Άρθρο του βουλευτή Ροδόπης
και γραμματέα Προγράμματος
της ΝΔ, με αφορμή την
επίσκεψη Νταβούτογλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γνώση, την εμπειρία και την ικανότητα του Αχμέτ Νταβούτογλου. Είναι υποχρέωση μας όμως να διαβάζουμε την οθωμανική του στρατηγική και την βυζαντινή διπλωματική του νοοτροπία.
Οφείλουμε να την αποκαλύπτουμε, να την αναλύουμε ορθά και να την περιορίζουμε εκεί που συγκρούεται με την λογική “του κοινού νου”, όπως αυτός αποτυπώνεται στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Αυτή η ανάγκη καθίσταται επιτακτικότερη, όταν οι Τουρκικοί σχεδιασμοί παρά τον επικοινωνιακά κατευναστικό τους χαρακτήρα προσλαμβάνουν ευθέως χαρακτήρα αμφισβήτησης των αυτονόητων εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Η τελευταία επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ στην Ελλάδα υπήρξε άκρως αποκαλυπτική. Πρώτον για τους σχεδιασμούς και τις προθέσεις της γείτονας και δεύτερον για την ανησυχητική ανυπαρξία της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΞ και της Ελληνικής κυβέρνησης γενικώς. Μερικά κρίσιμα σημεία αυτής της επίσκεψης είναι τα εξής:
1) Η αμφισβήτηση του αυτονόητου, ότι δηλαδή το Καστελόριζο ανήκει στο Αιγαίο, θέτει ύπουλα τη βάση για υπονόμευση του συγκριτικού πλεονεκτήματος, που σταδιακά αποκτά η Ελλάδα από τον ενιαίο χώρο, που δημιουργείται στις υφαλοκρηπίδες της χώρας μας, της Κύπρου και του Ισραήλ με προοπτική τη στενότερη ενεργειακή στρατηγική συνεργασία. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αφελώς χάρηκε όταν ο κ. Νταβούτογλου δήλωσε το αυτονόητο, ότι δηλαδή το Καστελόριζο είναι Ελληνικό. Διερωτώμαι δεν αντιλήφθηκε το σκεπτικό του ή δεν γνώριζε ότι η πιο καθαρή συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για σύνορα και υφαλοκρηπίδα είναι αυτή των Δωδεκανήσων, όπως είχε υπογραφεί από την Τουρκία και την Ιταλία πριν την προσχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα; Σε αυτή τη συνθήκη το Καστελόριζο θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα του αιγαιακού χώρου και του παραπάνω νησιωτικού συμπλέγματος με δεδομένη υφαλοκρηπίδα και προσδιορισμένη αιγιαλίτιδα ζώνη. Αυτό έπρεπε η Ελληνική κυβέρνηση έντονα, σαφώς και αυστηρά να το ξαναθυμίσει στον εκλεκτό μας γείτονα.
2) Η δήλωση για το Casus belli ότι “αν η Ελλάδα παραιτηθεί από την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια, τότε η Τουρκία θα αναιρέσει το Casus belli, την απειλή πολέμου” εκτός του ότι υποτιμά τη νοημοσύνη μας, αποτελεί την πλέον ξεκάθαρη ιμπεριαλιστική δήλωση, διατυπωμένη με ένα έξοχο διπλωματικά τρόπο. Με απλά λόγια ο κ. Νταβούτογλου μας δήλωσε ότι “αν η χώρα μας παραιτηθεί από την άσκηση ενός αυτονόητου εθνικού κυριαρχικού της δικαιώματος, που στηρίζεται απόλυτα πάνω στη διεθνή νομιμότητα , τότε μόνο η Τουρκία θα πάψει να την απειλεί με πόλεμο”. Δυστυχώς ο λαλίστατος στο Ερζερούμ πρωθυπουργός δεν είχε τίποτα να πει πάνω σε αυτό, έστω για να καταγράψει την ευθεία διαφοροποίηση της Ελληνικής πλευράς.
