Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Ένας συγγραφέας από το Τυχερό Έβρου, εξομολογείται...

Μια ξεχωριστή συνέντευξη για λογοτεχνικό περιοδικό με τον  Κώστα Καβανόζη, που πρόσφατα κυκλοφόρησε συλλογή διηγημάτων που προσεγγίζουν την παίδική του ηλικία και τα παραμύθια που του έλεγε η γιαγια του στην Θράκη

ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΛΕΞΕ
ΠΛΕΟΝ ΝΑ ΜΕΝΕΙ
ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΗ... ΣΕΡΙΦΟ;

Ο Κώστας Καβανόζης κυκλοφόρησε φέτος τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια» (εκδ. Πατάκη). Διηγήματα που, με τον έναν η τον άλλον τρόπο, προσεγγίζουν την παιδική ηλικία του συγγραφέα.

Εννέα διηγήματα περιλαμβάνονται στο τελευταίο σας βιβλίο. Θεωρείτε ότι οι συλλογές διηγημάτων οφείλουν να έχουν έναν κοινό τόπο και, αν ναι, ποιος είναι αυτός στο δικό σας βιβλίο;

Νομίζω ότι σε μια συλλογή διηγημάτων οφείλει πρωτίστως το κάθε διήγημα να έχει λόγο ύπαρξης, να κατοχυρώνει τη θέση του δηλαδή. Δεν θα με ενοχλούσε να διαβάσω μια συλλογή με καλά διηγήματα, κι ας μην έδεναν σε μια πρώτη ματιά μεταξύ τους. Θα με ενοχλούσε όμως το περιττό, αν ένιωθα, ας πούμε, ότι και να έλειπε κάποιο, δεν θα ήταν απώλεια. Τα κείμενα στο «Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια» πάντως δεν γράφτηκαν εξαρχής για να γίνουν βιβλίο, κάτι που εξάλλου μου είχε ξανασυμβεί με το «Χοιρινό με λάχανο». Σκέφτομαι, παρόλα αυτά, ότι αν όντως μοιράζονται έναν κοινό «τόπο», τότε αυτός δεν είναι άλλος από την παιδική μου ηλικία, έστω και αν κάτι τέτοιο δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό. Θα μπορούσα βέβαια να πω ότι είναι η μνήμη που τα ενώνει ή και η φύση, ίσως όμως τελικά να αναφέρομαι στο ίδιο πράγμα, δεν ξέρω. Μεγάλωσα σε χωριό και αυτό είναι κάτι που επουδενί δεν μπορώ -ούτε άλλωστε θέλω- να ξεχάσω.


Εκτός από το ομότιτλο και ένα ακόμα διήγημα της συλλογής, όλα τα υπόλοιπα έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά από το 2003 έως το 2008. Τι σας ώθησε να συγκεντρώσετε ήδη δημοσιευμένο υλικό σε έναν τόμο;

Το «Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια», είναι για μένα ο συγγραφικός απολογισμός μιας δεκαετίας. Περιλαμβάνει κείμενα που ήταν έτοιμα προτού ακόμα εκδώσω οτιδήποτε, άλλα που γράφτηκαν μετά το «Χοιρινό με λάχανο» και πριν από την ολοκλήρωση του δεύτερου βιβλίου μου, «Του κόσμου ετούτου», όπως και ένα τελευταίο που γράφτηκε μετά την έκδοσή του. Έτσι έκλεισε εκείνος ο κύκλος και ευελπιστώ ότι ανοίγει σιγά σιγά ένας άλλος, ο οποίος αγνοώ πού θα με οδηγήσει. Τα συγκεκριμένα κείμενα πιστεύω ότι χρειάζονταν να συστεγαστούν, διότι, κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν τα σπόρια του ενός να πιάνουν μέσα στο άλλο, και δεν εννοώ μόνο τη χρονική τους σειρά. Νομίζω ότι αυτό στο οποίο βλάστησαν τελικά τα σπόρια όλων είναι και το αρχαιότερο, το πρώτο που έγραψα, χωρίς βέβαια να έχω ιδέα τότε τι επρόκειτο να ακολουθήσει.


