Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Ο Κομοτηναίος που πήγε για διακοπές κι έμεινε μόνιμα στο ονειρεμένο Πουκέτ

Με 2.000 ευρώ έζησε πλουσιοπάροχα 6 μήνες δουλεύοντας ως ταξιτζής στην χώρα της ελευθερίας και του χαμόγελου


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΗ 
ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ









Στο Πουκέτ το εξωτικό και κοσμικό νησί της Ταϊλάνδης που έχει το μέγεθος της Σιγκαπούρης, ένα ονειρεμένο επίγειο παράδεισο επέλεξε να γνωρίσει κι επαγγελματικά ο Γιάννης Μποντρότσος επιχειρηματίας από το Φανάρι που πήγε για διακοπές αλλά έμεινε. Τον συναντήσαμε με την επιστροφή του ενθουσιασμένο να μας περιγράφει τον τόπο όχι απλά των ειδυλλιακών διακοπών, όπως τον λανσάρουν τα ταξιδιωτικά site, αλλά και σαν ένα προορισμό που ανακαλύπτουν οι Έλληνες για να ξεχειμωνιάσουν με ονειρεμένες προδιαγραφές, ήπιο, γλυκό, καλοκαιρινό κλίμα, απόλυτη φύση, ήρεμους και δίχως άγχος κατοίκους, με υπέροχη κουζίνα βασισμένη σε λαχανικά και θαλασσινά, την μαγεία των εξωτικών φρούτων, αλλά και τον παράδεισο της νυκτερινής διασκέδασης.

Το τόλμημα του Γιάννη Μποντρότσου να βρεθεί στην άλλη άκρη της Ασίας συνδυάστηκε με την καλή γνώση αγγλικών αν και στο διάστημα αυτό μιλά ήδη και σε ένα ποσοστό τα Ταϋλανδέζικα, και με την δίψα του να γνωρίσει ένα νέο τόπο και μια άλλη νοοτροπία ζωής πέρα από τους εξουθενωτικούς ρυθμούς στην πατρίδα μας. Η άποψή του για τον τουρισμό εκεί είναι ξεκάθαρη. Το Πούκετ που φωλιάζει στα γαλήνια νερά της θάλασσας του Άνταμαν, είναι ένα ευλογημένο νησί, με καταπληκτικούς όρμους, κόλπους, αμμώδεις παραλίες στεφανωμένες με φοίνικες, καουτσουκόδενδρα, κοραλλένιους βυθούς, αστραφτερές θάλασσες, διάσπαρτες από νησιά και κατοικείται από ειλικρινείς, χαμογελαστούς και φιλόξενους ανθρώπους που καν το παν για να νοιώσει κάποιος ξέγνοιαστες διακοπές. Ο συντοπίτης μας διέγνωσε αμέσως αυτά τα χαρακτηριστικά και πήγε να διερευνήσει την κατάσταση και να βρει επαγγελματική λύση.


Και ελληνική σημαία σε παραλία του Πουκέτ

«Η πιο απλή ήταν να γίνω ταξιτζής δουλεύοντας πειρατικά σε πρώτη φάση κι εξυπηρετώντας Έλληνες τουρίστες που τους παραλαμβάνω από το αεροδρόμιο» θα μας πει. Η πρώτη επαφή με το χώρο ήταν ως τουρίστας. Περιπλανήθηκε σε ζούγκλες, έζησε το πακέτο των διακοπών που γίνεται ανάρπαστο με επισκέψεις στο νησί των μαϊμούδων με ειδικά σκάφη, στους κόλπους με τα ψαράκια που τα ταΐζεις ψωμί και σε περικυκλώνουν, στο βυθό για καταδύσεις κι άλλα σπορ, έζησε την περιπλάνηση με ελέφαντες, αλλά και την νυκτερινή ζωή. «Εκεί παίζουν κυρίως ευρωπαϊκή μουσική, αλλά λίγο πιο παλιά κομμάτια, υπάρχουν πολλά κλαμπ, ντίσκο με μπάρες για χάπενιγκ, με γυναίκες. Εκεί ο δυτικός έχει πέραση. Τον βλέπουν οι γυναίκες και τον πολιορκούν όπως εδώ γίνεται αντίστροφα με τους άνδρες. Όταν τον ρωτούμε για την παιδεραστία μας διευκρινίζει ότι η κυβέρνηση την κυνηγά με κάθε τρόπο και αν γίνεται κάτι είναι σε κλειστά κλαμπ όπως και τα ναρκωτικά.

