Αρθρο της υποψήφιας δρ Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Γαρυφαλλιάς Θεοδωρίδου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Το πολιτισμικό φαινόμενο ως δυναμική, ιστορικά προσδιορισμένη διαδικασία, υποκείμενη σε κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, δεν παραδίδεται αναλλοίωτο ανάμεσα στις γενιές.
Συνεπώς, ανιχνεύοντας τον χαρακτήρα μιας σύγχρονης γιορτής, βρισκόμαστε μπροστά στο ζήτημα του εκσυγχρονισμού των εθίμων και της προσαρμογής αυτών στις εξελίξεις της ευρύτερης, εν προκειμένω παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.
Στην Ξάνθη, από την πρώτη περίοδο της καπνικής ακμής (1870-1912) μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οικονομικές συνθήκες οργανώνουν έναν αστικό τρόπο ζωής, με κύριο χαρακτηριστικό την εισροή ευρωπαϊκών επιρροών. Στην αγροτική Θράκη, την άνοιξη, λαμβάνει χώρα το διαβατήριο έθιμο του Καλόγερου, σημειοδοτικό της φυσικής αναγέννησης, ανανέωσης, γονιμότητας. Στην πόλη της Ξάνθης όμως το καρναβάλι γιορτάζεται με στοιχεία εισαγόμενα από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το 1926 ιδρύεται «κομιτάτο Απόκρεω», οι καρναβαλικές στολές ράβονται στα μοδιστράδικα, σε εσπερίδες και βεγγέρες κυριαρχούν απάχηδες, καντάδες, παϊτόνια, κρινολίνα. Το 1966 μια ομάδα συμπολιτών με το όνομα Τοπική Επιτροπή Τουρισμού κηρύσσει την έναρξη ενός οργανωμένου θεσμού Αποκριάτικων Εορτών, με σημεία αναφοράς της, αφενός, το αστικό παρελθόν της πόλης, αφετέρου, την αναβίωση λησμονημένων εθίμων του «παραδοσιακού» πολιτισμού της Θράκης. Ονομάζει μάλιστα τις γιορτές «Θρακικές Λαογραφικές», προσδιορισμός διατηρημένος μέχρι σήμερα.
Το 1991 προστίθεται επίσημα ο όρος «Ξανθιώτικο Καρναβάλι», όταν η μεγάλη καρναβαλική παρέλαση της τελευταίας Κυριακής και ο προσανατολισμός της γιορτής αλλάζουν: τα μέλη των λαογραφικών συλλόγων, που μέχρι τότε συνόδευαν τα αποκριάτικα άρματα, αντικαθίστανται από ομάδες μεταμφιεσμένων, ντυμένων ομοιόμορφα με πολύχρωμες στολές. Πρόκειται για μέλη νεοϊδρυθέντων καρναβαλικών συλλόγων, που αυξάνονται συν τω χρόνω και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της γιορτής: με τα στέκια τους, τις στολές που προσφέρουν στους επισκέπτες, τους χορούς τους, τη λάτιν και βραζιλιάνικη μουσική. Η παρέλαση των λαογραφικών συλλόγων μετατίθεται πλέον την Κυριακή της Κρεατινής, ενώ το ξανθιώτικο καρναβάλι γίνεται συνώνυμο με τη μεγάλη παρέλαση των καρναβαλικών, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Εκεί τα κύρια στοιχεία της γιορτής (συλλογική ευωχία, άρση των καθημερινών απαγορεύσεων, διακωμώδηση των πάντων, ελευθεριότητα, σάτιρα, κοινωνική κριτική, ποικίλοι συμβολισμοί, αναστροφή του κόσμου εν γένει) εμφανίζονται εκσυγχρονισμένα.