3) Η περιοδεία στη Θράκη, στη Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη υπήρξε επίσης πρωτόγνωρη για την νεοθωμανική στρατηγική της Τουρκίας αλλά και για την έλλειψη αντανακλαστικών της Ελληνικής – δεν θέλω να πιστεύω διπλωματίας- γι’ αυτό λέω – πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΞ.
Τι επιδίωξε η Τουρκική πλευρά και πώς δεν αντέδρασε η Ελληνική;
Ο κ. Νταβούτογλου σαφώς επιδίωξε το ρόλο του προστάτη έναντι των Μουσουλμανικών Μειονοτήτων της Θράκης.
Παραβίασε ευθέως για ακόμη μια φορά τη Συνθήκη της Λωζάννης, μιλώντας για Τουρκική Μειονότητα ενώ είναι σαφές ότι “οι μειονότητες στη Θράκη” όπως αναφέρει το κείμενο της συνθήκης προσδιορίζονται ως “θρησκευτικές” και χαρακτηρίζονται ως “Μουσουλμανικές”.
Ουσιαστικά ο Τούρκος ΥΠΕΞ όχι μόνο με την ορολογία του αλλά και με τις συμβολικές του κινήσεις έδειξε και απέδειξε ότι επιδιώκει όχι την στήριξη των “Τουρκογενών Μουσουλμάνων”, αλλά την Τουρκοποιήση του συνόλου της Μειονότητας στη Θράκη, δηλαδή των Πομάκων και των Ρομά. Γι’ αυτό άλλωστε διήλθε από τον Αθιγγανικό οικισμό των Ρομά Ήφαιστος στην Κομοτηνή και κατέληξε στον Πομακικό Εχίνο στην Ξάνθη.
Ο κ. Νταβούτογλου σε αντίθεση με τον Τ. Ερντογάν συνοδευόταν επίσημα από τους παράνομους Μουφτήδες της Θράκης δείχνοντας ότι δεν σέβεται αλλά “εκβιάζει πολιτικά ή διπλωματικά” την Ελληνική έννομη τάξη, η οποία σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα στις Μουσουλμανικές χώρες (και στη Τουρκία) διορίζει τους Μουφτήδες, διότι τους αναγνωρίζει ως δικαστές, δηλαδή δημόσια αρχή. Κι αυτό είναι μια Ευρωπαϊκή καινοτομία διότι δείχνει ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που σέβεται έμπρακτα τη Σαρία (ιερό νόμο του Κορανίου) αρκεί αυτός να μην προσκρούει στο δημοκρατικό μας Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν περιόρισε τις αναφορές του μόνο στην “Τούρκικη Μειονότητα της Θράκης” αλλά μίλησε και για την αντίστοιχη στα Δωδεκάνησα ή για τους Τουρκοκρητικούς.
Τέλος κορύφωση της επίσκεψης ήταν η νομιμοποίηση φορέων που απασχόλησαν την Ευρωπαϊκή δικαιοσύνη όπως η “Τουρκική Ένωση Ξάνθης” κ.α., η ενθάρρυνση να δημοσιοποιεί και να διεθνοποιεί η Μειονότητα τα ζητηματά της και τέλος η επιθετική δήλωση ότι “εδώ στη Θράκη – ο ΥΠΕΞ της γείτονος – νιώθει σα να βρίσκεται στην πατρίδα του την Τουρκία”.
Σημασία όμως σε αυτό το ταξίδι δεν έχει μόνο τι είπε ή έπραξε συμβολικά ο Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά τι δεν έκανε η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ.
Πρώτα από όλα υπήρξε χαρακτηριστική ευθυνοφοβία απ’ τα αρμόδια Υπουργεία επί τρείς εβδομάδες.
