Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Η Θρακιώτισσα που έγινε ή φωνή του έπους του 1940

Η 30χρονη Σοφία Βέµπο µε καταγωγή από την Καλλίπολη της Αν. Θράκης έµελλε να παίξει τον ρόλο της εθνικής τραγουδίστριας. Το τελεσίγραφο Μεταξά και ο πόλεµος στο Αλβανικό Μέτωπο θα ενεργοποιήσουν την έκρηξη της καλλιτεχνικής της πορείας. Οι πολεµικές επιθεωρήσεις τραβάνε όλα τα φλας και η Βέμπο τραγουδάει το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Το ράδιο παίζει τα τραγούδια της, που έτσι ακούγονται στις µπαρουτοκαπνισµένες στρατιωτικές µονάδες.
           ΜΑΘΕΤΕ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ...

«Το τραγούδι ”Παιδιά της Ελλάδος παιδιά” γράφτηκε το 1940, την εποχή του µεγάλου µου έρωτα. Τότε ήταν ο Μιχάλης Σουγιούλ µαέστρος και παρακάλεσα τον Μίµη Τραϊφόρο να µου γράψει ένα πολεµικό τραγούδι πάνω στη «Ζεχρά».

Εγραψε και µου το έφερε την επόµενη µέρα. Μου έκανε µεγάλη εντύπωση γιατί ήταν λίγο δύσκολο να γράφεται ένα τραγούδι µέσα σε µία νύχτα, σε µία ώρα, σε µία στιγµή. Μου το διάβασε και στο τέλος έλεγε: “Αν δεν ερθείτε νικηταί να µην έρθετε ποτέ”. Το βρήκα λίγο σκληρό. Του είπα τότε σε ευχαριστώ παιδί µου (ήταν πιτσιρικάς), αλλά δεν µ’ αρέσει. Εφυγε και σε λίγο επέστρεψε και µου διάβασε: “Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσµένουµε παιδιά”. Α, του λέω, αυτός ο στίχος έχει περιεχόµενο ψυχικό…», θυµάται η Σοφία Βέµπο στο θρυλικό «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερµανού και κάπως έτσι ξεδιπλώνεται η µικρή ιστορία ενός τραγουδιού που µε µια σειρά άλλων έµελλαν να γίνουν το εµψυχωτικό soundtrack ενός ολόκληρου λαού, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο του 1940. Μάλιστα το κοµµάτι πρωτοτραγουδήθη- κε από την ίδια το βράδυ που γράφτηκε – στη σκηνή του θεάτρου.

Ηταν λίγο πριν, όταν την αυγή της 28ης Οκτωβρίου, ο ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, ύστερα από εντολή της φασιστικής ιταλικής κυβέρνησης, µε τελεσίγραφο προς τον Ιωάννη Μεταξά, απαίτησε την άµεση εκχώρηση ορισµένων στρατηγικών σηµείων του ελληνικού εθνικού εδάφους «ως εγγύηση της ουδετερότητας της Ελλάδας και της ασφάλειας της Ιταλίας». Η συνέχεια είναι λίγο - πολύ γνωστή, όταν τα ιταλικά στρατεύµατα διέσχισαν την ελληνοαλβανική µεθόριο και εισέβαλαν στην Ηπειρο. Το στρατιωτικό µέτωπο διαµορφώθηκε σχεδόν αµέσως, όµως όπως σε κάθε οριακή στιγµή ενός λαού κι εδώ υπήρξε ανάγκη µουσικής επένδυσης που θα εµψύχωνε τους αµυνόµενους και θα συντελούσε στην οµοψυχία των ηµερών.

Η 30χρονη τότε Σοφία Βέµπο έµελλε να παίξει τον ρόλο της εθνικής τραγουδίστριας. Από ένστικτο – θα υποθέταµε εµείς – , από συνειδητοποίηση της ιστορικής στιγµής, αλλά και από αγνά πατριωτικά αισθήµατα, αφού και λίγο µετά είναι η ίδια που σε µία πράξη ύψιστου συµβολισµού θα προσφέρει στο ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Η – για χρόνια – ένοικος της Μπλε Πολυκατοικίας των Εξαρχείων, η ηλικιωµένη κυρία που γλίτωσε τους µακρυµάλληδες φοιτητές την άγρια νύχτα του Πολυτεχνείου 1973, η σύζυγος του Μίµη Τραϊφόρου, η τραγουδίστρια που ερµήνευσε – χωρίς να το πολυκάνει θέµα – τα πιο οριακά πράγµατα, είχε αρχίσει την καριέρα της πριν από τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Το τελεσίγραφο όµως του Μεταξά, η πολεµική σύρραξη Ελλάδας - Ιταλίας θα ενεργοποιήσουν την έκρηξη της καλλιτεχνικής της πορείας. Η αυγή της 28ης Οκτωβρίου του 1940 σπρώχνει τις τότε επιθεωρήσεις να προσαρµόσουν τις θεµατικές τους στα του πολέµου και πολλά σουξέ που προϋπήρξαν ως ερωτικά – όπως η προαναφερόµενη «Ζεχρά» του Σουγιούλ – ξαναγράφονται µε νέους στίχους, προσαρµοσµένα να συγκινήσουν τον δοκιµαζόµενο λαό. Οι πολεµικές επιθεωρήσεις τραβάνε όλα τα φλας και η Εφη Μπέµπο (το πραγµατικό όνοµα της Βέµπο µε καταγωγή από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης) τραγουδάει τις παρωδίες «Στον πόλεµο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» στο θέατρο «Μοντιάλ».

Οι ραδιοφωνικοί σταθµοί παίζουν ακατάπαυστα τα τραγούδια της και ακούγονται στις µπαρουτοκαπνισµένες στρατιωτικές µονάδες της Ελλάδας.


«Κραυγές ελευθερίας»

«Τα πολεµικά µου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθηµερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού µας. Είναι τραγούδια που η δόξα τους έχει βάλει µουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η ελληνική. Με τα τραγούδια µου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές µια κληρονοµιά ελληνικού θάρρους, ελληνικής λεβεντιάς και ελληνικής… αποκοτιάς», θα πει η ίδια πολλά χρόνια µετά, το 1974. Και συµπληρώνει: «Μέσα σ’ εκείνο τον πόλεµο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα µάτια τους, τα χέρια τους, την υγεία τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή µου, που καλή ή κακή, την έχω ακόµα ακέραιη και ζωντανή. Δεν µου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί µε αυτά µε κάνανε Βέµπο».
 
 
Πηγή:  http://www.tanea.gr/