Εν προκειμένω, το σύγχρονο ξανθιώτικο καρναβάλι, ενώ εγκολπώνεται όλα τα προηγούμενα, την τελευταία δεκαετία επικεντρώνεται κυρίως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της εικόνας αυτού που ονομάζουμε «σύγχρονος τρόπος διασκέδασης», καταλήγοντας ταυτόχρονα σε ένα συνονθύλευμα στοιχείων, ετερόκλιτων, συχνά αντικρουόμενων, ωστόσο με μια φιλότιμη απ' όλους διάθεση συνύπαρξης.
Ετσι, από τη μια πλευρά, οι αναβιώσεις παραστάσεων και μιμοδραμάτων του θρακικού παραδοσιακού πολιτισμού, παρούσες επί σειρά ετών, διεκδικούν και σήμερα το κοινό τους, με επίμονη προσπάθεια των οργανωτών τους (λαογραφικών συλλόγων), παρόλο που η καρναβαλική εκδοχή, εναρμονισμένη με τον σύγχρονο τρόπο διασκέδασης, συγκεντρώνει το βάρος του εορτασμού. Αναβιωμένα δρώμενα από πολιτιστικούς λαογραφικούς συλλόγους και χορευτικά συγκροτήματα, άλλοτε ως πομπές θορυβωδών κουδουνάτων, άλλοτε ως παρωδίες -με πιο συχνές εκείνες του γάμου και του θανάτου, σημειοδοτικών της έκρηξης ζωής, της υπέρβασης του φθαρτού, της αποτροπής του κακού-, αναπαριστούν όσα κάποτε τελούνταν στον ευρύτερο θρακικό χώρο. Στους ρυθμούς του θρακιώτη γκαϊντατζή διαδραματίζονται αναπαραστάσεις του Καλόγερου, των ζωόμορφων Πιτεράδων, των Σεϊμένηδων του Σαμάκοβου. Ο κόσμος παρακολουθεί τις τελετουργικές πράξεις και συμπεριφορές αποκλειστικά ως θεατής. Αυτά τα δρώμενα δεν είναι μόνον αποκριάτικα, αλλά εμπίπτουν στην ευρύτερη κατηγορία δρώμενων μεταμφίεσης, ανατροπής της κοινωνικής τάξης και επιβολής ελευθεριότητας. Π.χ.: Ρογκάτσια της Μακεδονίας, Αράπηδες του Παγγαίου, Μπούλες και Γενίτσαροι της Νάουσας, Μωμόγεροι του Πόντου. Συνεπώς οι θεατές κοινωνούν μια παράδοση διαδραματιζόμενη «εκτός τόπου», σε έναν άλλο τόπο, αποδεσμευμένο από τον χρόνο του, χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, σ' έναν, κατά τον Α. Giddens, «κενό χώρο»
Στο πλαίσιο αυτό, Κούκεροι και Παμπόγεροι ανταμώνουν με δυτικά θέατρα δρόμου, διαδραστικά θεάματα αναφερόμενα στην Commedia dell' Arte, στο Flamenco, στις καταλανικές παραστάσεις μιμικής και τσίρκου. Ελλάδα, Βαλκάνια, Μεσόγειος, Ευρώπη, Αμερική. Ο,τι σχετικό με τη μεταμφίεση σε παγκόσμιο επίπεδο αναπαρίσταται εδώ, σε έναν χώρο «ανοιχτό», έννοια που νοηματοδοτείται όχι μόνο στην εικόνα του αδιαχώρητου των δρόμων και των πλατειών, αλλά στον ίδιο τον χαρακτήρα του σύγχρονου Καρναβαλιού. Θεατές των δρώμενων είναι επίσης οι μετανάστες της πόλης, σημερινοί της κάτοικοι. Συνεπώς υπαγορεύεται η ανασύνθεση της ιστορίας τους· τελικά, βλέπουμε να ισχύει στην περίπτωσή μας η ιδέα της «απεδαφοποίησης του πολιτισμού». Η ιδέα αυτή επίσης ανακύπτει συνυφασμένη ταυτόχρονα με την οικονομική διάσταση της γιορτής, καθώς το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς οργανώνεται το μεγαλύτερο ξανθιώτικο παζάρι του έτους. Τούτη η λαϊκή αγορά ενώνεται με τους από δεκαπενθημέρου στημένους πάγκους μικροπωλητών, που ήρθαν στην πόλη από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού. Σε ένα πρώτο επίπεδο, όλοι προσπαθούν να κερδίσουν το «κατιτίς τους», στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πανδαιμόνιο προσφοράς πολιτισμικών στοιχείων και αγαθών.
