ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΣΤΟ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
ΜΑΝΟΛΗ ΣΕΡΓΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ
ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
Συμπληρώνονται εφέτος, τούτες τις μέρες, 64 χρόνια από ένα τραγικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή ενός θρακιώτικου χωριού, του Θρυλορίου. Αναφέρομαι στην ομαδική φυγή, σε δύο φάσεις, των «αριστερών» κατοίκων του χωριού προς τα βουνά της Ροδόπης και αργότερα προς τη Βουλγαρία και τις υπόλοιπες «σοσιαλιστικές» χώρες. Ήταν οι αποφράδες ημέρες της 13ης Μαρτίου και της 4ης Απριλίου 1948, αφού σηματοδότησαν την παντελή καταστροφή του, από την οποία τελικά φαίνεται πως δεν ανέκαμψε ποτέ μέχρι σήμερα, σε κανένα τομέα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του.
Η έρευνά μου για τις μνήμες ή τη λήθη του εμφυλίου στο χωριό έχει αρχίσει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μου με τους κατοίκους του, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έρευνας που διεξάγω εκεί, ήδη επί 6ετία, με στόχο την πλήρη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας του χωριού από το 1923 μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ομολογώ πως το θέμα της τοπικής εκδοχής του Εμφυλίου με είχε συγκλονίσει από τις πρώτες ημέρες έρευνάς μου στο χωριό. Ένιωσα αυτό που ονομάζουμε στη σύγχρονη λαογραφική έρευνα «πολιτισμικό σοκ», αφού προέρχομαι από ένα πολιτισμικό περιβάλλον που είχε την τύχη να μην ιδεί χυμένη στο έδαφος ούτε σταγόνα αδελφικού αίματος.
Για την έρευνα του εμφυλίου στο χωριό έχω χρησιμοποιήσει ως μεθοδολογικά εργαλεία την Προφορική Ιστορία και κάποια ανέκδοτα έγγραφα, που προέρχονται μονομερώς από τη «δεξιά» πλευρά των ανταγωνιστών του ελληνικού Εμφυλίου, γιατί απλούστατα δεν βρήκα «της άλλης πλευράς». Είναι, πιο συγκεκριμένα, έγγραφα του τότε Προέδρου του χωριού και άλλων εκπροσώπων του κράτους, της χωροφυλακής ειδικότερα. Προφορική Ιστορία (απλουστεύω για να μην επεκταθώ σε θεωρίες) είναι μια «ιστορία από τα κάτω», είναι η ιστορία όπως την βίωσαν και την θυμούνται σήμερα οι απλοί άνθρωποι. Στρέφεται από το γενικό στο ειδικό, στις μνήμες ή στη λήθη των πραγμάτων, στον άσημο (όχι επώνυμο) άνθρωπο, στις καθημερινές του εμπειρίες, στο υποκειμενικό βίωμά του. Αντιθέτως προς την «παγερή» «επίσημη» ή «ανεπίσημη» Ιστορία επιχειρεί να αποδώσει τις καταστάσεις «στην ανθρώπινη εκδοχή και θερμοκρασία τους». Σήμερα κερδίζει συνεχώς έδαφος η μετακίνηση του επιστημονικού ενδιαφέροντος από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας στη μελέτη των ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, προς το μαζικό επίπεδο, προκειμένου να χαρτογραφηθεί λεπτομερέστερα (π.χ., ο εμφύλιος), με σοβαρές τοπικές έρευνες.
Ήδη, σε ένα πρόσφατο συνέδριο, έχω ανακοινώσει τα αποτελέσματα αυτής της 6ετούς έρευνας. Εδώ, για τις ανάγκες ενός σύντομου επετειακού άρθρου, περιορίζομαι σε επανάληψη ενός μόνου ζητήματος που με απασχόλησε κατά την έρευνα, ενώ παράλληλα παρουσιάζω αναμφισβήτητα στοιχεία για το μέγεθος της συμφοράς που έπληξε το χωριό με την εκούσια ή βίαιη (κατά την ιδεολογική σκοπιά των αφηγητών) φυγή των μισών περίπου κατοίκων του χωριού. Θα αντιληφθήκατε ήδη ότι οι εκδοχές των «αντιπάλων» μερών, υποταγμένες αμφότερες (ήδη από τις τότε τραγικές στιγμές) στις πολιτικές σκοπιμότητες ή αναγκαιότητες, επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες και σήμερα: Εξιδανίκευση της μιας πλευράς και επίρριψη των ευθυνών στην άλλη και αντιστρόφως, δαιμονοποίηση της μιας και εξιδανίκευση της άλλης. Η έρευνα έχει αποδείξει όμως και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, πέραν από την μανιχαϊστική επίρριψη των ευθυνών, τα οποία δεν μπορώ να εκθέσω εδώ, λόγω οικονομίας χώρου.
Οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων αμφότερων των πλευρών και το αρχειακό υλικό που διαθέτω συμφωνούν σχεδόν απόλυτα στον αριθμό των οικογενειών και τον αντίστοιχο συνολικό αριθμό των συγχωριανών τους που εκουσίως ή βιαίως εγκατέλειψαν το χωριό. Πρόκειται για 40 ή 44 οικογένειες (αυτοί είναι οι δύο αριθμοί της προφορικής και της γραπτής παράδοσης) και για 220 περίπου άτομα. Σε έγγραφο της συλλογής μου (υπογράφεται από τον Πρόεδρο του χωριού, με ημερομηνία 18/5/49), ο αριθμός τους είναι 214 άτομα. Από αυτά o Πρόεδρος χαρακτηρίζει: 128 άτομα ως ενταχθέντες ενήλικες, 78 ως απαχθέντα ανήλικα παιδιά, 7 στρατολογηθέντες, και 1 ως απαχθέντα ενήλικα. Όμως, αν σ’ αυτόν τον αριθμό όσων έφυγαν ομαδικά κατά τις δύο παραπάνω μνημονευθείσες ημερομηνίες προστεθούν οι κατ’ ιδίαν αναχωρήσαντες, ο αριθμός τους θα υπερβεί τα 214 άτομα. Η φυγή είχε αρχίσει σποραδικά πριν από αυτές τις χρονολογίες. Πρόκειται περί των προσώπων εκείνων που ανήκαν στην ηγετική «αριστερή» ομάδα του χωριού: άλλοι ενήργησαν εν πλήρει συνειδήσει της κομματικής αποστολής τους, άλλοι για να αποφύγουν την ασκούμενη «δεξιά βία».
Προς επιβεβαίωση των παραπάνω αριθμών έρχεται ένα έγγραφο της συλλογής μου, με ημερομηνία 16/8/48, με υπογραφή του Προέδρου, όπου παρουσιάζεται ένας ονομαστικός πίνακας με τους κηδεμόνες και τους γονείς των «απαχθέντων» (όπως τα χαρακτηρίζει ο Πρόεδρος) παιδιών. Όντως, ο αριθμός τους είναι 78. Η κατά ηλικία κατανομή τους δείχνει ότι 29 από αυτά είναι ηλικίας 1-5 ετών, 20 είναι 6-10 ετών και 29 είναι 11-15 ετών. Αντιληφθήκατε ότι η κοινωνική μνήμη διχάζεται και στο θέμα των παιδιών. Ήταν η περίοδος που ο Δημοκρατικός Στρατός είχε αρχίσει να μεταφέρει παιδιά πέραν τον συνόρων, με αιτιολογικό τη σωτηρία τους από τον πόλεμο, το γνωστό «παιδομάζωμα» της «δεξιάς» ιστοριογραφίας και το «παιδοφύλαγμα» της «αριστερής». Τα ανήλικα παιδιά του Θρυλορίου με τις μητέρες τους θα εύρισκαν κατ’ αρχάς τη σωτηρία τους από τον «φασισμό» και τις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης στην Βουλγαρία. Ασφαλής απόδειξη της «φυλλοροής» του θρυλοριώτικου πληθυσμού είναι τα επίσημα απογραφικά στοιχεία του, από το 1928, την πρώτη απογραφή του, μέχρι την καθοριστική του 1951, τρία χρόνια μετά την τραγωδία: Το 1928 είχε 433 κατοίκους, το 1940 713 και το 1951 μόλις 584. Αν τα πιο πάνω είναι τα στοιχεία των επίσημων κρατικών απογραφών, στην εργασία μου φέρνω για πρώτη φορά στη δημοσιότητα μια ανεπίσημη απογραφή που υπογράφει ο Πρόεδρος του χωριού στις 19 Δεκεμβρίου 1945, μεταξύ δηλαδή των ετών 1940 και 1951. Το χωριό το 1945, όταν αρχίζει σ’ αυτό ο Εμφύλιος, είχε 976 άτομα. Μεταξύ 1940 και 1951 από το κοινοτικό σώμα λείπουν περί τα 390 άτομα.
