Αποστολή της «Καθημερινής» σε εργοστάσια του ομίλου που «αποκαλύπτουν» κρυμμένα μυστικά και εξηγούν τη σημερινή κατάσταση
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ετος 2000. Ο βόμβος του ελικοπτέρου που πλησιάζει μοιάζει σαν να ανταγωνίζεται τον θόρυβο των κλωστικών μηχανών. Το πρώην εργοστάσιο του Δούδου, έξω από τη Θεσσαλονίκη, κατασκευασμένο σε μια τεράστια έκταση, θέλει χρόνο μέχρι να το προσεγγίσεις από το φυσικό ελικοδρόμιο. Γι' αυτόν τον λόγο, κανείς από το προσωπικό του εργοστασίου δεν εκπλήσσεται όταν ο νέος ιδιοκτήτης εμφανίζεται 20 λεπτά μετά την προσγείωση.
Εκείνη την πρώτη γνωριμία με τον Θωμά, όλοι την θυμούνται. Περίπου 150, οι περισσότεροι δούλευαν ασταμάτητα στον Δούδο από το 1976. Συγκεντρώθηκαν στον προαύλιο χώρο του εργοστασίου με τρόπο που να μπορούν να βλέπουν και να ακούν όλοι τον νέο ιδιοκτήτη. Εντυπωσιασμένοι από τον τρόπο που κρατάει μονίμως το γνωστό σβηστό πούρο - προέκταση του χεριού του, καταλαβαίνουν ότι ο νέος ιδιοκτήτης δεν έχει καμία σχέση με το παλιό αφεντικό που μέχρι και πριν από λίγο καιρό κατοικούσε σε ένα διαμέρισμα πάνω από τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου και σίγουρα δεν είχε μπει ποτέ σε ελικόπτερο. Κάτοικοι από τους γειτονικούς προσφυγικούς οικισμούς όλοι τους, ούτε που μπορούσαν να φανταστούν ότι λίγα χρόνια μετά, το κλωστήριο αυτό θα μετατρεπόταν σε ένα από τα βιομηχανικά φαντάσματα της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα, στο μοναδικό δωμάτιο με φυσικό φως που μπορεί κανείς να σταθεί, υπάρχουν ακόμη πάκοι από τις τελευταίες εκτυπωμένες παραγγελίες με ημερομηνία 13.6.2008. Επτά ημέρες μετά, στις 20 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, η ΔΕΗ κόβει την παροχή ρεύματος και σταματάει για πάντα η παραγωγή. Ολοι πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι τεχνικό και βγαίνουν για τσιγάρο. Εκεί, στο ίδιο προαύλιο όπου το 2000 ακούγοντας τον Θωμά Λαναρά να τους λέει «τώρα είστε κάτω από την ομπρέλα της ισχυρής Κλωνατέξ», πίστεψαν ότι ανοίγονται νέες προοπτικές για την επιχείρηση και γι' αυτούς.
Και ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Λαναρά, όταν το 2000 είχε συμμετοχές σε 32 εταιρείες; Οταν μετά το 1999 αγόραζε τα πάντα, από ξενοδοχεία μέχρι τηλέφωνα, καθιστώντας την επιχείρηση τον 5ο μεγαλύτερο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο στην Ευρώπη και έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες με 3.429 εργαζομένους, εκ των οποίων οι 1.760 στην Ελλάδα;
O πατέρας Λαναράς, κλασικός βιομήχανος, που ξεκίνησε το 1928 με τα Εριοκλωστήρια Ναούσης, «έφυγε» το 1999 αφήνοντας τα εργοστάσια στον Θωμά, αλλά και μια παρακαταθήκη για τον τρόπο που πρέπει κανείς να επενδύει. «Εάν βάλεις μια καλή ντομάτα σ' ένα κασόνι με σάπιες, κι αυτή θα σαπίσει», έλεγε. Διψασμένος από τις υπεραξίες που έφερναν στα «χαρτιά του» οι εξαγορές, ο γιος Λαναράς όχι μόνο δεν προχώρησε σε επενδύσεις από την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αλλά συνέχιζε να αγοράζει «πτώματα» και να τα βάζει στο ίδιο κασόνι με τα στολίδια του ομίλου, τα εργοστάσια Μαρώνεια και Ροδόπη, της Κομοτηνής, τεχνολογικά δημιουργήματα του πατέρα. Κι όταν στράγγιξε ακόμη κι αυτές τις μονάδες από ρευστό, υποχρεώνοντάς τις να επιβαρυνθούν με δάνειο 25 εκατ. ευρώ και ταυτοχρόνως να πουλούν δωρεάν νήμα ύψους 21 εκατομμυρίων ευρώ στην προβληματική FANCO, αποφασίζει να προχωρήσει στην ενοποίησή τους μέσω απορρόφησης. Μόνο που η FANCO δεν ήταν το μοναδικό «πτώμα». Δίπλα στα εργοστάσια της Κομοτηνής και της Νάουσας, που πληρούν προϋποθέσεις ανταγωνισμού σε μια αγορά που κλυδωνίζεται από τα κινεζικά προϊόντα, θέτει το βιομηχανικό συγκρότημα Στενημάχου, τα Βαφεία - Γιαννούσης στα Οινόφυτα, την ΟΤΟ-Εβρος στην Αλεξανδρούπολη, το εργοστάσιο παραγωγής ενδύματος στην Αυλίδα, την Κολμπλάν Πέλλας, πλεκτήρια και κοπτήρια σε όλη τη χώρα.
