Χρέη στις Τράπεζες τον εμπόδιζαν να μπει με νόμιμο τρόπο στην Ελλάδα
Συνελήφθη από περίπολο στα Ύψαλα και θεωρήθηκε «ο έλληνας διακινητής» με κίνδυνο βαριές ποινές φυλάκισης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Αδελφέ σ΄ αγαπώ, αδελφέ προσπάθησα, αδελφέ καλό κουράγιο..» λόγια που ακούγονται στο κινητό τηλέφωνο, ενώ ο άνθρωπος που έχουμε μπροστά μας αναλύεται σε δάκρυα. Έπαιξε κορώνα- γράμματα τη ζωή του, για να μπορέσει για τελευταία φορά να δει τον αγαπημένο του αδελφό στην Πάτρα, που λειώνει από τον καρκίνο, καθηλωμένος στο κρεβάτι κι έχει να τον δει χρόνια. Τότε που έφυγε κυνηγημένος από την Ελλάδα. Όταν η επιχείρησή του από τα χρέη έπεσε έξω και οι τράπεζες εξασφάλισαν καταδικαστικές αποφάσεις. Ο σημερινός πρωταγωνιστής του σχετικού ρεπορτάζ πήρε το τηλεφώνημα από τον αδελφό του από την Ελλάδα ότι η τελευταία επιθυμία πριν κλείσει τα μάτια, τώρα που επιδεινώθηκε η κατάστασή του, θα ήταν να τον σφίξει στην αγκαλιά του. Για τελευταία φορά.
Ο νεαρότερος σε ηλικία αδελφός δεν μπόρεσε να πει όχι. «Έρχομαι» ήταν η απάντησή του και προσπάθησε να βρει τρόπο να το κάνει, αφού επισήμως μέσω αεροδρομίων δε θα μπορούσε, καθώς το όνομά του υπήρχε στη λίστα των προσώπων που αναζητούνται. Έτσι, η σύλληψή του θα ήταν γεγονός και θα οδηγούνταν κατευθείαν στη φυλακή για έκτιση ποινών και χίλια δυο άλλα που εκκρεμούν σε βάρος του.
Τι έκανε; Πήρε το αεροπλάνο από το Κογκό της Αφρικής πετώντας από την Κινσάνσα στην Αντίσα Μπέμπα κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Με το που έφτασε, με ταξί κατευθύνθηκε στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στα Ύψαλα. Αναζήτησε κάποιον να τον περάσει μέσω του Έβρου στην Ελλάδα, για να αποφύγει διατυπώσεις. «Αλήθεια, τόσοι καταφέρνουν και περνάνε » σκέφτηκε. Πλήρωσε 1000 ευρώ στον Τούρκο μεσολαβητή, τον επιβίβασαν σ΄ ένα λευκό Ι.Χ. μαζί με κάποιους άλλους αγνώστους, δυο Κινέζους και τρεις Βιετναμέζους. Τους πήγαν μέχρι σε ένα σημείο. «Θα περπατήσετε λίγο, στα 100 μέτρα θα βρείτε τον βαρκάρη που θα σας περάσει» του είπαν, σε σπασμένα, άθλια αγγλικά. Στην επιθυμία να δει τον αδελφό του τα έκανε όλα. Ακόμη θα κολυμπούσε αν χρειαζόταν. Το κρύο σε περόνιαζε. «Πράγματι, προχωρήσαμε με τους άλλους, είδαμε τη βάρκα, όπου μας περίμενε ένα 17χρονο παιδί. Μόλις θα μπαίναμε, η περίπολος του στρατού και οι Τούρκοι συνοριοφύλακες μας έφεξαν με τους φακούς. Μας συνέλαβαν. Εμένα, τον Τούρκο βαρκάρη, τους Κινέζους και τους Βιετναμέζους. Μιλώντας με πολύ δυσκολία σε σπαστά αγγλικά, κατάλαβα ότι με θεωρούσαν σαν τον «Έλληνα διακινητή»! Μας οδήγησαν στο τμήμα.
Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Επικοινώνησα με τον αδελφό μου στην Πάτρα και του είπα εν συντομία τι συμβαίνει».