Δεν υπήρξε προσυμφωνημένο πρόγραμμα απ’ τις δύο πλευρές όπως γίνεται συνήθως. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν συνοδευόταν συστηματικά από Υπουργό ή Υφυπουργό της Κυβέρνησης.
Δεν υπήρξαν αντιδράσεις, απαντήσεις ή δηλώσεις έστω που να ισορροπούν αποτελεσματικά τους λόγους ή της πράξεις του επισκέπτη μας. Ένα κράτος παράλυτος παρατηρητής, που με τη στάση του αντί να περιορίζει ενθαρρύνει μεγαλοϊδεατισμούς της γείτονος και ανατρέπει ισορροπίες, επιστρέφοντας τη Θράκη, τη Μειονότητα και τις διμερείς σχέσεις δεκαετίες πίσω, σε εποχές αλυτρωτισμού, ανασφάλειας και αμοιβαίας καχυποψίας.
Για να μην θεωρηθεί συντηρητική ή φοβική η προσέγγιση μου θέτω το ερώτημα και αντίστροφα: Αν αύριο ο Έλληνας ΥΠΕΞ κ. Δρούτσας αποφάσιζε να κάνει μια ιδιωτική επίσκεψη σε Ίμβρο, Τένεδο και Κωνσταντινούπολη και δημόσια ενθάρρυνε τους ομογενείς μας και όχι μόνο αλλά και μέλη της Κουρδικής, Αρμένικης ή οποιασδήποτε άλλης μειονότητας να διεθνοποιούν τα ζητήματα στην ΕΕ ή αλλού, δεν θα ενοχλούνταν το Τουρκικό ΥΠΕΞ; Αν ιδιωτικά στη συνέχεια, χωρίς πρόγραμμα, επισκέπτονταν τους Ποντιόφωνους της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας και δημόσια τους εκδήλωνε τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη του Ελληνικού Κοινοβουλίου για την προστασία της γλώσσας και της παράδοσης τους, το Τουρκικό ΥΠΕΞ θα ήταν τόσο αδιάφορο;
Αν σε συνέντευξή του πριν την επίσκεψη, σε Τουρκική εφημερίδα έβαζε ευθέως ζήτημα για απόσυρση του παράνομου Τουρκικού στρατού εισβολής και κατοχής στην Κύπρο και ζητούσε την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου σύμφωνα με το μοντέλο της Γερμανικής επανένωσης παραπέμποντας και στις πρόσφατες διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων, θα δημιουργούσε θετικό κλίμα για την επικείμενη συνάντηση με τον κ. Νταβούτογλου;
Όλα αυτά δεν τα λέω επειδή δεν πιστεύω στην προσέγγιση των δύο πλευρών και στην ενίσχυση της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Το λέω διότι είμαι πεπεισμένος ότι πραγματική πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν προσεγγίσουμε τα ζητήματα με ειλικρίνεια, ρεαλισμό, υπευθυνότητα και αυστηρότητα.
Όσο αντιμετωπίζει η κυβέρνηση την Εξωτερική Πολιτική ως δημόσιες σχέσεις, η Τουρκική διπλωματία εύλογα θα ξεπερνά τα όρια. Θα καταπατά τους κανόνες και θα μεγεθύνει τις ορέξεις της. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το ήπιο ύφος του κ. Νταβούτογλου αλλά το περιεχόμενο και ο συμβολισμός αυτών που λέει και αυτών που πράττει.
Για να παραχθούν αποτελέσματα απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει πραγματικός αλληλοσεβασμός και παρακολούθηση απ’ όλους των κανόνων. Όταν αυτό δεν συμβαίνει η Ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος έναντι του λαού την εξέλεξε και του έθνους, που εκπροσωπεί να το υπενθυμίζει, να αντιδρά σωστά και έξυπνα, να είναι παρούσα. Αν δεν γνωρίζει να το κάνει αυτό, ας ακούσει τους έμπειρους διπλωμάτες του Ελληνικού ΥΠΕΞ. Αν δεν τολμά ή δεν θέλει για λόγους τοπικής ψηφοθηρίας, τότε καλύτερα να αποφεύγει τέτοια εγχειρήματα διότι κάποια στιγμή θα λογοδοτήσει όχι μόνο στο λαό αλλά κυρίως στην Ιστορία
.