Στις πόλεις Κάτα και Καρόν που θεωρούνται τα μεγάλα χωριά υπάρχουν οι ξενοδοχειακές μονάδες των 2-4.000 κλινών, είναι το Χίλτον που εκτείνεται σε 100 στρέμματα και διαθέτει 1500 δωμάτια. Υπερσύγχρονα και υπερλούξ είναι τα ιδιωτικά νοσοκομεία που μόνο η ρεσεψιόν του είναι 1500 τ.μ. «Εγώ που χρειάστηκα κάτι αντιμετωπίστηκε με τον καλύτερο τρόπο αλλά πληρώνεις γιατί δεν υπάρχει δημόσια ασφάλιση».


Από την κουζίνα λατρεύει κοτόπουλο με ρύζι που είναι ελευθέρας βοσκής, τα μακαρόνια από ρύζι, τα λαχανικά από ρίζες βλαστούς, φύτρες ή κορμούς, ενώ τα φαγητά κατά το πλείστον είναι πικάντικα. «Η δική μου εμπειρία λέει ότι ο προηγούμενο εξάμηνο στο Πουκέτ ήρθαν 600 Έλληνες τουρίστες για διακοπές και περίπου 100 για να περάσουν το τετράμηνο του χειμώνα προερχόμενοι από την Κρήτη, την Σαντορίνη, την Μύκονο και να ζήσουν πιο καλοκαιρινά. Εθνικές αργίες μας ενημερώνει ο κ. Μποντρότσος ότι είναι η γιορτή του Βούδα, δύο μέρες η γιορτή του βασιλιά και μία μέρα εθνική αργία είναι για τον λαό. Πρόσφατα ο βασιλιάς έβαλε πλαφόν στις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας για νάναι φθηνή η τηλεφωνική πρόσβαση στο λαό και την διαφορά την πληρώνει ο ίδιος.


Φυσικά τον ευγνωμονούν και τους βλέπει όλους με το τηλέφωνο στο χέρι. Υπάρχει ακόμη καλωδιακή τηλεόραση με ταινίες, και η Ταυλανδέζικη εθνική τηλεόραση. Τα σχολεία τελειώνουν στις 5 η ώρα, ενώ υπάρχουν ιδιωτικά και κρατικά εκπαιδευτήρια. Τώρα η νεολαία μορφώνεται. Η Ταϋλάνδη είναι γύρω στα 70 εκατομμύρια, ενώ η πρωτεύουσα η Μπαγκόκ τα 30 εκατομμύρια και είναι ένα χάος από μόνη της.

Όταν τον ρωτούμε τι του έκανε εντύπωση περισσότερο θα πει: «Υπάρχει τρομερή εξυπηρέτηση και μεγάλη υποδομή στον τουρισμό βρίσκεις τα πάντα. Εκδρομές, μίνι κρουαζιέρες, αθλητικές δραστηριότητες. Ο λαός δεν προσπαθεί να σε κλέψει δεν είναι πονηρός, να σου τα πάρει… Το μπουκαλάκι νερό θα πωλείται παντού στην ίδια λογική τιμή. Μόνο οι οδηγοί των παραδοσιακών τουκ-τουκ που προέρχονται από Βιρμανία, Καμπότζη, Ινδία κλπ μπορεί κάπως να διαφοροποιούνται. Αυτό που παραξενεύει τον Έλληνα τουρίστα είναι η παρουσία των πολλών τρανσέξουαλ οι οποίοι όχι μόνο δεν κρύβονται αλλά προβάλλονται. Είναι οι lady-boy που στα σχολεία έχουν τις δικές τους τουαλέτες όπως και σε δημόσιους χώρους παράλληλα με τις τουαλέτες ανδρών και γυναικών.