Από την άλλη πλευρά, στο αποκορύφωμα του ξανθιώτικου Καρναβαλιού κατά το τελευταίο τριήμερο της Αποκριάς, η καθημερινότητα των πολιτών καταργείται, η πόλη γίνεται σημείο συγκέντρωσης και διασκέδασης επισκεπτών από όλη την Ελλάδα ή ακόμη την Ευρώπη. Οι ντόπιοι «κάνουν στην άκρη» για να βιώσουν την Αποκριά οι ξένοι. Ως μουσική, που θα συνοδεύει όλες τις εκδηλώσεις, πλην των λαογραφικών, επιλέγεται η πλέον «μοντέρνα», υπερβολικά δυνατή, ένας σταθερός ρυθμός, εκπεμπόμενος νυχθημερόν από τεράστια ηχεία εγκατεστημένα στη μέση των δρόμων. Παρομοίως, είναι διαθέσιμα νυχθημερόν τα πάμπολλα καφέ, μπαρ, κλαμπ, ταβέρνες, που επεκτείνονται καταλαμβάνοντας ασφυκτικά ό,τι καλείται δρόμος και υπαίθριος χώρος. Αυτή η εκδοχή του ξανθιώτικου Καρναβαλιού προσφέρεται στους επισκέπτες, ως η εικόνα διασκέδασης ενός κοσμοπολίτικου τόπου, μιας Μυκόνου ή μιας Αράχοβας, όμοια και απαράλλαχτα. Ο Μ. Auge αναφέρει, ως χαρακτηριστικό της εποχής της υπερ-νεωτερικότητας, τον «μη τόπο», όπου παρά την επίφαση της συλλογικότητας και της μοναδικότητας αναπαράγονται η μαζικότητα και η ομοιομορφία. Οι τουριστικοί τόποι τελικά αποδεσμεύονται από το τοπικό τους πλαίσιο και ανασυγκροτώνται σε περισσότερο αφηρημένες και διάχυτες χωροχρονικές συνθήκες.
Στην πραγματικότητα, ο θεατής αδυνατεί να παρακολουθήσει ολοκληρωμένη τη μεγάλη καρναβαλική παρέλαση, καθώς διαρκεί πολλές ώρες. Οι μετέχοντες χορεύουν στους δρόμους, σταματούν στην κεντρική πλατεία, όπου τους περιμένουν οι κάμερες των δημοσιογράφων. Η νέα συνθήκη με τα «στημένα» πειράγματα μεταξύ των μεταμφιεσμένων και τις ερωταποκρίσεις με τους ρεπόρτερς όπως διαμορφώνεται μεταξύ τους σε μια virtual reality, μεταδιδόμενη δορυφορικά, αντικαθιστά τις παλαιότερες ουσιαστικές σχέσεις καρναβαλιών και θεατών. Πολλοί Ξανθιώτες προτιμούν να παρακολουθήσουν την παρέλαση από τηλεοράσεως.
Οι πολύχρωμες στολές των μεταμφιεσμένων ομίλων, ομοιόμορφες κατά δεκάδες, συνάδουν με το θέμα του άρματος που τους συνοδεύει, τα δε άρματα, θεματογραφικά και αισθητικά, κινούνται στο πνεύμα της σάτιρας, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα κάθε φορά. Η έμπνευση προέρχεται από αφορμές δοσμένες κυρίως από τα media καθ' όλον τον χρόνο (π.χ., σκάνδαλα επωνύμων) ή από τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, φέτος επελέγη ως κεντρικό θέμα του Καρναβαλιού κάποια παράφραση του ΔΝΤ. Οι νέες παραγόμενες σχέσεις διαμορφώνουν μια άλλη έννοια ταυτότητας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου πολίτη.
Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του παραδοσιακού ιστού της Ξάνθης λειτουργεί υποβλητικά, υποστηρικτικά των πολιτισμικών αναζητήσεων που συμπεριλαμβάνονται στον εορτασμό του Καρναβαλιού: διαλέξεις (ημερίδες, συμπόσια), περίπατοι στα ιστορικά μνημεία, φωτογραφικές, εικαστικές εκθέσεις με αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν της πόλης, βιβλιοπαρουσιάσεις. Καλντερίμια, αρχοντικά, καπναποθήκες επανορίζονται πλέον ως χώροι τέχνης, η αλλαγή χρήσης και διαχείρισης του παραδοσιακού χώρου, η εκ νέου κοινωνική «κατασκευή» του, υπαγορεύει μια δυναμική προσέγγιση στην ερμηνεία της μετάβασης.
Σύγχρονες παραστάσεις όπερας, οπερέτες, μουσικοδραματικές μεταφορές μύθων, συναυλίες κλασικής, μοντέρνας και πειραματικής μουσικής, παιδικές παραστάσεις, δημιουργικές απασχολήσεις, αφηγήσεις παραμυθιών, ολοκληρώνουν το εορταστικό αντάμωμα ή συνονθύλευμα -ο καθείς επιλέγει πώς το εκλαμβάνει ή το βιώνει-, ενώ η γιορτή τελειώνει με το τελετουργικό κάψιμο του Τζάρου (Καρνάβαλου), την καταστροφή και συμβολική αναδημιουργία του εκσυγχρονισμένου πλέον κόσμου μας.
Πηγή: http://www.enet.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Το πολιτισμικό φαινόμενο ως δυναμική, ιστορικά προσδιορισμένη διαδικασία, υποκείμενη σε κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, δεν παραδίδεται αναλλοίωτο ανάμεσα στις γενιές.
Συνεπώς, ανιχνεύοντας τον χαρακτήρα μιας σύγχρονης γιορτής, βρισκόμαστε μπροστά στο ζήτημα του εκσυγχρονισμού των εθίμων και της προσαρμογής αυτών στις εξελίξεις της ευρύτερης, εν προκειμένω παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.
Στην Ξάνθη, από την πρώτη περίοδο της καπνικής ακμής (1870-1912) μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οικονομικές συνθήκες οργανώνουν έναν αστικό τρόπο ζωής, με κύριο χαρακτηριστικό την εισροή ευρωπαϊκών επιρροών. Στην αγροτική Θράκη, την άνοιξη, λαμβάνει χώρα το διαβατήριο έθιμο του Καλόγερου, σημειοδοτικό της φυσικής αναγέννησης, ανανέωσης, γονιμότητας. Στην πόλη της Ξάνθης όμως το καρναβάλι γιορτάζεται με στοιχεία εισαγόμενα από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το 1926 ιδρύεται «κομιτάτο Απόκρεω», οι καρναβαλικές στολές ράβονται στα μοδιστράδικα, σε εσπερίδες και βεγγέρες κυριαρχούν απάχηδες, καντάδες, παϊτόνια, κρινολίνα. Το 1966 μια ομάδα συμπολιτών με το όνομα Τοπική Επιτροπή Τουρισμού κηρύσσει την έναρξη ενός οργανωμένου θεσμού Αποκριάτικων Εορτών, με σημεία αναφοράς της, αφενός, το αστικό παρελθόν της πόλης, αφετέρου, την αναβίωση λησμονημένων εθίμων του «παραδοσιακού» πολιτισμού της Θράκης. Ονομάζει μάλιστα τις γιορτές «Θρακικές Λαογραφικές», προσδιορισμός διατηρημένος μέχρι σήμερα.
