Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Αποκάλυψη: πως η Συνθήκη της Λωζάννης στέκεται εμπόδιο στην εκποίηση δημόσιας περιουσίας στην Θράκη

Λογαριασμοί χωρίς τον ξενοδόχο, υποστηρίζει ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης με ένα σημαντικό άρθρο του στην "Καθημερινή"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ


Oι πρόσφατες εξελίξεις έφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη δημόσια περιουσία και την αξιοποίησή της, είτε με εκποίηση είτε με διάφορους άλλους τρόπους. Εχουν καταγραφεί περίπου 72.000 δημόσια ακίνητα, ενώ σε 41.000 υπολογίζονται τα «ανταλλάξιμα κτήματα».

Ομως δεν αναφέρθηκε στη συζήτηση ένα στοιχείο που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα όρια αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και ειδικά όσων ανήκουν στην κατηγορία «ανταλλαξίμων κτημάτων». Ειδικά στις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρος), στην Κρήτη και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας ανήκει στην κατηγορία αυτή. Το συγκεκριμένο ζήτημα σχετίζεται απολύτως με τη μεγάλη καταστροφή του 1922 και την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στα εναπομείναντα ελληνικά εδάφη.

«Ανταλλάξιμη περιουσία» ονομάσθηκε η περιουσία των μουσουλμάνων που εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και αντιστοιχούσε μόλις στο ένα δέκατο των περιουσιών που εγκατέλειψαν υποχρεωτικά οι Ελληνες στη Μικρά Ασία, στον Πόντο, στην Ανατολική Θράκη και στην Καππαδοκία. Στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, εξαιρώντας την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, Ιμβρου και Τενέδου και τη μουσουλμανική της Δυτικής Θράκης. Στο άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης -μιας από τις ισχυρότερες διεθνείς συνθήκες- δηλωνόταν ξεκάθαρα ο στόχος: πλήρης αποκατάσταση όλων των προσφύγων και πλήρης αποζημίωση για τις περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν.

Με την ελληνοτουρκική συμφωνία της Αγκυρας στις 10 Ιουνίου 1930, η ελληνική πλευρά σε συμφωνία με την τουρκική μετέτρεψε εαυτόν σε κυρίαρχο επί των ιδιοκτησιών και συναίνεσε στην εξίσωση των περιουσιών των δύο ανταλλαχθέντων πληθυσμών.

Η διαχείριση της «ανταλλάξιμης περιουσίας» ανατέθηκε αρχικά στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Από το 1939 το έργο ανατέθηκε στην Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ανταλλάξιμων Μουσουλμανικών Κτημάτων (ΥΔΑΜΚ). Στη συνέχεια, η διαχείριση της «ανταλλάξιμης περιουσίας» θα ανατεθεί με νόμο του 1957 στο ΝΠΔΔ με τον τίτλο Ταμείο Ανταλλαξίμου Περιουσίας Αστών Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ). Στη συνέχεια -μετά την κατάργηση του ΤΑΠΑΠ από την κυβέρνηση Σημίτη- στην Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου (ΚΕΔ). Αρμόδιο πλέον από πλευράς υπουργείου Οικονομικών έγινε το Τμήμα Ανταλλαξίμων Κτημάτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας.

Τη στιγμή της διάλυσης του ΤΑΠΑΠ (Νοέμβριος 1998) στον ειδικό του λογαριασμό υπήρχαν 7,5 δισ. δραχμές. Εκτοτε, τα έσοδα από την εκποίηση της «ανταλλάξιμης περιουσίας» εισπράττονται υπέρ του Δημοσίου στον κωδικό αριθμό εσόδων 3827. Παρ' όλες όμως τις αυθαίρετες πράξεις παραχώρησης «ανταλλάξιμης περιουσίας» ή εκποίησης με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους σε καταπατητές, το υπουργείο Οικονομικών τυπικά διεκήρυττε τη συμμόρφωσή του προς τους διεθνείς κανόνες που επέβαλλαν στην Ελλάδα την αποκλειστική χρήση για την προσφυγική αποκατάσταση. Ετσι, σε απόφαση του υπουργείου Οικονομικών του 1997, αναγράφεται: «Σε ό,τι αφορά την «ανταλλάξιμη περιουσία», σας υπενθυμίζουμε ότι ο μοναδικός σκοπός της είναι να ρευστοποιηθεί και από το προϊόν να αποκατασταθούν οι αναποκατάστατοι αστοί πρόσφυγες».

Η χρήση των εσόδων από την «ανταλλάξιμη περιουσία» δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διασπαθιστεί και να διοχετευθεί προς αλλότριους σκοπούς απ' αυτούς που ορίζονται τόσο στη Συνθήκη της Λωζάννης όσο και αυτή της Αγκυρας. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πλέον ριζικά το ζήτημα με τη δημιουργία συγκεκριμένου φορέα διαχείρισης, στον οποίο θα συμμετέχουν συμβουλευτικά και οι προσφυγικές οργανώσεις. Θα πρέπει επίσης να εκπονηθεί μια αναλογιστική μελέτη και να συνταχθεί άμεσα ένας νέος νόμος, με τον οποίο θα επιλύονται οι αδικίες του παρελθόντος και θα αποκαθίστανται οι αναποκατάστατοι πρόσφυγες.


Πηγή:  http://www.kathimerini.gr/