και γραμματέα Προγράμματος
της ΝΔ, με αφορμή την
επίσκεψη Νταβούτογλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γνώση, την εμπειρία και την ικανότητα του Αχμέτ Νταβούτογλου. Είναι υποχρέωση μας όμως να διαβάζουμε την οθωμανική του στρατηγική και την βυζαντινή διπλωματική του νοοτροπία.
Οφείλουμε να την αποκαλύπτουμε, να την αναλύουμε ορθά και να την περιορίζουμε εκεί που συγκρούεται με την λογική “του κοινού νου”, όπως αυτός αποτυπώνεται στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Αυτή η ανάγκη καθίσταται επιτακτικότερη, όταν οι Τουρκικοί σχεδιασμοί παρά τον επικοινωνιακά κατευναστικό τους χαρακτήρα προσλαμβάνουν ευθέως χαρακτήρα αμφισβήτησης των αυτονόητων εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Η τελευταία επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ στην Ελλάδα υπήρξε άκρως αποκαλυπτική. Πρώτον για τους σχεδιασμούς και τις προθέσεις της γείτονας και δεύτερον για την ανησυχητική ανυπαρξία της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΞ και της Ελληνικής κυβέρνησης γενικώς. Μερικά κρίσιμα σημεία αυτής της επίσκεψης είναι τα εξής:
1) Η αμφισβήτηση του αυτονόητου, ότι δηλαδή το Καστελόριζο ανήκει στο Αιγαίο, θέτει ύπουλα τη βάση για υπονόμευση του συγκριτικού πλεονεκτήματος, που σταδιακά αποκτά η Ελλάδα από τον ενιαίο χώρο, που δημιουργείται στις υφαλοκρηπίδες της χώρας μας, της Κύπρου και του Ισραήλ με προοπτική τη στενότερη ενεργειακή στρατηγική συνεργασία. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αφελώς χάρηκε όταν ο κ. Νταβούτογλου δήλωσε το αυτονόητο, ότι δηλαδή το Καστελόριζο είναι Ελληνικό. Διερωτώμαι δεν αντιλήφθηκε το σκεπτικό του ή δεν γνώριζε ότι η πιο καθαρή συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για σύνορα και υφαλοκρηπίδα είναι αυτή των Δωδεκανήσων, όπως είχε υπογραφεί από την Τουρκία και την Ιταλία πριν την προσχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα; Σε αυτή τη συνθήκη το Καστελόριζο θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα του αιγαιακού χώρου και του παραπάνω νησιωτικού συμπλέγματος με δεδομένη υφαλοκρηπίδα και προσδιορισμένη αιγιαλίτιδα ζώνη. Αυτό έπρεπε η Ελληνική κυβέρνηση έντονα, σαφώς και αυστηρά να το ξαναθυμίσει στον εκλεκτό μας γείτονα.
2) Η δήλωση για το Casus belli ότι “αν η Ελλάδα παραιτηθεί από την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια, τότε η Τουρκία θα αναιρέσει το Casus belli, την απειλή πολέμου” εκτός του ότι υποτιμά τη νοημοσύνη μας, αποτελεί την πλέον ξεκάθαρη ιμπεριαλιστική δήλωση, διατυπωμένη με ένα έξοχο διπλωματικά τρόπο. Με απλά λόγια ο κ. Νταβούτογλου μας δήλωσε ότι “αν η χώρα μας παραιτηθεί από την άσκηση ενός αυτονόητου εθνικού κυριαρχικού της δικαιώματος, που στηρίζεται απόλυτα πάνω στη διεθνή νομιμότητα , τότε μόνο η Τουρκία θα πάψει να την απειλεί με πόλεμο”. Δυστυχώς ο λαλίστατος στο Ερζερούμ πρωθυπουργός δεν είχε τίποτα να πει πάνω σε αυτό, έστω για να καταγράψει την ευθεία διαφοροποίηση της Ελληνικής πλευράς.