Το 1991 προστίθεται επίσημα ο όρος «Ξανθιώτικο Καρναβάλι», όταν η μεγάλη καρναβαλική παρέλαση της τελευταίας Κυριακής και ο προσανατολισμός της γιορτής αλλάζουν: τα μέλη των λαογραφικών συλλόγων, που μέχρι τότε συνόδευαν τα αποκριάτικα άρματα, αντικαθίστανται από ομάδες μεταμφιεσμένων, ντυμένων ομοιόμορφα με πολύχρωμες στολές. Πρόκειται για μέλη νεοϊδρυθέντων καρναβαλικών συλλόγων, που αυξάνονται συν τω χρόνω και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της γιορτής: με τα στέκια τους, τις στολές που προσφέρουν στους επισκέπτες, τους χορούς τους, τη λάτιν και βραζιλιάνικη μουσική. Η παρέλαση των λαογραφικών συλλόγων μετατίθεται πλέον την Κυριακή της Κρεατινής, ενώ το ξανθιώτικο καρναβάλι γίνεται συνώνυμο με τη μεγάλη παρέλαση των καρναβαλικών, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Εκεί τα κύρια στοιχεία της γιορτής (συλλογική ευωχία, άρση των καθημερινών απαγορεύσεων, διακωμώδηση των πάντων, ελευθεριότητα, σάτιρα, κοινωνική κριτική, ποικίλοι συμβολισμοί, αναστροφή του κόσμου εν γένει) εμφανίζονται εκσυγχρονισμένα.
Εν προκειμένω, το σύγχρονο ξανθιώτικο καρναβάλι, ενώ εγκολπώνεται όλα τα προηγούμενα, την τελευταία δεκαετία επικεντρώνεται κυρίως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της εικόνας αυτού που ονομάζουμε «σύγχρονος τρόπος διασκέδασης», καταλήγοντας ταυτόχρονα σε ένα συνονθύλευμα στοιχείων, ετερόκλιτων, συχνά αντικρουόμενων, ωστόσο με μια φιλότιμη απ' όλους διάθεση συνύπαρξης.
Ετσι, από τη μια πλευρά, οι αναβιώσεις παραστάσεων και μιμοδραμάτων του θρακικού παραδοσιακού πολιτισμού, παρούσες επί σειρά ετών, διεκδικούν και σήμερα το κοινό τους, με επίμονη προσπάθεια των οργανωτών τους (λαογραφικών συλλόγων), παρόλο που η καρναβαλική εκδοχή, εναρμονισμένη με τον σύγχρονο τρόπο διασκέδασης, συγκεντρώνει το βάρος του εορτασμού. Αναβιωμένα δρώμενα από πολιτιστικούς λαογραφικούς συλλόγους και χορευτικά συγκροτήματα, άλλοτε ως πομπές θορυβωδών κουδουνάτων, άλλοτε ως παρωδίες -με πιο συχνές εκείνες του γάμου και του θανάτου, σημειοδοτικών της έκρηξης ζωής, της υπέρβασης του φθαρτού, της αποτροπής του κακού-, αναπαριστούν όσα κάποτε τελούνταν στον ευρύτερο θρακικό χώρο. Στους ρυθμούς του θρακιώτη γκαϊντατζή διαδραματίζονται αναπαραστάσεις του Καλόγερου, των ζωόμορφων Πιτεράδων, των Σεϊμένηδων του Σαμάκοβου. Ο κόσμος παρακολουθεί τις τελετουργικές πράξεις και συμπεριφορές αποκλειστικά ως θεατής. Αυτά τα δρώμενα δεν είναι μόνον αποκριάτικα, αλλά εμπίπτουν στην ευρύτερη κατηγορία δρώμενων μεταμφίεσης, ανατροπής της κοινωνικής τάξης και επιβολής ελευθεριότητας. Π.χ.: Ρογκάτσια της Μακεδονίας, Αράπηδες του Παγγαίου, Μπούλες και Γενίτσαροι της Νάουσας, Μωμόγεροι του Πόντου. Συνεπώς οι θεατές κοινωνούν μια παράδοση διαδραματιζόμενη «εκτός τόπου», σε έναν άλλο τόπο, αποδεσμευμένο από τον χρόνο του, χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, σ' έναν, κατά τον Α. Giddens, «κενό χώρο»
