Στο βιβλίο της Ακαδημίας Ιστορίας «Οι ζώνες του Λυκόφωτος στο Αιγαίο» καταγράφονται όλα τα «επιχειρήματα» για τις βραχονησίδες
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΟΙΑ
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ
Το 1996 μετά την κρίση των Ιμίων είχε διαρρεύσει στον Τύπο ένα εγχειρίδιο της Πολεμικής Ακαδημίας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στο οποίο παρουσιάζονταν καθαρά οι θέσεις της Τουρκίας περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διευκρινίζει ότι στις διερευνητικές επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» έχει ατονήσει από πλευράς των Τούρκων. Η Ακαδημία Ιστορίας της Τουρκίας όμως δημοσίευσε ένα βιβλίο το 2004 με τίτλο «Οι ζώνες του Λυκόφωτος στο Αιγαίο - Τα μη Λησμονημένα Τουρκικά Νησιά» στο οποίο επαναλαμβάνονται όλα τα επιχειρήματα της Τουρκίας για το Αιγαίο, τα νησιά και τις βραχονησίδες του. Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται και χάρτες που δείχνουν, σύμφωνα με τους Τούρκους ιστορικούς, ποιες νησίδες και θαλάσσιες περιοχές που τις περιβάλλουν δεν παραχωρήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα.
Το βασικό επιχείρημα που παρουσιάζει το βιβλίο είναι ότι νησίδες που δεν κατονομάζονται αλλά αναφέρονται στις συνθήκες ως «εξαρτώμενες» ή «παρακείμενες» των μεγάλων νησιών δεν έχουν μεταβιβαστεί ποτέ στην Ελλάδα. Με αυτό το επιχείρημα στο βιβλίο αμφισβητούνται όχι μόνο ακατοίκητες βραχονησίδες που σήμερα χρησιμοποιούν Ελληνες βοσκοί, όπως η νήσος Αστακίδα στα βόρεια της Κάσου, αλλά και κατοικημένα μεγάλα νησιά, όπως η Ψέριμος. Στο βιβλίο γράφουν ότι «τα πιο γνωστά αμφισβητούμενα νησιά είναι: Αρκοί, Φαρμακονήσι, Ψέριμος, Λέβητα, Κίνναρος, Λιάδι, Κανδελιούσσα, Αδέλφια, Σύρνα, Πλακίδα, Σοφράνα και Αστακίδα». Τονίζεται επίσης ότι με τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν παραχωρήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα τα νησιά: Οινούσσα και οι γύρω βραχονησίδες, Βάτος και Ποντικονήσι ανάμεσα στη Χίο και τη Μικρά Ασία, αλλά και τα Αντίψαρα, οι Φούρνοι και οι γύρω βραχονησίδες τους και η Φιμένα. Μία ακόμα σημαντική βραχονησίδα που αμφισβητούν είναι η Ζουράφα, 6 ναυτικά μίλια από τη Σαμοθράκη στο Θρακικό Πέλαγος, που αποτελεί το ανατολικότερο σύνορο του Βόρειου Αιγαίου, το άκρο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και Ε.Ε.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι βραχονησίδες του συμπλέγματος Σύρνα κάτω από την Αστυπάλαια, αλλά και οι νησίδες Λέβιθα και Κίνναρος που συνδέουν τη γεωγραφική περιοχή των Κυκλάδων με τα Δωδεκάνησα επειδή είναι απομακρυσμένες από τη στεριά καθορίζουν και μία μεγάλη θαλάσσια περιοχή γύρω τους. Αμφισβητώντας αυτές τις νησίδες οι Τούρκοι καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του Αιγαίου Πελάγους.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλλει το βιβλίο είναι η αμφισβήτηση της Συμφωνίας του 1932 ανάμεσα στην Τουρκία και την Ιταλία για το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου. Η Ελλάδα το 1947 κληρονόμησε ό, τι ήλεγχε η Ιταλία προηγουμένως.
Η συμφωνία 4ης Ιανουαρίου του 1932 αφορούσε τις βραχονησίδες μεταξύ Καστελλόριζου και μικρασιατικής ακτής, ενώ μία συμπληρωματική συμφωνία στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 καθόριζε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και τις τουρκικές ακτές. Οι Τούρκοι αμφισβητούν την ισχύ αυτής της συμπληρωματικής συμφωνίας με το επιχείρημα ότι δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών.
