Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ελληνοτουρκικά: επιστρέφουμε στο παρελθόν;


Ενδιαφέρον άρθρο - ανάλυση του ομότιμου καθηγητή διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδωρου Kουλουμπη στην "Καθημερινή"

            ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ


Μετά την επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν και την προφανή επικράτησή του απέναντι στις δυνάμεις του παλαιοκεμαλικού κατεστημένου, αρκετοί σχολιαστές προβλέπαμε το άνοιγμα ενός παράθυρου ευκαιρίας για την ιστορική επίλυση του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στο Αιγαίο. Δυστυχώς, οι τρέχουσες εξελίξεις μας διαψεύδουν. Με αφορμή τις υποθαλάσσιες γεωτρήσεις στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου, και τις ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης για αξιοποίηση ενεργειακών κοιτασμάτων στο Ιόνιο Πέλαγος και νοτίως της Κρήτης, οι Τούρκοι φαίνεται να επιστρέφουν στη γνώριμη γι’ αυτούς διπλωματία των κανονιοφόρων. Ο Ερντογάν, σε περίοδο ρητορικής έξαρσης, εθνικιστικής αυτοπεποίθησης, και φαινομενικής σύγκρουσης με το Ισραήλ, διακηρύσσει σε υψηλούς τόνους ότι ο τουρκικός στόλος θα αυξήσει σημαντικά την παρουσία του στην ανατολική Μεσόγειο. Δηλώνει με κάθε ευκαιρία ότι η Τουρκία, λόγω των εκτεταμένων μεσογειακών ακτών της, έχει υπολογίσιμα δικαιώματα αξιοποίησης ενεργειακού πλούτου νοτίως των παραλίων της. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η άδεια που προσφάτως εξέδωσαν οι τουρκικές αρχές σε νορβηγική εταιρεία για διερευνητική δραστηριότητα σε θαλάσσια περιοχή που εντάσσεται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (και προοπτικά ΑΟΖ) νοτίως του Καστελλόριζου.

Το καυτό ερώτημα σήμερα, εν μέσω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, είναι αν ξαναγυρίζουμε σε μια σχέση ένοπλης ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες, που ίσχυε σε όλη την περίοδο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) μέχρι την προσέγγιση/ύφεση που εγκαινιάστηκε το 1999, ύστερα από ειρηνευτικές πρωτοβουλίες των τότε υπουργών Εξωτερικών (Γιώργου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ). Αξίζει, κατ’ αρχάς, να θυμηθούμε τις τρεις μεγάλες κρίσεις (1976, 1987, 1996) της εποχής του ελληνοτουρκικού ψυχρού πολέμου.

l Η κρίση του Ιουλίου 1976, με αφορμή την έξοδο του τουρκικού πλοίου Χόρα, που επιχειρούσε ερευνητικά σε ύδατα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τελικά εκτονώθηκε έπειτα από ταυτόχρονες προσφυγές της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, καθώς και τη δέσμευση των δύο κυβερνήσεων να διαπραγματευτούν μια συμφωνία προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

l Δέκα και κάτι άκαρπα χρόνια αργότερα -τον Μάρτιο 1987- με την έξοδο του τουρκικού πλοίου Σισμίκ στο Αιγαίο, το σενάριο στρατιωτικής αντιπαράθεσης επαναλήφθηκε με πρόσθετη φραστική ένταση και -τελικά- με την αμοιβαία δέσμευση των δύο κυβερνήσεων να μην προχωρούν μονομερώς σε ερευνητικές δραστηριότητες εκτός των χωρικών τους υδάτων στην περιοχή του Αιγαίου.

l Η κρίση των Ιμίων, άλλη μια δεκαετία αργότερα (Ιανουάριος 1996), έφτασε και αυτή στο χείλος του πολεμικού γκρεμού. Ηταν συνδεδεμένη με την αναθεωρητική θεωρία της Τουρκίας περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Και εδώ, όπως και στις προηγούμενες κρίσεις, ο διαμεσολαβητικός ρόλος των ΗΠΑ αποδείχθηκε καίριος κατά γενική ομολογία. Η φόρμουλα ταυτόχρονης απόσυρσης στρατευμάτων και σημαιών από τις δύο βραχονησίδες επέτρεψε στις δύο πλευρές να παραμείνουν στις διαμετρικά αντίθετες τοποθετήσεις τους, αποφεύγοντας συγχρόνως έναν αμοιβαία καταστροφικό πόλεμο.

