωρισμού, του πένθους. Του θανάτου.
Πηγή: http://www.protagon.gr/