Η διχασμένη κοινωνική μνήμη του Εμφυλίου στο χωριό εστιάζεται σε έξι σημεία, όπως αποδεικνύω στην έρευνά μου. Είναι τα σημεία εκείνα που αποτελούν την προνομιακή μνήμη μέσα στις αφηγήσεις, και επιπλέον, τυγχάνει να διαθέτω γι’ αυτά τις αντίστοιχες πληροφορίες από γραπτές πηγές, άρα είναι τα σημεία όπου μπορώ να συγκρίνω την προφορική ιστορία με την «επίσημη δεξιά» εκδοχή της. Ένα σημείο είναι αυτό που επιλέγω, εντελώς ενδεικτικά, να αναλύσω αμέσως παρακάτω. Πρόκειται για μια εκδήλωση της «αριστερής» βίας, με την πυρπόληση δύο οικιών του χωριού. Ο Πρόεδρος του χωριού στον απολογισμό των ζημιών που προκλήθηκαν εκεί γράφει τα εξής. (Διατηρώ την ορθογραφία του εγγράφου):
«7-5-47 Συμμοριτική επιδρομή εις Θριλλόρειον υπό αρχισυμμορίτου Νικολάου Παπαγεωργίου μετεχόντων και ετέρων εκ Θριλλορείου συμμοριτών ενέπρησε τας οικίας των εις την χωροφυλακήν υπηρετούντων τότε Παναγιώτου Ιωάννου Νικολαΐδου και Χαραλάμπου Σάββα Σαλπιγγίδου εκ Θριλλορείου και στρατολογία 13 ομοϊδεατών».
Σύμφωνα με τις προφορικές αφηγήσεις των πληροφορητών μου, οι αντάρτες έβαλαν κατ’ αρχάς φωτιά στο σπίτι του πρώτου και έφυγαν για να κάψουν αυτό του δεύτερου. Όσον αφορά στο πρώτο σπίτι, έχω πάμπολλες προφορικές μαρτυρίες και μάλιστα ενός παρ’ ολίγον θύματος, του 69χρονου σήμερα Σάββα Νικολαΐδη, 5χρονου τότε, ο οποίος μού επιβεβαιώνει τις υπόλοιπες μαρτυρίες: λέγεται ότι γείτονες και συγγενείς έφεραν νερό από τα τρία παρακείμενα πηγάδια και έσβησαν προσωρινά την φωτιά, αλλά το αποτελείωσαν οι αντάρτες όταν επέστρεψαν από την επιχείρηση κατά του σπιτιού του Σαλπιγγίδη. Κατά την ώρα του εμπρησμού λοιπόν, δύο από τα παιδιά του Νικολαΐδη, ο Σάββας και Γιώργος, βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, και, αν δεν επενέβαινε η θεία τους, αδερφή του ιδιοκτήτη, η ηρωική, όπως την περιγράφουν, Δέσποινα Παπαγεωργίου, θα καιγόντουσαν. Ο Σάββας μού αφηγήθηκε ότι όντως τον γλύτωσε η Παπαγεωργίου, η οποία τον πέταξε κυριολεκτικά στο απέναντι σπίτι μιας άλλης του θείας, της Χρυσής, και βγήκε από το φλεγόμενο σπίτι με τον μικρότερο Γιώργο στην αγκαλιά της. Επιβεβαιώνει επίσης την άποψη ότι ένας αντάρτης την εμπόδισε εξ αρχής να μπει στο σπίτι για να σώσει τα παιδιά και ότι εκείνη με θάρρος τον απέπεμψε, επικαλούμενη μάλιστα μια ξεχωριστή ιδιότητά της: ήταν γυναίκα του αντάρτη Νίκου Παπαγεωργίου που είχε προ πολλού φύγει στο βουνό και ο οποίος κατά το έγγραφο του Προέδρου που μόλις διαβάσατε ήταν ο εμπρηστής του σπιτιού: «ο άντρας μου είναι καπιτάνος στο βουνό και σεις του αδερφού μου τα παιδιά θα κάψετε;», φέρεται ειπούσα. Ο άνδρας της Δέσποινας ήταν πράγματι ο γνωστός καπετάνιος, αλλά εκείνη δεν τον ακολούθησε. Γι’ αυτό (ισχυρίζονται κάποιοι) ότι οι αντάρτες απεφάσισαν να κάψουν το σπίτι του αδελφού της χωροφύλακα, επειδή τον θεωρούσαν υπεύθυνο γι’ αυτήν την απόφασή της και όχι τόσο για την ιδιότητά του. Γνωρίζουμε από άλλες πάμπολλες μελετημένες περιπτώσεις ότι για τους «αριστερούς» κάθε χωροφύλακας ήταν εκ προοιμίου «εχθρός του λαού, υπηρέτης του αστικού κράτους». Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης όμως, όπως εξάγεται από τις μαρτυρίες των συγχωριανών του, ήταν ένας δημοκρατικός άνθρωπος, με περγαμηνές από την βουλγαρική αντίσταση, κληρωτός χωροφύλακας, αγαπητός στο χωριό. Εξ άλλου αυτό που επαναλαμβάνουν με έμφαση οι πληροφορητές μου είναι ότι το σπίτι του το έκαψαν «αριστεροί» αντάρτες από τα Κασσιτερά ή από κάποιο άλλο θρακικό γειτονικό χωριό, που επέδραμαν στις 7.5.1947 υπό την ηγεσία ενός θρακιώτη «καπετάνιου», με πλούσια δράση αργότερα στη Βουλγαρία, όχι πάντως του Νίκου Παπαγεωργίου, γαμπρού του ιδιοκτήτη, όπως επαναλαμβάνω γράφεται στην αναφορά του τότε προέδρου του χωριού.
Κατ’ άλλη πληροφορία, σημαντική στη σωτηρία των παιδιών ήταν η συμβολή του συγχωριανού τους Νικόλα Αβραμίδη (του καπετάν Κολοκοτρώνη), ο οποίος βρισκόταν εκείνη την ημέρα στο χωριό με τους δικούς του άνδρες. Είναι ίσως αυτοί οι οποίοι αναφέρονται στο έγγραφο ως «έτεροι συμμορίται εκ Θριλλορείου». Ο Αβραμίδης ήταν κουμπάρος και φίλος του Νικολαΐδη, μια άλλη παράμετρος μελέτης των Εμφυλίων που μελετώ αναλυτικά στη δική μου εργασία. Αυτό που δεν σημειώνει το έγγραφο είναι η εκ θερμού απόφαση κάποιων «δεξιών» να προβούν αμέσως εις αντίποινα, να κάψουν σπίτια των «αριστερών». Τους απέτρεψε - λέγεται - ο Θ. Σαλπιγγίδης, αδελφός του παθόντος άλλου χωροφύλακα, για να αποφευχθεί το καταστροφικό ντόμινο των αντεκδικήσεων.
Αν τα παραπάνω ήταν δύο από τα έξι κύρια σημεία της διχασμένης κοινωνικής μνήμης του Εμφυλίου στο χωριό, αναφέρω τα ελάχιστα σημεία σύγκλισής της. Ένα απ’ αυτά είναι ο θαυμασμός και η επακόλουθη λύπη που εκφράζουν όλοι ανεξαιρέτως για την ποιότητα των βιαίως ή εκουσίως εκπατρισθέντων συγχωριανών τους «αριστερών»: ήταν τα δημιουργικότερα, τα πλουσιότερα άτομα της κοινωνίας τους. Οι εκλογικεύσεις αυτές καταντούσαν είτε ως μόνιμη επωδός των αφηγήσεων των πληροφορητών μου, είτε αναμειγνυόταν μέσα στη ροή διήγησης των γεγονότων, ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο του τύπου «μόλις έφυγαν οι Καρσλήδες σ’ σο βουνό, από ’κει κι ύστερα ερχίνησε το χωρίο κ’ επήε οπίσω, οπίσω, οπίσω, οπίσω, οπίσω, κι’ εφθάσαμε εδά που εφτάσαμε», «έτον η καταστροφή τη χωρί, έσβησεν ένα μισόν χωρίον». Η φυγή καθόρισε το μέλλον του χωριού, πληγή που δεν επουλώθηκε πλέον ποτέ, όταν μάλιστα μια δεκαετία αργότερα, με αιτία και τον Εμφύλιο, άρχισε η άλλη αφαίμαξη: η ξενιτιά στην Ευρώπη, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η ευχή να μην ξαναζήσουν τέτοιες καταστάσεις είναι η σταθερή και επαναλαμβανόμενη επωδός όλων των αφηγήσεων.