Στο πλαίσιο αυτό, Κούκεροι και Παμπόγεροι ανταμώνουν με δυτικά θέατρα δρόμου, διαδραστικά θεάματα αναφερόμενα στην Commedia dell' Arte, στο Flamenco, στις καταλανικές παραστάσεις μιμικής και τσίρκου. Ελλάδα, Βαλκάνια, Μεσόγειος, Ευρώπη, Αμερική. Ο,τι σχετικό με τη μεταμφίεση σε παγκόσμιο επίπεδο αναπαρίσταται εδώ, σε έναν χώρο «ανοιχτό», έννοια που νοηματοδοτείται όχι μόνο στην εικόνα του αδιαχώρητου των δρόμων και των πλατειών, αλλά στον ίδιο τον χαρακτήρα του σύγχρονου Καρναβαλιού. Θεατές των δρώμενων είναι επίσης οι μετανάστες της πόλης, σημερινοί της κάτοικοι. Συνεπώς υπαγορεύεται η ανασύνθεση της ιστορίας τους· τελικά, βλέπουμε να ισχύει στην περίπτωσή μας η ιδέα της «απεδαφοποίησης του πολιτισμού». Η ιδέα αυτή επίσης ανακύπτει συνυφασμένη ταυτόχρονα με την οικονομική διάσταση της γιορτής, καθώς το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς οργανώνεται το μεγαλύτερο ξανθιώτικο παζάρι του έτους. Τούτη η λαϊκή αγορά ενώνεται με τους από δεκαπενθημέρου στημένους πάγκους μικροπωλητών, που ήρθαν στην πόλη από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού. Σε ένα πρώτο επίπεδο, όλοι προσπαθούν να κερδίσουν το «κατιτίς τους», στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πανδαιμόνιο προσφοράς πολιτισμικών στοιχείων και αγαθών.
Από την άλλη πλευρά, στο αποκορύφωμα του ξανθιώτικου Καρναβαλιού κατά το τελευταίο τριήμερο της Αποκριάς, η καθημερινότητα των πολιτών καταργείται, η πόλη γίνεται σημείο συγκέντρωσης και διασκέδασης επισκεπτών από όλη την Ελλάδα ή ακόμη την Ευρώπη. Οι ντόπιοι «κάνουν στην άκρη» για να βιώσουν την Αποκριά οι ξένοι. Ως μουσική, που θα συνοδεύει όλες τις εκδηλώσεις, πλην των λαογραφικών, επιλέγεται η πλέον «μοντέρνα», υπερβολικά δυνατή, ένας σταθερός ρυθμός, εκπεμπόμενος νυχθημερόν από τεράστια ηχεία εγκατεστημένα στη μέση των δρόμων. Παρομοίως, είναι διαθέσιμα νυχθημερόν τα πάμπολλα καφέ, μπαρ, κλαμπ, ταβέρνες, που επεκτείνονται καταλαμβάνοντας ασφυκτικά ό,τι καλείται δρόμος και υπαίθριος χώρος. Αυτή η εκδοχή του ξανθιώτικου Καρναβαλιού προσφέρεται στους επισκέπτες, ως η εικόνα διασκέδασης ενός κοσμοπολίτικου τόπου, μιας Μυκόνου ή μιας Αράχοβας, όμοια και απαράλλαχτα. Ο Μ. Auge αναφέρει, ως χαρακτηριστικό της εποχής της υπερ-νεωτερικότητας, τον «μη τόπο», όπου παρά την επίφαση της συλλογικότητας και της μοναδικότητας αναπαράγονται η μαζικότητα και η ομοιομορφία. Οι τουριστικοί τόποι τελικά αποδεσμεύονται από το τοπικό τους πλαίσιο και ανασυγκροτώνται σε περισσότερο αφηρημένες και διάχυτες χωροχρονικές συνθήκες.