Έχετε κάποιο διήγημα που να το αγαπάτε ιδιαίτερα; Και αν ναι, γιατί και ποιο είναι αυτό;

Όλα για μένα είναι αγαπημένα καθώς το καθένα γράφτηκε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους, ξεχωρίζω όμως το «Στρατιώτης πεζικού», στο οποίο έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Είναι ένα διήγημα που γεννήθηκε μέσα από το μυθιστόρημα «Του κόσμου ετούτου» την εποχή που, δίχως ακόμα να έχω τίποτα συγκεκριμένο στα χέρια μου, προσπαθούσα να βρω την ταυτότητά του. Άλλα δυο διηγήματα της συλλογής είναι βγαλμένα από εκεί, αυτό όμως είναι καθαρό παιδί του. Κάποια χνάρια του εξάλλου έχουν απομείνει εκεί μέσα, να θυμίζουν τις ρίζες του. Είναι επίσης ένα από τα ελάχιστα κείμενά μου στα οποία γνώριζα εξαρχής και με κάθε λεπτομέρεια το τέλος. Γράφοντας λοιπόν ήξερα ακριβώς πού θέλω να φτάσω, κάτι που σπάνια μου συμβαίνει. Η ιστορία των πανομοιότυπων διδύμων με απασχολούσε από παλιά και είναι βέβαια καθαρή μυθοπλασία, νιώθω όμως σαν να τα έχω βιώσει όλα αυτά που περιγράφονται στο διήγημα, τόσο δυνατά είναι μέσα μου. Ίσως παίζει ρόλο και το γεγονός ότι μετέφερα την υπόθεση σε ένα πολύ αγαπημένο και οικείο μου μέρος, τον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού μου.


Ζείτε τα τελευταία δύο χρόνια στη Σέριφο. Σας λείπει το βουητό του κέντρου της Αθήνας;

Άλλες φορές ναι και άλλες όχι. Η ζωή μου στην Αθήνα μού άρεσε, από παλιά όμως ήθελα περάσω ένα δυο χρόνια σε κάποιο μικρό κυκλαδονήσι, κάτι το οποίο χαίρομαι τελικά που συνέβη και μάλιστα κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Είμαι καθηγητής στη Σέριφο, πράγμα το οποίο με χαροποιεί ιδιαίτερα. Η ζωή στο νησί είναι κοντά σε αυτό που φανταζόμουν και την απολαμβάνω, δεν θα ήθελα όμως να παραμείνω σε ένα τόσο μικρό μέρος για πολύ. Πράγματα που θεωρούνται πλεονεκτήματα κινδυνεύουν ξαφνικά να γίνουν μειονεκτήματα. Υπάρχει, ας πούμε, άφθονος χρόνος, μόνο που αυτός μπορεί να μετατραπεί σε επώδυνο βάρος χωρίς μάλιστα καμία προειδοποίηση. Η άνεση χρόνου δεν βοηθά απαραιτήτως τη δημιουργικότητα, απαντώ σε όσους μου λένε ότι έχω πια χρόνο τώρα να γράφω όσο θέλω. Και το βουητό της πρωτεύουσας μου ακούγεται μερικές φορές μελωδικό, ειδικά όταν έχει καιρό να φτάσει στ’ αυτιά μου. Από την άλλη, μετά από αυτή μου την εμπειρία δεν ξέρω αν θα ξαναγυρνούσα εύκολα στην Αθήνα. Ένα μεγάλο νησί μού φαντάζει καμιά φορά ιδανικό. Το πού θα ζήσει όμως κανείς εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, έτσι δεν είναι;


Τα τελευταία χρόνια, το διήγημα δείχνει να κερδίζει και πάλι έδαφος στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;

Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι στις μέρες μας εκδίδονται συνεχώς πολύ καλές συλλογές διηγημάτων, είτε από παλαιότερους είτε από νέους, και μάλιστα αρκετούς πρωτοεμφανιζόμενους, διηγηματογράφους. Νομίζω, ωστόσο, ότι χρειάζεται να διανυθεί δρόμος ακόμα, ώστε να βρει το διήγημα τη θέση που του αξίζει στο αναγνωστικό κοινό. Τα μηνύματα πάντως είναι θετικά, και αυτό το λέω και από προσωπική εμπειρία. Θέλω να πιστεύω, και ας μην παρεξηγηθεί αυτό, ότι στροφή στη μικρότερη φόρμα σημαίνει και στροφή σε μια απαιτητικότερη λογοτεχνία στο σύνολό της. Το μικρό μπορεί να σε κάνει να βλέπεις πιο καθαρά τις ατέλειες του μεγάλου και να είσαι, επομένως, πιο εκλεκτικός. Μπορεί, επιπλέον, να περιέχει το παν. Ας μας γίνει συνείδηση αυτό.


