Μία κριτική της Μ. Θεοδοσοπούλου για το βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Ο παλαιστής και ο δερβίσης" των Εκδόσεων Πατάκη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ
Το δίπολο του τίτλου προϊδεάζει για ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται μέσα από τον ανταγωνισμό ετερώνυμων και γειτονικών ελκτικών πεδίων. Τα συγκεκριμένα ετερώνυμα φαίνεται να υπαινίσσονται την αέναη αντιπαράθεση του υλικού με το πνευματικό. Ωστόσο, ένας τίτλος πλησιέστερος προς το περιεχόμενο του μυθιστορήματος θα είχε στη θέση του παλαιστή το πεχλιβάνης, αφού σε αυτό δεν γίνεται λόγος για τυχόντες παλαιστές, αλλά για εκείνους που, αλειμμένοι με λάδι, επιδίδονται στην ελεύθερη πάλη, όπου όλες οι λαβές, πλην της στραγγαλιστικής, επιτρέπονται. Τους γνωστούς ως πεχλιβάνηδες, που περιοδεύουν στα πανηγύρια και εντυπωσιάζουν με τη σωματική τους διάπλαση και ρώμη. Οσο για το δεύτερο σκέλος, αυτό μένει μετέωρο στην αμφισημία του. Θα μπορούσε να αναφέρεται, γενικώς, στον άντρα τον δερβίση και ασίκη. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση δεν θα ήταν αντιθετικό του πεχλιβάνη, αλλά επιτατικό της σημασίας του, οπότε στον τίτλο θα προηγούνταν. Και πράγματι, γύρω από έναν δερβίση πεχλιβάνη περιστρέφεται η μυθοπλασία. Ο τίτλος, ωστόσο, αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, τους, κατά κυριολεξία, δερβίσηδες, όπως εκείνος στο γνωστό διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». Μένει, όμως, και στις δύο περιπτώσεις αδιευκρίνιστο για τι σόι δερβίσηδες πρόκειται. Μήπως ανήκουν στο τάγμα των μπεκτασήδων, όπως εικάζει ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη, παρότι τον συναντά στο Θησείο, δίπλα στους «Αέρηδες», που προεπαναστατικά λειτουργούσε ως τεκές των μεβλανάδων. Στην περίπτωση του μυθιστορήματος την απάντηση τη δίνει το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο. Ενα βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη δεν μπορεί παρά να έχει ομφαλό τη Βόρεια Ελλάδα. Κι αφού, αυτή τη φορά, διαλέγει για ήρωες πεχλιβάνηδες και δερβίσηδες, σημαίνει ότι εστιάζει στη Ροδόπη και στα χωριά των Πομάκων, όπου στήνονται πανηγύρια, με αφορμή τους αγώνες πάλης, δίπλα σε παλαιούς τεκέδες μπεκτασήδων. Εκεί ακριβώς όπου, λόγω της εγγύτητας των αντιθέτων, ξεφυτρώνουν κάθε είδους δίπολα.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια εντυπωσιακή σκηνή πάλης ανάμεσα σε πεχλιβάνηδες. Κατακαλόκαιρο, παίζουν νταουλτζήδες και σίγουρα, ασχέτως αν δεν αναφέρεται, τους συνοδεύουν ζουρνατζήδες, ενώ στάζουν λάδι τα κορμιά των παλαιστών και ιδρώτα η αθηναία φωτογράφος που τους απαθανατίζει. Πολύ πιο εκρηκτικό από εκείνο του τίτλου εμφανίζεται το εναρκτήριο δίπολο του μυθιστορήματος. Είναι το δίπολο της πάλης στην αρένα και της κλινοπάλης, που τη διαδέχεται, παραπλήσιας σφοδρότητας. Αν και τον όρο κλινοπάλη τον χρησιμοποιούμε καταχρηστικά, αφού πρόκειται για μια ακόμη πάλη στο ύπαιθρο, με τους δύο «αιωνίους αντιπάλους» όρθιους. Εδώ, ο παλαιστής και η φωτογράφος δεν εκπροσωπούν μόνο το αρσενικό και το θηλυκό ή τον μουσουλμάνο και τον χριστιανό αλλά και το δίπολο Τούρκου-Ελληνα, αφού ο παλαιστής του μυθιστορήματος δεν είναι ένας ντόπιος πεχλιβάνης αλλά ένα «θηρίο», γέννημα-θρέμμα της Αδριανούπολης, που είναι και η κύρια εστία του συγκεκριμένου λαϊκού αθλήματος. Αλλωστε, οι πεχλιβάνηδες αναβαθμίστηκαν σε τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και με τη σφραγίδα της UNESCO αποδόθηκαν στην Τουρκία, λίγο πριν της καταχωριστεί και ο Καραγκιόζης. Μόνον οι δερβίσηδες έμειναν εκτός, αφού η γείτων χώρα, όχι μόνο δεν τους διεκδικεί, αλλά τους έχει πατάξει, για να εκσυγχρονιστεί, μαζί με όλες τις αδελφότητες των σούφι.