Ολες οι παραπάνω κρίσεις άμεσα ή έμμεσα σχετίζονταν με την αξιοποίηση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου στο Αιγαίο. Ολες κλιμακώθηκαν επικίνδυνα, φτάνοντας στα όρια μιας γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης, με τις Ηνωμένες Πολιτείες πάντοτε σε ρόλο διαιτητή ή πυροσβέστη να παρεμβαίνουν για τη διατήρηση της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο σημαντικών τους εταίρων στο ΝΑΤΟ. Τέλος, όλες οι κρίσεις απαιτούσαν τη διατήρηση επαρκούς ισορροπίας ελληνοτουρκικών δυνάμεων, με τις ΗΠΑ και πάλι στον ρόλο του ρυθμιστή και πωλητή του απαραίτητου πολεμικού υλικού.

Για να αποφύγουμε την επιστροφή μας στο ανεπιθύμητο παρελθόν του «ταραγμένου τριγώνου» πρέπει να κατεβάσουμε τη θερμοκρασία των αμοιβαίων δηλώσεων και δράσεων όλων των πλευρών. Η κυπριακή κυβέρνηση, για παράδειγμα, πρέπει να δηλώσει απερίφραστα ότι τα μελλοντικά οφέλη των ενεργειακών κοιτασμάτων της κυπριακής ΑΟΖ θα κατανέμονται σε όλους τους πολίτες της Κύπρου (ασχέτως κοινοτικής προέλευσης). Αυτή η διακήρυξη, από μόνη της, μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό κίνητρο για την άμεση εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας. Επιπροσθέτως, η Αθήνα και η Λευκωσία δεν πρέπει να παρασυρθούν στις διαχωριστικές λογικές «αξόνων», οι οποίες τοποθετούν τους λαούς σε βιβλικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε θρησκείες ή τους λεγόμενους πολιτισμούς. Η θεσμική πρόσδεση Ελλάδας και Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη θα πρέπει να προσανατολίζει τους υπολογισμούς και τα αντίστοιχα αιτήματά τους. Δεν πρέπει, πιο συγκεκριμένα, η Αθήνα και η Λευκωσία να βασιστούν σε προσδοκίες ότι οι πολιτικές Ερντογάν/Νταβούτογλου θα οδηγήσουν τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ (και τις ΗΠΑ) σε οριστική ρήξη. Δεν έχουμε αντιληφθεί προφανώς τη σημασία (για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ) της τουρκικής αποδοχής για την εγκατάσταση (σε τουρκικό έδαφος) της λεγόμενης πυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ, κύριος στόχος της οποίας είναι το δυνητικά πυρηνικό Ιράν.

Οσο για την Αγκυρα, είναι καιρός να εγκαταλείψει φαντασιώσεις ρόλου υπερδύναμης στη Μέση Ανατολή ή ηγεσίας του Αραβικού Κόσμου. Οι Αραβες σίγουρα δεν έχουν ξεχάσει τους σκληρούς αιώνες της οθωμανικής κατοχής. Και οι μεταβατικές κυβερνήσεις που προέρχονται από τις επαναστάσεις της «αραβικής άνοιξης» δεν έχουν καμία διάθεση να ανταλλάξουν τους «προστάτες» του παρελθόντος με δεσμεύσεις νεο-οθωμανικού τύπου. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι παράγοντες της διεθνούς κοινωνίας δεν πρέπει να ξεχνούν το σοφό απόφθεγμα του Λόρδου Πάλμερστον (1784-1865) ότι τα «έθνη δεν έχουν μόνιμους φίλους ή συμμάχους, έχουν μόνο μόνιμα συμφέροντα».



Πηγή:  http://www.kathimerini.gr/