Στο πρώτο σας βιβλίο, Χοιρινό με Λάχανο (εκδ. Κέδρος) μας συστηθήκατε με τρεις νουβέλες. Ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά τους ήταν η ιδιαίτερη σύνταξη. Μιλήστε μου πώς επιλέγετε κάθε φορά το ύφος του κάθε σας κειμένου.

Το ύφος γεννιέται σιγά σιγά μαζί με την ιστορία, μαζί με το κείμενο εντέλει στο σύνολό του. Από τη μέχρι τώρα πορεία μου ξέρω να σας πω ότι δεν μπορώ να προαποφασίσω και να επιλέξω ούτε το ύφος ούτε την πλοκή. Αυτά τις περισσότερες φορές προχωρούν χέρι χέρι και είναι κάτι που από τη μια με αγχώνει και με βασανίζει, διότι δεν ξέρω ποτέ αν θα μου «βγει» και από την άλλη το απολαμβάνω, αφού μοιάζει κάθε φορά να είναι μια καινούργια εμπειρία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, αλίμονο, ότι πράγματα δεν επαναλαμβάνονται ή ότι όλα μού είναι πρωτόγνωρα. Απλώς αυτός είναι ο τρόπος μου. Με ενδιαφέρει εξάλλου πάρα πολύ το πώς «ακούγονται» τα κείμενά μου, όπως και ο ρυθμός τους. Αν δεν νιώσω ικανοποιημένος από αυτό, δεν μπορώ να προχωρήσω και στο μύθο, αργά ή γρήγορα θα βαλτώσει. Θέλει σίγουρα κόπο, θεωρώ όμως πως δεν αξίζει αλλιώς.


Στο διήγημά σας «Δώδεκα μέρες» περιγράφετε τη σχέση ενός παππού με τον εγγονό του μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα. Ποια ήταν η αφορμή για τη σύλληψη αυτής της ιστορίας;

Τα παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά μου στον Έβρο, όταν μέναμε οι δυο μας. Πώς και πώς το περίμενα, θυμάμαι, να φύγουν όλοι έξω βόλτα και να μείνουμε μόνοι μας στην κουζίνα της με τη σόμπα να καίει, αν ήταν χειμώνας, και καμιά γάτα από δίπλα να τεμπελιάζει στη θαλπωρή. Έφτιαχνε και πίτα συνήθως, να τη βρουν οι άλλοι έτοιμη όταν γυρίσουν. Νομίζω ότι χρωστάω πολλά στη γιαγιά μου.


Στη Σέριφο, όπου διαμένετε τα τελευταία δύο χρόνια, έχετε δημιουργήσει μια μικρή λέσχη ανάγνωσης. Τι έχετε αποκομίσει από αυτήν σας την εμπειρία;

Πρώτα πρώτα περνάω καλά. Είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να προσεγγίσεις συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα και να διαπιστώσεις στην πράξη το πόσο διαφορετικά μπορούν να μιλήσουν στον καθένα. Είναι απόλαυση οι διαφωνίες αλλά και ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζονται οι διάφορες θέσεις. Βγαίνουν επίσης στην επιφάνεια τάσεις, ιδιαίτερα γούστα, βιώματα. Πλουτίζεις. Διαπιστώνεις πράγματα για σένα που δεν ήξερες, συμφιλιώνεσαι κάπως περισσότερο με τη μονομέρειά σου, ώστε να μπορέσεις να κάνεις κάτι γι’ αυτήν. Και είναι ευτύχημα το γεγονός ότι η συζήτηση σχεδόν ποτέ δεν μένει για πολύ στη λογοτεχνία, αλλά γρήγορα επεκτείνεται αλλού. Αυτό το «αλλού» είναι άλλωστε που μας καίει και αν φτάσουμε εκεί, ξέρουμε τότε ότι η λογοτεχνική μας βραδιά ήταν επιτυχημένη και ότι το κείμενο που είχαμε προς συζήτηση βρήκε το στόχο του.
 
 
Πηγή:  http://www.bookpress.gr/ - http://souflievros.blogspot.com/