Η φωτογράφος κάνει ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για ένα μεγάλο πανηγύρι της περιοχής, το οποίο ο συγγραφέας δεν ονοματίζει. Θα μπορούσε να πρόκειται για το παραδοσιακό, στο οροπέδιο Χιλγιά, που γίνεται το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο ιστορικός τεκές των μπεκτασήδων δερβίσηδων και παραδίπλα διοργανώνεται το πανηγύρι των Πομάκων με ντόπιους πεχλιβάνηδες, που στήθηκε ως διαμαρτυρία για την άλωση από τους Τούρκους εκείνου στο Χιλγιά. Καλός γνώστης της ιστορίας του τόπου ο συγγραφέας, επιλέγει τις κατάλληλες ψηφίδες, ώστε να αναδείξει στο μυθιστόρημά του το δίπολο των εκατέρωθεν εθνικισμών. Ετσι εξασφαλίζει μια επίκαιρη πολιτική πλευρά για το βιβλίο του, ταυτόχρονα, όμως, τα εξημμένα πνεύματα, που επικρατούν, και οι αγριότητες, που κατά καιρούς συμβαίνουν, συμβάλλουν στο σασπένς, δίνοντας στο μυθιστόρημα το επίχρισμα του αστυνομικού.
Με δίπολα και αδελφοποιήσεις στήνονται τα επί μέρους κεφάλαια, τα οποία, χρονικά, απλώνονται στην παρελθούσα δεκαετία, ενώ, τοπικά, εκτείνονται σε ολόκληρη τη Θράκη. Αλλωστε, «τι θα πει Δυτική και τι Ανατολική Θράκη; Ποιος μας χωρίζει; Οταν πλημμυρίζει ο Εβρος, έχει ανατολική και δυτική πλημμύρα;», εξανίσταται ένας από τους θρακιώτες ήρωες. Κάπως απλοϊκή δείχνει η κοσμοθεωρία του. Πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για καθηγητή Βαλκανικής Ιστορίας του Δημοκρίτειου. Ομως την εκστομίζει μια ώρα που πλαντάζει από έρωτα για τον Τούρκο παλαιστή. Συνολικά τέσσερις Ελληνες, δύο άντρες και δύο γυναίκες, είναι ερωτευμένοι μαζί του, εκτός από την πλειάδα αμφοτέρων των φύλων, που αρκούνται στην παροδική εμπειρία μιας κλινοπάλης. Αντίπαλο δέος στη σαρκική έλξη που ασκεί το «θηρίο», με τον όγκο του, τις οσμές και τις εκκρίσεις του, παρά την υπόσχεση του τίτλου, δεν πλάθεται. Η υπόσχεση, ωστόσο, εν μέρει εκπληρώνεται, αφού ο ένας άντρας εμφανίζεται ως μαθητευόμενος δερβίσης, ταλαντευόμενος ανάμεσα στο κάλεσμα των σωμάτων και το άλλο, το μυστικιστικό. Ακυρώνεται, πάντως, το δίπολο του τίτλου, που, όπως κάθε δίπολο, απαιτεί ίσης ισχύος πόλους. Το αποτέλεσμα είναι ολόκληρο το μυθιστόρημα να γέρνει προς το υλιστικό στοιχείο και να ατονεί το μεταφυσικό.