Φαινομενικά, το πάρτι θα τελειώσει το 2004, αλλά στην ουσία συνεχίστηκε μέχρι και το 2010, όταν εξασφαλίσθηκε τραπεζική χρηματοδότηση ύψους 54 εκατ. ευρώ, τα οποία ούτε διέσωσαν την παραγωγή και τις θέσεις εργασίας ούτε παρείχαν διασφαλίσεις στις πιστώτριες τράπεζες στις οποίες η τριάδα που πλαισίωνε στο Δ. Σ. τον κ. Θ. Λαναρά, με επικεφαλής το διευθύνοντα κ. Χ. Βατίστα και μέλη τους κ. Θεοδώρου και Παπαπάνο, υποσχόταν πλήρη εξυγίανση. Οταν η ομάδα αποχώρησε, ο όμιλος ήταν ήδη ένα ερείπιο με 630 απλήρωτους εργαζομένους, 17 ερειπωμένα βιομηχανοστάσια, αλλά και μία ακίνητη περιουσία ύψους 160 εκατ. ευρώ, που για πολλούς αποτελεί το «κλειδί» της υπόθεσης.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ετος 2000. Ο βόμβος του ελικοπτέρου που πλησιάζει μοιάζει σαν να ανταγωνίζεται τον θόρυβο των κλωστικών μηχανών. Το πρώην εργοστάσιο του Δούδου, έξω από τη Θεσσαλονίκη, κατασκευασμένο σε μια τεράστια έκταση, θέλει χρόνο μέχρι να το προσεγγίσεις από το φυσικό ελικοδρόμιο. Γι' αυτόν τον λόγο, κανείς από το προσωπικό του εργοστασίου δεν εκπλήσσεται όταν ο νέος ιδιοκτήτης εμφανίζεται 20 λεπτά μετά την προσγείωση.
Εκείνη την πρώτη γνωριμία με τον Θωμά, όλοι την θυμούνται. Περίπου 150, οι περισσότεροι δούλευαν ασταμάτητα στον Δούδο από το 1976. Συγκεντρώθηκαν στον προαύλιο χώρο του εργοστασίου με τρόπο που να μπορούν να βλέπουν και να ακούν όλοι τον νέο ιδιοκτήτη. Εντυπωσιασμένοι από τον τρόπο που κρατάει μονίμως το γνωστό σβηστό πούρο - προέκταση του χεριού του, καταλαβαίνουν ότι ο νέος ιδιοκτήτης δεν έχει καμία σχέση με το παλιό αφεντικό που μέχρι και πριν από λίγο καιρό κατοικούσε σε ένα διαμέρισμα πάνω από τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου και σίγουρα δεν είχε μπει ποτέ σε ελικόπτερο. Κάτοικοι από τους γειτονικούς προσφυγικούς οικισμούς όλοι τους, ούτε που μπορούσαν να φανταστούν ότι λίγα χρόνια μετά, το κλωστήριο αυτό θα μετατρεπόταν σε ένα από τα βιομηχανικά φαντάσματα της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα, στο μοναδικό δωμάτιο με φυσικό φως που μπορεί κανείς να σταθεί, υπάρχουν ακόμη πάκοι από τις τελευταίες εκτυπωμένες παραγγελίες με ημερομηνία 13.6.2008. Επτά ημέρες μετά, στις 20 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, η ΔΕΗ κόβει την παροχή ρεύματος και σταματάει για πάντα η παραγωγή. Ολοι πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι τεχνικό και βγαίνουν για τσιγάρο. Εκεί, στο ίδιο προαύλιο όπου το 2000 ακούγοντας τον Θωμά Λαναρά να τους λέει «τώρα είστε κάτω από την ομπρέλα της ισχυρής Κλωνατέξ», πίστεψαν ότι ανοίγονται νέες προοπτικές για την επιχείρηση και γι' αυτούς.