Πηγή: http://www.paratiritis-news.gr/
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΣΤΟ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
ΜΑΝΟΛΗ ΣΕΡΓΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ
ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
Συμπληρώνονται εφέτος, τούτες τις μέρες, 64 χρόνια από ένα τραγικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή ενός θρακιώτικου χωριού, του Θρυλορίου. Αναφέρομαι στην ομαδική φυγή, σε δύο φάσεις, των «αριστερών» κατοίκων του χωριού προς τα βουνά της Ροδόπης και αργότερα προς τη Βουλγαρία και τις υπόλοιπες «σοσιαλιστικές» χώρες. Ήταν οι αποφράδες ημέρες της 13ης Μαρτίου και της 4ης Απριλίου 1948, αφού σηματοδότησαν την παντελή καταστροφή του, από την οποία τελικά φαίνεται πως δεν ανέκαμψε ποτέ μέχρι σήμερα, σε κανένα τομέα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του.
Η έρευνά μου για τις μνήμες ή τη λήθη του εμφυλίου στο χωριό έχει αρχίσει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μου με τους κατοίκους του, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έρευνας που διεξάγω εκεί, ήδη επί 6ετία, με στόχο την πλήρη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας του χωριού από το 1923 μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ομολογώ πως το θέμα της τοπικής εκδοχής του Εμφυλίου με είχε συγκλονίσει από τις πρώτες ημέρες έρευνάς μου στο χωριό. Ένιωσα αυτό που ονομάζουμε στη σύγχρονη λαογραφική έρευνα «πολιτισμικό σοκ», αφού προέρχομαι από ένα πολιτισμικό περιβάλλον που είχε την τύχη να μην ιδεί χυμένη στο έδαφος ούτε σταγόνα αδελφικού αίματος.
Για την έρευνα του εμφυλίου στο χωριό έχω χρησιμοποιήσει ως μεθοδολογικά εργαλεία την Προφορική Ιστορία και κάποια ανέκδοτα έγγραφα, που προέρχονται μονομερώς από τη «δεξιά» πλευρά των ανταγωνιστών του ελληνικού Εμφυλίου, γιατί απλούστατα δεν βρήκα «της άλλης πλευράς». Είναι, πιο συγκεκριμένα, έγγραφα του τότε Προέδρου του χωριού και άλλων εκπροσώπων του κράτους, της χωροφυλακής ειδικότερα. Προφορική Ιστορία (απλουστεύω για να μην επεκταθώ σε θεωρίες) είναι μια «ιστορία από τα κάτω», είναι η ιστορία όπως την βίωσαν και την θυμούνται σήμερα οι απλοί άνθρωποι. Στρέφεται από το γενικό στο ειδικό, στις μνήμες ή στη λήθη των πραγμάτων, στον άσημο (όχι επώνυμο) άνθρωπο, στις καθημερινές του εμπειρίες, στο υποκειμενικό βίωμά του. Αντιθέτως προς την «παγερή» «επίσημη» ή «ανεπίσημη» Ιστορία επιχειρεί να αποδώσει τις καταστάσεις «στην ανθρώπινη εκδοχή και θερμοκρασία τους». Σήμερα κερδίζει συνεχώς έδαφος η μετακίνηση του επιστημονικού ενδιαφέροντος από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας στη μελέτη των ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, προς το μαζικό επίπεδο, προκειμένου να χαρτογραφηθεί λεπτομερέστερα (π.χ., ο εμφύλιος), με σοβαρές τοπικές έρευνες.
Ήδη, σε ένα πρόσφατο συνέδριο, έχω ανακοινώσει τα αποτελέσματα αυτής της 6ετούς έρευνας. Εδώ, για τις ανάγκες ενός σύντομου επετειακού άρθρου, περιορίζομαι σε επανάληψη ενός μόνου ζητήματος που με απασχόλησε κατά την έρευνα, ενώ παράλληλα παρουσιάζω αναμφισβήτητα στοιχεία για το μέγεθος της συμφοράς που έπληξε το χωριό με την εκούσια ή βίαιη (κατά την ιδεολογική σκοπιά των αφηγητών) φυγή των μισών περίπου κατοίκων του χωριού. Θα αντιληφθήκατε ήδη ότι οι εκδοχές των «αντιπάλων» μερών, υποταγμένες αμφότερες (ήδη από τις τότε τραγικές στιγμές) στις πολιτικές σκοπιμότητες ή αναγκαιότητες, επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες και σήμερα: Εξιδανίκευση της μιας πλευράς και επίρριψη των ευθυνών στην άλλη και αντιστρόφως, δαιμονοποίηση της μιας και εξιδανίκευση της άλλης. Η έρευνα έχει αποδείξει όμως και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, πέραν από την μανιχαϊστική επίρριψη των ευθυνών, τα οποία δεν μπορώ να εκθέσω εδώ, λόγω οικονομίας χώρου.
Οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων αμφότερων των πλευρών και το αρχειακό υλικό που διαθέτω συμφωνούν σχεδόν απόλυτα στον αριθμό των οικογενειών και τον αντίστοιχο συνολικό αριθμό των συγχωριανών τους που εκουσίως ή βιαίως εγκατέλειψαν το χωριό. Πρόκειται για 40 ή 44 οικογένειες (αυτοί είναι οι δύο αριθμοί της προφορικής και της γραπτής παράδοσης) και για 220 περίπου άτομα. Σε έγγραφο της συλλογής μου (υπογράφεται από τον Πρόεδρο του χωριού, με ημερομηνία 18/5/49), ο αριθμός τους είναι 214 άτομα. Από αυτά o Πρόεδρος χαρακτηρίζει: 128 άτομα ως ενταχθέντες ενήλικες, 78 ως απαχθέντα ανήλικα παιδιά, 7 στρατολογηθέντες, και 1 ως απαχθέντα ενήλικα. Όμως, αν σ’ αυτόν τον αριθμό όσων έφυγαν ομαδικά κατά τις δύο παραπάνω μνημονευθείσες ημερομηνίες προστεθούν οι κατ’ ιδίαν αναχωρήσαντες, ο αριθμός τους θα υπερβεί τα 214 άτομα. Η φυγή είχε αρχίσει σποραδικά πριν από αυτές τις χρονολογίες. Πρόκειται περί των προσώπων εκείνων που ανήκαν στην ηγετική «αριστερή» ομάδα του χωριού: άλλοι ενήργησαν εν πλήρει συνειδήσει της κομματικής αποστολής τους, άλλοι για να αποφύγουν την ασκούμενη «δεξιά βία».
Προς επιβεβαίωση των παραπάνω αριθμών έρχεται ένα έγγραφο της συλλογής μου, με ημερομηνία 16/8/48, με υπογραφή του Προέδρου, όπου παρουσιάζεται ένας ονομαστικός πίνακας με τους κηδεμόνες και τους γονείς των «απαχθέντων» (όπως τα χαρακτηρίζει ο Πρόεδρος) παιδιών. Όντως, ο αριθμός τους είναι 78. Η κατά ηλικία κατανομή τους δείχνει ότι 29 από αυτά είναι ηλικίας 1-5 ετών, 20 είναι 6-10 ετών και 29 είναι 11-15 ετών. Αντιληφθήκατε ότι η κοινωνική μνήμη διχάζεται και στο θέμα των παιδιών. Ήταν η περίοδος που ο Δημοκρατικός Στρατός είχε αρχίσει να μεταφέρει παιδιά πέραν τον συνόρων, με αιτιολογικό τη σωτηρία τους από τον πόλεμο, το γνωστό «παιδομάζωμα» της «δεξιάς» ιστοριογραφίας και το «παιδοφύλαγμα» της «αριστερής». Τα ανήλικα παιδιά του Θρυλορίου με τις μητέρες τους θα εύρισκαν κατ’ αρχάς τη σωτηρία τους από τον «φασισμό» και τις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης στην Βουλγαρία. Ασφαλής απόδειξη της «φυλλοροής» του θρυλοριώτικου πληθυσμού είναι τα επίσημα απογραφικά στοιχεία του, από το 1928, την πρώτη απογραφή του, μέχρι την καθοριστική του 1951, τρία χρόνια μετά την τραγωδία: Το 1928 είχε 433 κατοίκους, το 1940 713 και το 1951 μόλις 584. Αν τα πιο πάνω είναι τα στοιχεία των επίσημων κρατικών απογραφών, στην εργασία μου φέρνω για πρώτη φορά στη δημοσιότητα μια ανεπίσημη απογραφή που υπογράφει ο Πρόεδρος του χωριού στις 19 Δεκεμβρίου 1945, μεταξύ δηλαδή των ετών 1940 και 1951. Το χωριό το 1945, όταν αρχίζει σ’ αυτό ο Εμφύλιος, είχε 976 άτομα. Μεταξύ 1940 και 1951 από το κοινοτικό σώμα λείπουν περί τα 390 άτομα.