Η αφήγηση παρακολουθεί τις διαδρομές των τεσσάρων, που, από τους διαφορετικούς τόπους διαμονής τους, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, ταξιδεύουν προς συνάντηση του παλαιστή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετάθεση ανάμεσα στα ζεύγη ανδρών και γυναικών, των στερεότυπων φυλετικών ρόλων. Γεγονός που δηλώνεται και με τις επαγγελματικές τους ιδιότητες. Μια φωτογράφος και μια δημοσιογράφος ανταγωνίζονται με πάθος για τη νομή αυτού του, εξαιρετικών προδιαγραφών, σεξουαλικού αντικειμένου. Σε αντίθεση με τα επαγγέλματα των ανδρών, που είναι βοηθητικής φύσεως. Ενας διερμηνέας της ελληνοτουρκικής παλαίστρας και ένας διορθωτής βιβλίων διατηρούν μια αβρότητα κατά την ερωτική προσέγγιση, που, άλλοτε ποτέ, εθεωρείτο χαρακτηριστικό του θήλεως. Σε αυτούς υπερισχύει το πνευματικό στοιχείο, μόνο που, ως προς αυτό το σημείο, η μυθοπλασία αποδεικνύεται ελάχιστα πειστική. Ο ένας, εκτός από διερμηνέας, είναι και ερευνητής. Αναζητεί τα ίχνη του επαναστάτη σεΐχη Μπεντρεντίν, ο οποίος, στις αρχές του 15ου αιώνα, οραματίστηκε μια κοινωνία χωρίς κανενός είδους διακρίσεις. Διγενής ήταν εκείνος ο σεΐχης, όπως αποκαλύπτεται ότι είναι και ο παλαιστής. Υποτίθεται ότι πρόκειται για έναν λάβρο ερευνητή, ουσιαστικά, όμως, μόλις που αναφέρει δυο-τρεις φορές το όνομα του ερευνητικού του αντικειμένου, καθώς είναι δοσμένος ολοσχερώς στην ερωτική ηδονή. Οσο για τον δεύτερο, τον διορθωτή, αποκαλύπτεται μυθιστοριογράφος, με πρότυπο γραφής τα μυθιστορήματα του Γρηγοριάδη. Στις ιστορίες που γράφει, διοχετεύει επιθυμίες και φαντασιώσεις του, «κλέβοντας» τις ζωές των γύρω του. Λαθροχειρία το τελευταίο, θα το πληρώσει ακριβά.
Στο μυθιστόρημα δίνεται μια τετραμερής δομή, η οποία επιζητεί να αναδείξει αυτό ακριβώς, το τελευταίο δίπολο της πραγματικής ιστορίας και της μετάπλασής της. Ωστόσο, το μυθιστόρημα, αφηγηματικά, παραμένει ενιαίο και το συγκεκριμένο εύρημα συμβάλλει μόνο στην πλοκή του μυθιστορήματος. Γνώριμος ο αφηγητής και από τα άλλα βιβλία του Γρηγοριάδη, με το ίδιο πάντοτε γλωσσικό αισθητήριο, που κινείται ανάμεσα στην ποίηση και την τρέχουσα δοκιμιακή αργκό, παρεμβαίνει, απευθυνόμενος στον αναγνώστη. Σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σχολιάζει ή και επικροτεί τις ενέργειες των ηρώων. Οσο για το δίπολο του τίτλου, η μεν ερωτική κραιπάλη αποτελεί το κυρίως θέμα, υστερώντας, όμως, ως προς τις περιγραφές, δεδομένου ότι στις κορυφώσεις παρεισφρέει ο αφηγητής και «κόβει» τις σκηνές στα καλύτερα. Η δε μεταρσίωση, που αναμένεται μέσα από τον ανατολίτικο μυστικισμό, πραγματοποιείται μόνο σε δύο σκηνές. Η μια περιγράφει τον μαθητευόμενο δερβίση, ύστερα από ατελείωτες προσπάθειες, να κατορθώνει να στροβιλιστεί σαν γνήσιος μεβλανάς. Ενώ, στην άλλη, ο συγγραφέας αναπλάθει παραστατικά μια παλαιά λαϊκή παράδοση από την περιοχή της Ξάνθης, γνωστή ως «τάφος της νύφης». Μια γυναίκα, από εκείνες που μένουν προσηλωμένες σε έναν μόνο άνδρα, όταν εκείνος την εγκαταλείπει για να ακολουθήσει το κάλεσμα των σούφι, έχει μια μυστικιστική εμπειρία τελείωσης, αντίστοιχη με «της νύφης».