Γνωμοδότηση
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε αναγκαστεί να αντικρούσει αυτά τα επιχειρήματα των Τούρκων με έγγραφό του ήδη από το 1963. Μια ομάδα Τούρκων είχε αποβιβαστεί στο Καστελλόριζο το 1961, ενώ έναν χρόνο αργότερα τουρκικό περιπολικό βύθισε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων το ελληνικό σκάφος «Μαρίτσα» σκοτώνοντας δύο μέλη του πληρώματός του. Το επίσημο κείμενο της συμφωνίας του 1932 είχε πρωτοκολληθεί στην Κοινωνία των Εθνών το 1933 και είχε δημοσιευθεί. Οσον αφορά τη συμπληρωματική συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 και αμφισβητούν οι Τούρκοι, επειδή ήταν συμπληρωματική δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Σύμφωνα με γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του 1956 η μη πρωτοκόλληση «ουδόλως επηρεάζει το κύρος αυτής, διότι πρόκειται περί συμπληρωματικής συμφωνίας εκτελέσεως κανονικώς πρωτοκολληθείσης πράξεως». Στο βιβλίο επαναλαμβάνεται το επιχείρημα ότι οι Ελληνες δεν έχουν τηρήσει το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νήσων που τους παραχωρήθηκαν παραβιάζοντας τις συνθήκες και θέτοντας σε αμφιβολία την ισχύ τους, ενώ αναρωτιούνται επανειλημμένως πώς ακόμα οι Ελληνες δεν έχουν εγείρει αξιώσεις για τα δύο νησιά που εποφθαλμιούν, την Ιμβρο και την Τένεδο.
Καταλήγοντας οι Τούρκοι ιστορικοί εξηγούν ότι είναι αδύνατο να λυθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με την Ελλάδα αν πρώτα δεν ξεδιαλύνει το θέμα της κυριαρχίας των νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο.
Οι διερευνητικές επαφές για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο διεκόπηκαν πριν από τις εκλογές στην Τουρκία. Αναμένουμε να δούμε ποια γραμμή σκέψης θα ακολουθήσει στην ανανεωμένη θητεία του ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν.
Πώς χαράχτηκαν τα χωρικά ύδατα
Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι όταν μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης προέκυψε η διαφορά ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία για τις «εξαρτώμενες» νησίδες και αυτές του Καστελλόριζου και οι δύο χώρες αποφάσισαν να πάνε στο Δικαστήριο της Χάγης για να λύσουν τις διαφορές τους. Στη συνέχεια, όμως, οι κυβερνήσεις προτίμησαν τις απευθείας διαπραγματεύσεις. Με τη συμφωνία της Αγκυρας της 4ης Ιανουαρίου του 1932 λύθηκαν οι εκκρεμότητες που αφορούσαν τις βραχονησίδες μεταξύ Καστελλόριζου και μικρασιατικής ακτής και χαράχτηκαν οριστικά τα χωρικά ύδατα ανάμεσα στο Καστελλόριζο και τη Μικρά Ασία, ενώ με τη συμπληρωματική συμφωνία στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 καθορίστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και στις τουρκικές ακτές. Με την πρώτη συμφωνία, όμως, παραχωρήθηκε στην Τουρκία η νησίδα Καρά-Αντά που βρίσκεται μέσα στον όρμο της Αλικαρνασσού (Μπόντρουμ) και κατείχε πριν η Ιταλία. Η μακρόστενη τουρκική βραχονησίδα ανήκε σύμφωνα με τον Δωδεκανήσιο ερευνητή κ. Κώστα Τσαλαχούρη στην οικογένεια Μαγκλή από την Κάλυμνο, της οικογένειας του συγγραφέα Γιάννη Μαγκλή. Αν η Καρά-Αντά δεν είχε παραχωρηθεί στην Τουρκία, τότε σήμερα δεν θα διαπραγματευόμασταν με δυσκολίες την υφαλοκρηπίδα του Καστελλόριζου μόνο, αλλά και την υφαλοκρηπίδα μιας νησίδας μέσα σε τουρκικό κόλπο.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΟΙΑ
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ
Το 1996 μετά την κρίση των Ιμίων είχε διαρρεύσει στον Τύπο ένα εγχειρίδιο της Πολεμικής Ακαδημίας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στο οποίο παρουσιάζονταν καθαρά οι θέσεις της Τουρκίας περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διευκρινίζει ότι στις διερευνητικές επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» έχει ατονήσει από πλευράς των Τούρκων. Η Ακαδημία Ιστορίας της Τουρκίας όμως δημοσίευσε ένα βιβλίο το 2004 με τίτλο «Οι ζώνες του Λυκόφωτος στο Αιγαίο - Τα μη Λησμονημένα Τουρκικά Νησιά» στο οποίο επαναλαμβάνονται όλα τα επιχειρήματα της Τουρκίας για το Αιγαίο, τα νησιά και τις βραχονησίδες του. Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται και χάρτες που δείχνουν, σύμφωνα με τους Τούρκους ιστορικούς, ποιες νησίδες και θαλάσσιες περιοχές που τις περιβάλλουν δεν παραχωρήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα.