Η διχασμένη κοινωνική μνήμη του Εμφυλίου στο χωριό εστιάζεται σε έξι σημεία, όπως αποδεικνύω στην έρευνά μου. Είναι τα σημεία εκείνα που αποτελούν την προνομιακή μνήμη μέσα στις αφηγήσεις, και επιπλέον, τυγχάνει να διαθέτω γι’ αυτά τις αντίστοιχες πληροφορίες από γραπτές πηγές, άρα είναι τα σημεία όπου μπορώ να συγκρίνω την προφορική ιστορία με την «επίσημη δεξιά» εκδοχή της. Ένα σημείο είναι αυτό που επιλέγω, εντελώς ενδεικτικά, να αναλύσω αμέσως παρακάτω. Πρόκειται για μια εκδήλωση της «αριστερής» βίας, με την πυρπόληση δύο οικιών του χωριού. Ο Πρόεδρος του χωριού στον απολογισμό των ζημιών που προκλήθηκαν εκεί γράφει τα εξής. (Διατηρώ την ορθογραφία του εγγράφου):
«7-5-47 Συμμοριτική επιδρομή εις Θριλλόρειον υπό αρχισυμμορίτου Νικολάου Παπαγεωργίου μετεχόντων και ετέρων εκ Θριλλορείου συμμοριτών ενέπρησε τας οικίας των εις την χωροφυλακήν υπηρετούντων τότε Παναγιώτου Ιωάννου Νικολαΐδου και Χαραλάμπου Σάββα Σαλπιγγίδου εκ Θριλλορείου και στρατολογία 13 ομοϊδεατών».
Σύμφωνα με τις προφορικές αφηγήσεις των πληροφορητών μου, οι αντάρτες έβαλαν κατ’ αρχάς φωτιά στο σπίτι του πρώτου και έφυγαν για να κάψουν αυτό του δεύτερου. Όσον αφορά στο πρώτο σπίτι, έχω πάμπολλες προφορικές μαρτυρίες και μάλιστα ενός παρ’ ολίγον θύματος, του 69χρονου σήμερα Σάββα Νικολαΐδη, 5χρονου τότε, ο οποίος μού επιβεβαιώνει τις υπόλοιπες μαρτυρίες: λέγεται ότι γείτονες και συγγενείς έφεραν νερό από τα τρία παρακείμενα πηγάδια και έσβησαν προσωρινά την φωτιά, αλλά το αποτελείωσαν οι αντάρτες όταν επέστρεψαν από την επιχείρηση κατά του σπιτιού του Σαλπιγγίδη. Κατά την ώρα του εμπρησμού λοιπόν, δύο από τα παιδιά του Νικολαΐδη, ο Σάββας και Γιώργος, βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, και, αν δεν επενέβαινε η θεία τους, αδερφή του ιδιοκτήτη, η ηρωική, όπως την περιγράφουν, Δέσποινα Παπαγεωργίου, θα καιγόντουσαν. Ο Σάββας μού αφηγήθηκε ότι όντως τον γλύτωσε η Παπαγεωργίου, η οποία τον πέταξε κυριολεκτικά στο απέναντι σπίτι μιας άλλης του θείας, της Χρυσής, και βγήκε από το φλεγόμενο σπίτι με τον μικρότερο Γιώργο στην αγκαλιά της. Επιβεβαιώνει επίσης την άποψη ότι ένας αντάρτης την εμπόδισε εξ αρχής να μπει στο σπίτι για να σώσει τα παιδιά και ότι εκείνη με θάρρος τον απέπεμψε, επικαλούμενη μάλιστα μια ξεχωριστή ιδιότητά της: ήταν γυναίκα του αντάρτη Νίκου Παπαγεωργίου που είχε προ πολλού φύγει στο βουνό και ο οποίος κατά το έγγραφο του Προέδρου που μόλις διαβάσατε ήταν ο εμπρηστής του σπιτιού: «ο άντρας μου είναι καπιτάνος στο βουνό και σεις του αδερφού μου τα παιδιά θα κάψετε;», φέρεται ειπούσα. Ο άνδρας της Δέσποινας ήταν πράγματι ο γνωστός καπετάνιος, αλλά εκείνη δεν τον ακολούθησε. Γι’ αυτό (ισχυρίζονται κάποιοι) ότι οι αντάρτες απεφάσισαν να κάψουν το σπίτι του αδελφού της χωροφύλακα, επειδή τον θεωρούσαν υπεύθυνο γι’ αυτήν την απόφασή της και όχι τόσο για την ιδιότητά του. Γνωρίζουμε από άλλες πάμπολλες μελετημένες περιπτώσεις ότι για τους «αριστερούς» κάθε χωροφύλακας ήταν εκ προοιμίου «εχθρός του λαού, υπηρέτης του αστικού κράτους». Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης όμως, όπως εξάγεται από τις μαρτυρίες των συγχωριανών του, ήταν ένας δημοκρατικός άνθρωπος, με περγαμηνές από την βουλγαρική αντίσταση, κληρωτός χωροφύλακας, αγαπητός στο χωριό. Εξ άλλου αυτό που επαναλαμβάνουν με έμφαση οι πληροφορητές μου είναι ότι το σπίτι του το έκαψαν «αριστεροί» αντάρτες από τα Κασσιτερά ή από κάποιο άλλο θρακικό γειτονικό χωριό, που επέδραμαν στις 7.5.1947 υπό την ηγεσία ενός θρακιώτη «καπετάνιου», με πλούσια δράση αργότερα στη Βουλγαρία, όχι πάντως του Νίκου Παπαγεωργίου, γαμπρού του ιδιοκτήτη, όπως επαναλαμβάνω γράφεται στην αναφορά του τότε προέδρου του χωριού.
Κατ’ άλλη πληροφορία, σημαντική στη σωτηρία των παιδιών ήταν η συμβολή του συγχωριανού τους Νικόλα Αβραμίδη (του καπετάν Κολοκοτρώνη), ο οποίος βρισκόταν εκείνη την ημέρα στο χωριό με τους δικούς του άνδρες. Είναι ίσως αυτοί οι οποίοι αναφέρονται στο έγγραφο ως «έτεροι συμμορίται εκ Θριλλορείου». Ο Αβραμίδης ήταν κουμπάρος και φίλος του Νικολαΐδη, μια άλλη παράμετρος μελέτης των Εμφυλίων που μελετώ αναλυτικά στη δική μου εργασία. Αυτό που δεν σημειώνει το έγγραφο είναι η εκ θερμού απόφαση κάποιων «δεξιών» να προβούν αμέσως εις αντίποινα, να κάψουν σπίτια των «αριστερών». Τους απέτρεψε - λέγεται - ο Θ. Σαλπιγγίδης, αδελφός του παθόντος άλλου χωροφύλακα, για να αποφευχθεί το καταστροφικό ντόμινο των αντεκδικήσεων.
Αν τα παραπάνω ήταν δύο από τα έξι κύρια σημεία της διχασμένης κοινωνικής μνήμης του Εμφυλίου στο χωριό, αναφέρω τα ελάχιστα σημεία σύγκλισής της. Ένα απ’ αυτά είναι ο θαυμασμός και η επακόλουθη λύπη που εκφράζουν όλοι ανεξαιρέτως για την ποιότητα των βιαίως ή εκουσίως εκπατρισθέντων συγχωριανών τους «αριστερών»: ήταν τα δημιουργικότερα, τα πλουσιότερα άτομα της κοινωνίας τους. Οι εκλογικεύσεις αυτές καταντούσαν είτε ως μόνιμη επωδός των αφηγήσεων των πληροφορητών μου, είτε αναμειγνυόταν μέσα στη ροή διήγησης των γεγονότων, ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο του τύπου «μόλις έφυγαν οι Καρσλήδες σ’ σο βουνό, από ’κει κι ύστερα ερχίνησε το χωρίο κ’ επήε οπίσω, οπίσω, οπίσω, οπίσω, οπίσω, κι’ εφθάσαμε εδά που εφτάσαμε», «έτον η καταστροφή τη χωρί, έσβησεν ένα μισόν χωρίον». Η φυγή καθόρισε το μέλλον του χωριού, πληγή που δεν επουλώθηκε πλέον ποτέ, όταν μάλιστα μια δεκαετία αργότερα, με αιτία και τον Εμφύλιο, άρχισε η άλλη αφαίμαξη: η ξενιτιά στην Ευρώπη, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η ευχή να μην ξαναζήσουν τέτοιες καταστάσεις είναι η σταθερή και επαναλαμβανόμενη επωδός όλων των αφηγήσεων.
Πηγή: http://www.paratiritis-news.gr/