Τελικά, όταν η Αθήνα δεν εμπνέει ούτε ένα διήγημα, όπως δηλώνει ο επίδοξος μυθιστοριογράφος του βιβλίου, ευτυχώς που υπάρχουν και ορισμένοι συγγραφείς της περιφέρειας που αντλούν ακόμη από τα μέρη τους, όπου ο υδροφόρος ορίζοντας δεν απειλείται με εξάντληση
Πηγή: http://www.enet.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ
Το δίπολο του τίτλου προϊδεάζει για ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται μέσα από τον ανταγωνισμό ετερώνυμων και γειτονικών ελκτικών πεδίων. Τα συγκεκριμένα ετερώνυμα φαίνεται να υπαινίσσονται την αέναη αντιπαράθεση του υλικού με το πνευματικό. Ωστόσο, ένας τίτλος πλησιέστερος προς το περιεχόμενο του μυθιστορήματος θα είχε στη θέση του παλαιστή το πεχλιβάνης, αφού σε αυτό δεν γίνεται λόγος για τυχόντες παλαιστές, αλλά για εκείνους που, αλειμμένοι με λάδι, επιδίδονται στην ελεύθερη πάλη, όπου όλες οι λαβές, πλην της στραγγαλιστικής, επιτρέπονται. Τους γνωστούς ως πεχλιβάνηδες, που περιοδεύουν στα πανηγύρια και εντυπωσιάζουν με τη σωματική τους διάπλαση και ρώμη. Οσο για το δεύτερο σκέλος, αυτό μένει μετέωρο στην αμφισημία του. Θα μπορούσε να αναφέρεται, γενικώς, στον άντρα τον δερβίση και ασίκη. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση δεν θα ήταν αντιθετικό του πεχλιβάνη, αλλά επιτατικό της σημασίας του, οπότε στον τίτλο θα προηγούνταν. Και πράγματι, γύρω από έναν δερβίση πεχλιβάνη περιστρέφεται η μυθοπλασία. Ο τίτλος, ωστόσο, αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, τους, κατά κυριολεξία, δερβίσηδες, όπως εκείνος στο γνωστό διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». Μένει, όμως, και στις δύο περιπτώσεις αδιευκρίνιστο για τι σόι δερβίσηδες πρόκειται. Μήπως ανήκουν στο τάγμα των μπεκτασήδων, όπως εικάζει ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη, παρότι τον συναντά στο Θησείο, δίπλα στους «Αέρηδες», που προεπαναστατικά λειτουργούσε ως τεκές των μεβλανάδων. Στην περίπτωση του μυθιστορήματος την απάντηση τη δίνει το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο. Ενα βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη δεν μπορεί παρά να έχει ομφαλό τη Βόρεια Ελλάδα. Κι αφού, αυτή τη φορά, διαλέγει για ήρωες πεχλιβάνηδες και δερβίσηδες, σημαίνει ότι εστιάζει στη Ροδόπη και στα χωριά των Πομάκων, όπου στήνονται πανηγύρια, με αφορμή τους αγώνες πάλης, δίπλα σε παλαιούς τεκέδες μπεκτασήδων. Εκεί ακριβώς όπου, λόγω της εγγύτητας των αντιθέτων, ξεφυτρώνουν κάθε είδους δίπολα.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια εντυπωσιακή σκηνή πάλης ανάμεσα σε πεχλιβάνηδες. Κατακαλόκαιρο, παίζουν νταουλτζήδες και σίγουρα, ασχέτως αν δεν αναφέρεται, τους συνοδεύουν ζουρνατζήδες, ενώ στάζουν λάδι τα κορμιά των παλαιστών και ιδρώτα η αθηναία φωτογράφος που τους απαθανατίζει. Πολύ πιο εκρηκτικό από εκείνο του τίτλου εμφανίζεται το εναρκτήριο δίπολο του μυθιστορήματος. Είναι το δίπολο της πάλης στην αρένα και της κλινοπάλης, που τη διαδέχεται, παραπλήσιας σφοδρότητας. Αν και τον όρο κλινοπάλη τον χρησιμοποιούμε καταχρηστικά, αφού πρόκειται για μια ακόμη πάλη στο ύπαιθρο, με τους δύο «αιωνίους αντιπάλους» όρθιους. Εδώ, ο παλαιστής και η φωτογράφος δεν εκπροσωπούν μόνο το αρσενικό και το θηλυκό ή τον μουσουλμάνο και τον χριστιανό αλλά και το δίπολο Τούρκου-Ελληνα, αφού ο παλαιστής του μυθιστορήματος δεν είναι ένας ντόπιος πεχλιβάνης αλλά ένα «θηρίο», γέννημα-θρέμμα της Αδριανούπολης, που είναι και η κύρια εστία του συγκεκριμένου λαϊκού αθλήματος. Αλλωστε, οι πεχλιβάνηδες αναβαθμίστηκαν σε τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και με τη σφραγίδα της UNESCO αποδόθηκαν στην Τουρκία, λίγο πριν της καταχωριστεί και ο Καραγκιόζης. Μόνον οι δερβίσηδες έμειναν εκτός, αφού η γείτων χώρα, όχι μόνο δεν τους διεκδικεί, αλλά τους έχει πατάξει, για να εκσυγχρονιστεί, μαζί με όλες τις αδελφότητες των σούφι.