Το βασικό επιχείρημα που παρουσιάζει το βιβλίο είναι ότι νησίδες που δεν κατονομάζονται αλλά αναφέρονται στις συνθήκες ως «εξαρτώμενες» ή «παρακείμενες» των μεγάλων νησιών δεν έχουν μεταβιβαστεί ποτέ στην Ελλάδα. Με αυτό το επιχείρημα στο βιβλίο αμφισβητούνται όχι μόνο ακατοίκητες βραχονησίδες που σήμερα χρησιμοποιούν Ελληνες βοσκοί, όπως η νήσος Αστακίδα στα βόρεια της Κάσου, αλλά και κατοικημένα μεγάλα νησιά, όπως η Ψέριμος. Στο βιβλίο γράφουν ότι «τα πιο γνωστά αμφισβητούμενα νησιά είναι: Αρκοί, Φαρμακονήσι, Ψέριμος, Λέβητα, Κίνναρος, Λιάδι, Κανδελιούσσα, Αδέλφια, Σύρνα, Πλακίδα, Σοφράνα και Αστακίδα». Τονίζεται επίσης ότι με τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν παραχωρήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα τα νησιά: Οινούσσα και οι γύρω βραχονησίδες, Βάτος και Ποντικονήσι ανάμεσα στη Χίο και τη Μικρά Ασία, αλλά και τα Αντίψαρα, οι Φούρνοι και οι γύρω βραχονησίδες τους και η Φιμένα. Μία ακόμα σημαντική βραχονησίδα που αμφισβητούν είναι η Ζουράφα, 6 ναυτικά μίλια από τη Σαμοθράκη στο Θρακικό Πέλαγος, που αποτελεί το ανατολικότερο σύνορο του Βόρειου Αιγαίου, το άκρο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και Ε.Ε.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι βραχονησίδες του συμπλέγματος Σύρνα κάτω από την Αστυπάλαια, αλλά και οι νησίδες Λέβιθα και Κίνναρος που συνδέουν τη γεωγραφική περιοχή των Κυκλάδων με τα Δωδεκάνησα επειδή είναι απομακρυσμένες από τη στεριά καθορίζουν και μία μεγάλη θαλάσσια περιοχή γύρω τους. Αμφισβητώντας αυτές τις νησίδες οι Τούρκοι καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του Αιγαίου Πελάγους.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλλει το βιβλίο είναι η αμφισβήτηση της Συμφωνίας του 1932 ανάμεσα στην Τουρκία και την Ιταλία για το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου. Η Ελλάδα το 1947 κληρονόμησε ό, τι ήλεγχε η Ιταλία προηγουμένως.
Η συμφωνία 4ης Ιανουαρίου του 1932 αφορούσε τις βραχονησίδες μεταξύ Καστελλόριζου και μικρασιατικής ακτής, ενώ μία συμπληρωματική συμφωνία στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 καθόριζε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και τις τουρκικές ακτές. Οι Τούρκοι αμφισβητούν την ισχύ αυτής της συμπληρωματικής συμφωνίας με το επιχείρημα ότι δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών.