Αγαπημένο του ποτό το κόκονατ, αυθεντική καρύδα που την καθαρίζουν και την προσφέρουν με καλαμάκι και ρούμι. Φυσικά υπάρχουν οι φρέσκοι χυμοί, ανανά, μάγκο κλπ που καμιά σχέση δεν έχουν με τους τυποποιημένους που πίνουμε εμείς εδώ.
Οι Ταϋλανδοί πάντως δεν πάνε στο μάρκετ να πάρουν φρούτα πάνε στην ζούγκλα και μαζεύουν ότι θέλουν όπως κάτι ανάλογο γίνεται και για τα λαχανικά. Δεν έχουν καμιά σχέση με την γεωγραφία, δεν ξέρουν που είναι η Ελλάδα αλλά επειδή υπάρχουν έχει πολλοί Ιταλοί και λόγω της γειτνίασης τους λες ότι είμαστε δίπλα στην Ιταλία καταλαβαίνουν περίπου που είναι η Ελλάδα. Σημείο αναφοράς στο Πουκέτ είναι ο Μπάμπης που εδώ κι 7 χρόνια με την δική του μικρή ξενοδοχειακή μονάδα που εξυπηρετεί τους Έλληνες σε ότι χρειαστούν για να μείνουν να νοικιάσουν μηχανάκι ή αυτοκίνητο.
Ο Γιάννης Μποντρότσος ετοιμάζεται να ξαναφύγει μετά το καλοκαίρι για τους επόμενους 8 μήνες. Αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και εργάζεται ως ταξιτζής κερδίζοντας 800 ευρώ το μήνα, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, θα πει όταν οι μισθοί είναι στα 200 ευρώ και η ζωή με πολύ χαμηλά στάνταρς. Το ότι δεν υπάρχει εγκληματικότητα είναι επίσης ένα πολύ θετικό στοιχείο σε μια χώρα πανέμορφη, φιλική και καλοκαιρινή.

Οι τρανσέξουαλ σε δημόσια εκδήλωση

Η ζωή εκεί, οι σχέσεις με τις γυναίκες, με τα νέα παιδιά..
-Πάρα πολύ καλές, όλες οι Ταϋλανδέζες θέλουν να παντρευτούν έναν Ευρωπαίο, με αποτέλεσμα να είμαστε περιζήτητοι προπαντός από Ευρώπη γιατί έχουμε άλλη κουλτούρα, φερόμαστε πιο ευγενικά στις γυναίκες και όλα τα συναφή, με αποτέλεσμα όταν βγαίνεις έξω να υπάρχουν πάρα πολλές προτάσεις, όπως εδώ στην Ελλάδα που βγαίνει μια ωραία κοπέλα και την φλερτάρουν, εκεί γίνεται το αντίθετο, βγαίνει ένας άντρας και τον φλερτάρουν οι κοπέλες.

Υπάρχει ελληνική κοινότητα, υπάρχουν Έλληνες εκεί πέρα από τους τουρίστες;
-Ελληνική κοινότητα δεν υπάρχει αλλά υπάρχει ένας Έλληνας που έχει ελληνικό ξενοδοχείο, λέγεται Μπάμπης ο Θεσσαλονικιός, έχουμε ένα ελληνικό καφενείο που μέχρι πριν λίγο καιρό το είχε ένας Μυκονιάτης, τώρα ένας Ελληνοαυστραλός, ανοίγει ένα καινούριο ελληνικό καφέ με ξενοδοχείο μαζί, υπάρχουν δύο ελληνικά εστιατόρια, το ένα ασχολείται πιο πολύ με θαλασσινά και το άλλο με κρεατικά και υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες που πάνε μόνο και μόνο για να βγάλουν το χειμώνα. Αν βάλεις τι πληρώνεις, αν έχεις μια μονοκατοικία που καις γύρω στα 3000 ευρώ πετρέλαιο όλους τους μήνες, εκεί σου φτάνουν για να την βγάλεις στην ζέστη με τα μπάνια σου, με καλή ζωή, χωρίς άγχος, χωρίς τίποτα».
Η πτήση γίνεται από Αθήνα, Μπαχρέϊν, Μπαχρέϊν – Μπανγκόνγκ, Μπανγκόνγκ – Πούκετ ενώ υπάρχουν κι άλλες πτήσεις που φεύγουν από Θεσσαλονίκη – Μόναχο και πάνε Μόναχο – Πούκετ κατευθείαν. Η διάρκεια είναι γύρω στις 12 ώρες συνεχούς πτήσης, κάνεις γύρω στις 20-21 ώρες για να φτάσεις, με διαφορά ώρας 4 ώρες ενώ το εισιτήριο κοστίζει από 600 έως 800 ευρώ αναλόγως την εποχή. Το νόμισμα λέγεται Μπάτ και είναι 40-41 προς 1 ευρώ.