Η φωτογράφος κάνει ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για ένα μεγάλο πανηγύρι της περιοχής, το οποίο ο συγγραφέας δεν ονοματίζει. Θα μπορούσε να πρόκειται για το παραδοσιακό, στο οροπέδιο Χιλγιά, που γίνεται το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο ιστορικός τεκές των μπεκτασήδων δερβίσηδων και παραδίπλα διοργανώνεται το πανηγύρι των Πομάκων με ντόπιους πεχλιβάνηδες, που στήθηκε ως διαμαρτυρία για την άλωση από τους Τούρκους εκείνου στο Χιλγιά. Καλός γνώστης της ιστορίας του τόπου ο συγγραφέας, επιλέγει τις κατάλληλες ψηφίδες, ώστε να αναδείξει στο μυθιστόρημά του το δίπολο των εκατέρωθεν εθνικισμών. Ετσι εξασφαλίζει μια επίκαιρη πολιτική πλευρά για το βιβλίο του, ταυτόχρονα, όμως, τα εξημμένα πνεύματα, που επικρατούν, και οι αγριότητες, που κατά καιρούς συμβαίνουν, συμβάλλουν στο σασπένς, δίνοντας στο μυθιστόρημα το επίχρισμα του αστυνομικού.
Με δίπολα και αδελφοποιήσεις στήνονται τα επί μέρους κεφάλαια, τα οποία, χρονικά, απλώνονται στην παρελθούσα δεκαετία, ενώ, τοπικά, εκτείνονται σε ολόκληρη τη Θράκη. Αλλωστε, «τι θα πει Δυτική και τι Ανατολική Θράκη; Ποιος μας χωρίζει; Οταν πλημμυρίζει ο Εβρος, έχει ανατολική και δυτική πλημμύρα;», εξανίσταται ένας από τους θρακιώτες ήρωες. Κάπως απλοϊκή δείχνει η κοσμοθεωρία του. Πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για καθηγητή Βαλκανικής Ιστορίας του Δημοκρίτειου. Ομως την εκστομίζει μια ώρα που πλαντάζει από έρωτα για τον Τούρκο παλαιστή. Συνολικά τέσσερις Ελληνες, δύο άντρες και δύο γυναίκες, είναι ερωτευμένοι μαζί του, εκτός από την πλειάδα αμφοτέρων των φύλων, που αρκούνται στην παροδική εμπειρία μιας κλινοπάλης. Αντίπαλο δέος στη σαρκική έλξη που ασκεί το «θηρίο», με τον όγκο του, τις οσμές και τις εκκρίσεις του, παρά την υπόσχεση του τίτλου, δεν πλάθεται. Η υπόσχεση, ωστόσο, εν μέρει εκπληρώνεται, αφού ο ένας άντρας εμφανίζεται ως μαθητευόμενος δερβίσης, ταλαντευόμενος ανάμεσα στο κάλεσμα των σωμάτων και το άλλο, το μυστικιστικό. Ακυρώνεται, πάντως, το δίπολο του τίτλου, που, όπως κάθε δίπολο, απαιτεί ίσης ισχύος πόλους. Το αποτέλεσμα είναι ολόκληρο το μυθιστόρημα να γέρνει προς το υλιστικό στοιχείο και να ατονεί το μεταφυσικό.