Στην πραγματικότητα, ο θεατής αδυνατεί να παρακολουθήσει ολοκληρωμένη τη μεγάλη καρναβαλική παρέλαση, καθώς διαρκεί πολλές ώρες. Οι μετέχοντες χορεύουν στους δρόμους, σταματούν στην κεντρική πλατεία, όπου τους περιμένουν οι κάμερες των δημοσιογράφων. Η νέα συνθήκη με τα «στημένα» πειράγματα μεταξύ των μεταμφιεσμένων και τις ερωταποκρίσεις με τους ρεπόρτερς όπως διαμορφώνεται μεταξύ τους σε μια virtual reality, μεταδιδόμενη δορυφορικά, αντικαθιστά τις παλαιότερες ουσιαστικές σχέσεις καρναβαλιών και θεατών. Πολλοί Ξανθιώτες προτιμούν να παρακολουθήσουν την παρέλαση από τηλεοράσεως.
Οι πολύχρωμες στολές των μεταμφιεσμένων ομίλων, ομοιόμορφες κατά δεκάδες, συνάδουν με το θέμα του άρματος που τους συνοδεύει, τα δε άρματα, θεματογραφικά και αισθητικά, κινούνται στο πνεύμα της σάτιρας, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα κάθε φορά. Η έμπνευση προέρχεται από αφορμές δοσμένες κυρίως από τα media καθ' όλον τον χρόνο (π.χ., σκάνδαλα επωνύμων) ή από τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, φέτος επελέγη ως κεντρικό θέμα του Καρναβαλιού κάποια παράφραση του ΔΝΤ. Οι νέες παραγόμενες σχέσεις διαμορφώνουν μια άλλη έννοια ταυτότητας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου πολίτη.
Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του παραδοσιακού ιστού της Ξάνθης λειτουργεί υποβλητικά, υποστηρικτικά των πολιτισμικών αναζητήσεων που συμπεριλαμβάνονται στον εορτασμό του Καρναβαλιού: διαλέξεις (ημερίδες, συμπόσια), περίπατοι στα ιστορικά μνημεία, φωτογραφικές, εικαστικές εκθέσεις με αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν της πόλης, βιβλιοπαρουσιάσεις. Καλντερίμια, αρχοντικά, καπναποθήκες επανορίζονται πλέον ως χώροι τέχνης, η αλλαγή χρήσης και διαχείρισης του παραδοσιακού χώρου, η εκ νέου κοινωνική «κατασκευή» του, υπαγορεύει μια δυναμική προσέγγιση στην ερμηνεία της μετάβασης.
Σύγχρονες παραστάσεις όπερας, οπερέτες, μουσικοδραματικές μεταφορές μύθων, συναυλίες κλασικής, μοντέρνας και πειραματικής μουσικής, παιδικές παραστάσεις, δημιουργικές απασχολήσεις, αφηγήσεις παραμυθιών, ολοκληρώνουν το εορταστικό αντάμωμα ή συνονθύλευμα -ο καθείς επιλέγει πώς το εκλαμβάνει ή το βιώνει-, ενώ η γιορτή τελειώνει με το τελετουργικό κάψιμο του Τζάρου (Καρνάβαλου), την καταστροφή και συμβολική αναδημιουργία του εκσυγχρονισμένου πλέον κόσμου μας.
Πηγή: http://www.enet.gr/