Γνωμοδότηση
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε αναγκαστεί να αντικρούσει αυτά τα επιχειρήματα των Τούρκων με έγγραφό του ήδη από το 1963. Μια ομάδα Τούρκων είχε αποβιβαστεί στο Καστελλόριζο το 1961, ενώ έναν χρόνο αργότερα τουρκικό περιπολικό βύθισε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων το ελληνικό σκάφος «Μαρίτσα» σκοτώνοντας δύο μέλη του πληρώματός του. Το επίσημο κείμενο της συμφωνίας του 1932 είχε πρωτοκολληθεί στην Κοινωνία των Εθνών το 1933 και είχε δημοσιευθεί. Οσον αφορά τη συμπληρωματική συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 και αμφισβητούν οι Τούρκοι, επειδή ήταν συμπληρωματική δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Σύμφωνα με γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του 1956 η μη πρωτοκόλληση «ουδόλως επηρεάζει το κύρος αυτής, διότι πρόκειται περί συμπληρωματικής συμφωνίας εκτελέσεως κανονικώς πρωτοκολληθείσης πράξεως». Στο βιβλίο επαναλαμβάνεται το επιχείρημα ότι οι Ελληνες δεν έχουν τηρήσει το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νήσων που τους παραχωρήθηκαν παραβιάζοντας τις συνθήκες και θέτοντας σε αμφιβολία την ισχύ τους, ενώ αναρωτιούνται επανειλημμένως πώς ακόμα οι Ελληνες δεν έχουν εγείρει αξιώσεις για τα δύο νησιά που εποφθαλμιούν, την Ιμβρο και την Τένεδο.
Καταλήγοντας οι Τούρκοι ιστορικοί εξηγούν ότι είναι αδύνατο να λυθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με την Ελλάδα αν πρώτα δεν ξεδιαλύνει το θέμα της κυριαρχίας των νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο.
Οι διερευνητικές επαφές για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο διεκόπηκαν πριν από τις εκλογές στην Τουρκία. Αναμένουμε να δούμε ποια γραμμή σκέψης θα ακολουθήσει στην ανανεωμένη θητεία του ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν.
Πώς χαράχτηκαν τα χωρικά ύδατα
Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι όταν μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης προέκυψε η διαφορά ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία για τις «εξαρτώμενες» νησίδες και αυτές του Καστελλόριζου και οι δύο χώρες αποφάσισαν να πάνε στο Δικαστήριο της Χάγης για να λύσουν τις διαφορές τους. Στη συνέχεια, όμως, οι κυβερνήσεις προτίμησαν τις απευθείας διαπραγματεύσεις. Με τη συμφωνία της Αγκυρας της 4ης Ιανουαρίου του 1932 λύθηκαν οι εκκρεμότητες που αφορούσαν τις βραχονησίδες μεταξύ Καστελλόριζου και μικρασιατικής ακτής και χαράχτηκαν οριστικά τα χωρικά ύδατα ανάμεσα στο Καστελλόριζο και τη Μικρά Ασία, ενώ με τη συμπληρωματική συμφωνία στις 28 Δεκεμβρίου του 1932 καθορίστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και στις τουρκικές ακτές. Με την πρώτη συμφωνία, όμως, παραχωρήθηκε στην Τουρκία η νησίδα Καρά-Αντά που βρίσκεται μέσα στον όρμο της Αλικαρνασσού (Μπόντρουμ) και κατείχε πριν η Ιταλία. Η μακρόστενη τουρκική βραχονησίδα ανήκε σύμφωνα με τον Δωδεκανήσιο ερευνητή κ. Κώστα Τσαλαχούρη στην οικογένεια Μαγκλή από την Κάλυμνο, της οικογένειας του συγγραφέα Γιάννη Μαγκλή. Αν η Καρά-Αντά δεν είχε παραχωρηθεί στην Τουρκία, τότε σήμερα δεν θα διαπραγματευόμασταν με δυσκολίες την υφαλοκρηπίδα του Καστελλόριζου μόνο, αλλά και την υφαλοκρηπίδα μιας νησίδας μέσα σε τουρκικό κόλπο.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/