Και ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Λαναρά, όταν το 2000 είχε συμμετοχές σε 32 εταιρείες; Οταν μετά το 1999 αγόραζε τα πάντα, από ξενοδοχεία μέχρι τηλέφωνα, καθιστώντας την επιχείρηση τον 5ο μεγαλύτερο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο στην Ευρώπη και έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες με 3.429 εργαζομένους, εκ των οποίων οι 1.760 στην Ελλάδα;
O πατέρας Λαναράς, κλασικός βιομήχανος, που ξεκίνησε το 1928 με τα Εριοκλωστήρια Ναούσης, «έφυγε» το 1999 αφήνοντας τα εργοστάσια στον Θωμά, αλλά και μια παρακαταθήκη για τον τρόπο που πρέπει κανείς να επενδύει. «Εάν βάλεις μια καλή ντομάτα σ' ένα κασόνι με σάπιες, κι αυτή θα σαπίσει», έλεγε. Διψασμένος από τις υπεραξίες που έφερναν στα «χαρτιά του» οι εξαγορές, ο γιος Λαναράς όχι μόνο δεν προχώρησε σε επενδύσεις από την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αλλά συνέχιζε να αγοράζει «πτώματα» και να τα βάζει στο ίδιο κασόνι με τα στολίδια του ομίλου, τα εργοστάσια Μαρώνεια και Ροδόπη, της Κομοτηνής, τεχνολογικά δημιουργήματα του πατέρα. Κι όταν στράγγιξε ακόμη κι αυτές τις μονάδες από ρευστό, υποχρεώνοντάς τις να επιβαρυνθούν με δάνειο 25 εκατ. ευρώ και ταυτοχρόνως να πουλούν δωρεάν νήμα ύψους 21 εκατομμυρίων ευρώ στην προβληματική FANCO, αποφασίζει να προχωρήσει στην ενοποίησή τους μέσω απορρόφησης. Μόνο που η FANCO δεν ήταν το μοναδικό «πτώμα». Δίπλα στα εργοστάσια της Κομοτηνής και της Νάουσας, που πληρούν προϋποθέσεις ανταγωνισμού σε μια αγορά που κλυδωνίζεται από τα κινεζικά προϊόντα, θέτει το βιομηχανικό συγκρότημα Στενημάχου, τα Βαφεία - Γιαννούσης στα Οινόφυτα, την ΟΤΟ-Εβρος στην Αλεξανδρούπολη, το εργοστάσιο παραγωγής ενδύματος στην Αυλίδα, την Κολμπλάν Πέλλας, πλεκτήρια και κοπτήρια σε όλη τη χώρα.
Φαινομενικά, το πάρτι θα τελειώσει το 2004, αλλά στην ουσία συνεχίστηκε μέχρι και το 2010, όταν εξασφαλίσθηκε τραπεζική χρηματοδότηση ύψους 54 εκατ. ευρώ, τα οποία ούτε διέσωσαν την παραγωγή και τις θέσεις εργασίας ούτε παρείχαν διασφαλίσεις στις πιστώτριες τράπεζες στις οποίες η τριάδα που πλαισίωνε στο Δ. Σ. τον κ. Θ. Λαναρά, με επικεφαλής το διευθύνοντα κ. Χ. Βατίστα και μέλη τους κ. Θεοδώρου και Παπαπάνο, υποσχόταν πλήρη εξυγίανση. Οταν η ομάδα αποχώρησε, ο όμιλος ήταν ήδη ένα ερείπιο με 630 απλήρωτους εργαζομένους, 17 ερειπωμένα βιομηχανοστάσια, αλλά και μία ακίνητη περιουσία ύψους 160 εκατ. ευρώ, που για πολλούς αποτελεί το «κλειδί» της υπόθεσης.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/