Σου λείπει κάτι από την Ελλάδα;
-Όχι, είναι τόσο φανταστική η ζωή εκεί που δεν σου λείπει τίποτα. Καταρχήν, επειδή εκεί ο κόσμος πάει για διακοπές, όλος ο κόσμος είναι χαρούμενος, οι Ταϋλανδοί βγάζουν αρκετά χρήματα για να περνάνε καλά, οι ξένοι που δραστηριοποιούνται με επιχειρήσεις και αυτοί βγάζουν εξίσου καλά χρήματα για να περνούν και αυτοί καλά, με αποτέλεσμα δεν βλέπεις κανέναν λυπημένο. Δεν βλέπεις κανέναν να αγχώνεται, στο δρόμο μπορεί να συμβεί κάτι – να σταματήσεις και να καθυστερήσεις 15 λεπτά, να κλείσει όλη η κυκλοφορία του δρόμου, δεν σε κορνάρει κανείς, δεν θα βγάλει κανείς το χέρι από το παράθυρο να σε μουτζώσει, δεν θα συμβεί τίποτα, όλοι έχουν υπομονή. Είναι τελείως διαφορετική κατάσταση, όλοι είναι πανευτυχείς, δεν έχει, ο κόσμος περνάει πολύ απλά, πολύ ομαλά και γι’ αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο να ζεις εκεί διότι με όποιον και να συναναστρέφεσαι, δεν μαλώνουν ποτέ, δεν υπάρχουν παρεξηγήσεις, μόνο το βράδυ οι σουρωμένοι, αυτοί που έχουν πιει πολύ και υπάρχουν κάποιες φασαρίες.

Έχεις επιστρέψει στην Ελλάδα και έχεις φίλους που σε ρωτάνε. Τι τους λες; Θα δημιουργήσεις ομάδα;
-Εγώ τους λέω ότι θα είναι πολύ τυχεροί αν καταφέρουν κάποια στιγμή στην ζωή τους να πάνε εκεί, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο μέρος στο κόσμο σαν αυτό. Από ότι έχω μιλήσει με διάφορους που έχουν ταξιδέψει πολύ, μόνο η Βραζιλία έρχεται λίγο κοντά στην Ταϋλάνδη. Ο λαός τους είναι πολύ φιλόξενος, δηλαδή αν πας σε ένα σπίτι Ταϋλανδού και του πεις δεν έχω χρήματα, δεν έχω κάπου να κοιμηθώ, θα σε βάλει στο σπίτι του θα σε ταΐσει, θα σε περιποιηθεί, θα σε βάλει να κοιμηθείς, θα σου προσφέρει τα πάντα.

Τα Ταϋλανδέζικα είναι δύσκολα;
-Αρκετά, ναι, αλλά εντάξει, εγώ τώρα που έκατσα 6 μήνες, επειδή τα άκουγα συνέχεια, μου ήταν πιο εύκολο, σιγά-σιγά έμαθα λέξεις αλλά κύριο λόγο παίζουν τα αγγλικά. Για κάποιον που ξέρει πάρα πολύ καλά αγγλικά είναι δύσκολο να συνεννοηθεί, γιατί όλοι αυτοί που ασχολούνται με τον τουρισμό δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθήσουν φροντιστήρια και μαθαίνουν μόνοι τους με αποτέλεσμα η προφορά τους και ο τρόπος ομιλίας τους είναι Ταϋλανδέζικος, δεν έχει σχέση με αγγλικά ή αυστραλέζικα.

Τα επόμενα χρόνια βλέπεις να είσαι προς τα εκεί;
-Πιστεύω πως ναι, δεν ξέρω τι θα γίνει και πως θα πάει, έστω για 1-2 χρόνια ή 3 ακόμη, μέχρι να αρχίσει η ανάπτυξη στην Ελλάδα»…