Η αφήγηση παρακολουθεί τις διαδρομές των τεσσάρων, που, από τους διαφορετικούς τόπους διαμονής τους, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, ταξιδεύουν προς συνάντηση του παλαιστή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετάθεση ανάμεσα στα ζεύγη ανδρών και γυναικών, των στερεότυπων φυλετικών ρόλων. Γεγονός που δηλώνεται και με τις επαγγελματικές τους ιδιότητες. Μια φωτογράφος και μια δημοσιογράφος ανταγωνίζονται με πάθος για τη νομή αυτού του, εξαιρετικών προδιαγραφών, σεξουαλικού αντικειμένου. Σε αντίθεση με τα επαγγέλματα των ανδρών, που είναι βοηθητικής φύσεως. Ενας διερμηνέας της ελληνοτουρκικής παλαίστρας και ένας διορθωτής βιβλίων διατηρούν μια αβρότητα κατά την ερωτική προσέγγιση, που, άλλοτε ποτέ, εθεωρείτο χαρακτηριστικό του θήλεως. Σε αυτούς υπερισχύει το πνευματικό στοιχείο, μόνο που, ως προς αυτό το σημείο, η μυθοπλασία αποδεικνύεται ελάχιστα πειστική. Ο ένας, εκτός από διερμηνέας, είναι και ερευνητής. Αναζητεί τα ίχνη του επαναστάτη σεΐχη Μπεντρεντίν, ο οποίος, στις αρχές του 15ου αιώνα, οραματίστηκε μια κοινωνία χωρίς κανενός είδους διακρίσεις. Διγενής ήταν εκείνος ο σεΐχης, όπως αποκαλύπτεται ότι είναι και ο παλαιστής. Υποτίθεται ότι πρόκειται για έναν λάβρο ερευνητή, ουσιαστικά, όμως, μόλις που αναφέρει δυο-τρεις φορές το όνομα του ερευνητικού του αντικειμένου, καθώς είναι δοσμένος ολοσχερώς στην ερωτική ηδονή. Οσο για τον δεύτερο, τον διορθωτή, αποκαλύπτεται μυθιστοριογράφος, με πρότυπο γραφής τα μυθιστορήματα του Γρηγοριάδη. Στις ιστορίες που γράφει, διοχετεύει επιθυμίες και φαντασιώσεις του, «κλέβοντας» τις ζωές των γύρω του. Λαθροχειρία το τελευταίο, θα το πληρώσει ακριβά.
Στο μυθιστόρημα δίνεται μια τετραμερής δομή, η οποία επιζητεί να αναδείξει αυτό ακριβώς, το τελευταίο δίπολο της πραγματικής ιστορίας και της μετάπλασής της. Ωστόσο, το μυθιστόρημα, αφηγηματικά, παραμένει ενιαίο και το συγκεκριμένο εύρημα συμβάλλει μόνο στην πλοκή του μυθιστορήματος. Γνώριμος ο αφηγητής και από τα άλλα βιβλία του Γρηγοριάδη, με το ίδιο πάντοτε γλωσσικό αισθητήριο, που κινείται ανάμεσα στην ποίηση και την τρέχουσα δοκιμιακή αργκό, παρεμβαίνει, απευθυνόμενος στον αναγνώστη. Σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σχολιάζει ή και επικροτεί τις ενέργειες των ηρώων. Οσο για το δίπολο του τίτλου, η μεν ερωτική κραιπάλη αποτελεί το κυρίως θέμα, υστερώντας, όμως, ως προς τις περιγραφές, δεδομένου ότι στις κορυφώσεις παρεισφρέει ο αφηγητής και «κόβει» τις σκηνές στα καλύτερα. Η δε μεταρσίωση, που αναμένεται μέσα από τον ανατολίτικο μυστικισμό, πραγματοποιείται μόνο σε δύο σκηνές. Η μια περιγράφει τον μαθητευόμενο δερβίση, ύστερα από ατελείωτες προσπάθειες, να κατορθώνει να στροβιλιστεί σαν γνήσιος μεβλανάς. Ενώ, στην άλλη, ο συγγραφέας αναπλάθει παραστατικά μια παλαιά λαϊκή παράδοση από την περιοχή της Ξάνθης, γνωστή ως «τάφος της νύφης». Μια γυναίκα, από εκείνες που μένουν προσηλωμένες σε έναν μόνο άνδρα, όταν εκείνος την εγκαταλείπει για να ακολουθήσει το κάλεσμα των σούφι, έχει μια μυστικιστική εμπειρία τελείωσης, αντίστοιχη με «της νύφης».
Τελικά, όταν η Αθήνα δεν εμπνέει ούτε ένα διήγημα, όπως δηλώνει ο επίδοξος μυθιστοριογράφος του βιβλίου, ευτυχώς που υπάρχουν και ορισμένοι συγγραφείς της περιφέρειας που αντλούν ακόμη από τα μέρη τους, όπου ο υδροφόρος ορίζοντας δεν απειλείται με εξάντληση
Πηγή: http://www.enet.gr/