Ο δικηγόρος της Κομοτηνής, Βαλέριος Φιλιππίδης, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα. Ήταν του αδελφού από την Κομοτηνή, που του ζητούσε κλαίγοντας με λυγμούς να βοηθήσει τον αδελφό του, που βρισκόταν κάπου στα σύνορα. Είχε σύγχυση, δεν μπορούσε να μου δώσει ακριβείς λεπτομέρειες ο άνθρωπος. Μου είπε την ιστορία του και πώς μπλέχτηκε ο αδελφός του. Το τηλέφωνο μού το έδωσε ένας άλλος φίλος τους, γιατί το παιδί του σπούδαζε στην Κομοτηνή και με γνώριζε ως φοιτητή. Ανέλαβα να τους βοηθήσω. Πήγα στην Τουρκία και στα Ύψαλα, προσπαθώντας να βρω άκρη. Εκεί συνεργάστηκα μ΄ έναν Τούρκο συνάδελφο, τον Κερίμ Καζάμ, από την Αδριανούπολη και τον ασκούμενό του, Σαζέρ και βρήκαμε τον Κώστα προσπαθώντας να αποδείξουμε ότι …δεν είμαστε ελέφαντες. Αν βρεις έναν Έλληνα κι έναν Τούρκο με αλλοδαπούς να θέλουν να περάσουν το ποτάμι, η απλή λογική λέει ότι ανήκουν το κύκλωμα. Έτσι, τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτιού. Μεταφραστής στα ελληνικά δεν υπήρχε, προσπαθούσα να εξηγήσω ότι μπορούσα στα αγγλικά. Έπαιρναν καταθέσεις. Οι Κινέζοι και οι Βιετναμέζοι δεν καταλάβαιναν τίποτα.
Πήγαμε με τον Τούρκο δικηγόρο στο δικαστήριο, που έγινε στα Ύψαλα στις 3 η ώρα. Κατά τις οκτώ το βράδυ κρίθηκαν προφυλακιστέοι όλοι! Το μόνο που κατάφερα ήταν να πιάσω τον διοικητή της συνοριακής φύλαξης και να του πω με άνεση όλην την αλήθεια. Του έδειξα το διαβατήριό του πελάτη μου, φαινόταν ότι την ίδια μέρα ήρθε από τη νότια Αφρική, ότι άλλαξε δύο διεθνή αεροδρόμια. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να είναι ο διακινητής. Και τότε τι συνέβαινε και δεν πήγαινε κανονικά στην Ελλάδα; Του είπα για τα εντάλματα, για την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, μας πίστεψε. Έφερε τη δικογραφία κι άρχισε να συμπληρώνει χειρόγραφα πάνω στις φωτοτυπίες. Μας σήκωσε όλους, μας πήγε με το αυτοκίνητο στο σημείο όπου ήταν ο άνθρωπος με το Ι.Χ. Ο πελάτης μου τον αναγνώρισε.
Μπήκαμε στο Τμήμα και αφού προέκυψαν καινούρια στοιχεία, ο διοικητής μπορούσε να παρέμβει στην υπόθεση. Πήρε συμπληρωματική κατάθεση, άνοιξε τον υπολογιστή του. Ξαναέγραψε όλα τα στοιχεία από την αρχή. Ο πελάτης μου δέχθηκε να συνεργαστεί και να αναγνωρίσει και τον οδηγό. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, μας άνοιξε ο διοικητής και μας έδειξε φωτογραφίες από τον υπολογιστή, αναγνώρισε και τον οδηγό, υπέγραψε. Εγώ προβληματιζόμουν. Αφού τώρα τους κατέδωσε όλους , αναγνώρισε τους πάντες, σκεφτόμουν ‘ότι αν προφυλακιστεί ο άνθρωπος, θα τον καθαρίσουν στη φυλακή.
Μετά από πολύωρη διαδικασία ο δικαστής έκρινε ότι είμαστε ελεύθεροι μέχρι τη δίκη που θα γίνει σε ένα μήνα. Ο άνθρωπος έφυγε, αφού είχε ήδη εισιτήριο με επιστροφή, αφού εξουσιοδότησε τον Τούρκο δικηγόρο του να τον εκπροσωπήσει».
Πηγή: http://www.xronos.gr/