3) Η περιοδεία στη Θράκη, στη Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη υπήρξε επίσης πρωτόγνωρη για την νεοθωμανική στρατηγική της Τουρκίας αλλά και για την έλλειψη αντανακλαστικών της Ελληνικής – δεν θέλω να πιστεύω διπλωματίας- γι’ αυτό λέω – πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΞ.
Τι επιδίωξε η Τουρκική πλευρά και πώς δεν αντέδρασε η Ελληνική;
Ο κ. Νταβούτογλου σαφώς επιδίωξε το ρόλο του προστάτη έναντι των Μουσουλμανικών Μειονοτήτων της Θράκης.
Παραβίασε ευθέως για ακόμη μια φορά τη Συνθήκη της Λωζάννης, μιλώντας για Τουρκική Μειονότητα ενώ είναι σαφές ότι “οι μειονότητες στη Θράκη” όπως αναφέρει το κείμενο της συνθήκης προσδιορίζονται ως “θρησκευτικές” και χαρακτηρίζονται ως “Μουσουλμανικές”.
Ουσιαστικά ο Τούρκος ΥΠΕΞ όχι μόνο με την ορολογία του αλλά και με τις συμβολικές του κινήσεις έδειξε και απέδειξε ότι επιδιώκει όχι την στήριξη των “Τουρκογενών Μουσουλμάνων”, αλλά την Τουρκοποιήση του συνόλου της Μειονότητας στη Θράκη, δηλαδή των Πομάκων και των Ρομά. Γι’ αυτό άλλωστε διήλθε από τον Αθιγγανικό οικισμό των Ρομά Ήφαιστος στην Κομοτηνή και κατέληξε στον Πομακικό Εχίνο στην Ξάνθη.
Ο κ. Νταβούτογλου σε αντίθεση με τον Τ. Ερντογάν συνοδευόταν επίσημα από τους παράνομους Μουφτήδες της Θράκης δείχνοντας ότι δεν σέβεται αλλά “εκβιάζει πολιτικά ή διπλωματικά” την Ελληνική έννομη τάξη, η οποία σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα στις Μουσουλμανικές χώρες (και στη Τουρκία) διορίζει τους Μουφτήδες, διότι τους αναγνωρίζει ως δικαστές, δηλαδή δημόσια αρχή. Κι αυτό είναι μια Ευρωπαϊκή καινοτομία διότι δείχνει ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που σέβεται έμπρακτα τη Σαρία (ιερό νόμο του Κορανίου) αρκεί αυτός να μην προσκρούει στο δημοκρατικό μας Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν περιόρισε τις αναφορές του μόνο στην “Τούρκικη Μειονότητα της Θράκης” αλλά μίλησε και για την αντίστοιχη στα Δωδεκάνησα ή για τους Τουρκοκρητικούς.
Τέλος κορύφωση της επίσκεψης ήταν η νομιμοποίηση φορέων που απασχόλησαν την Ευρωπαϊκή δικαιοσύνη όπως η “Τουρκική Ένωση Ξάνθης” κ.α., η ενθάρρυνση να δημοσιοποιεί και να διεθνοποιεί η Μειονότητα τα ζητηματά της και τέλος η επιθετική δήλωση ότι “εδώ στη Θράκη – ο ΥΠΕΞ της γείτονος – νιώθει σα να βρίσκεται στην πατρίδα του την Τουρκία”.
Σημασία όμως σε αυτό το ταξίδι δεν έχει μόνο τι είπε ή έπραξε συμβολικά ο Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά τι δεν έκανε η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ.
Πρώτα από όλα υπήρξε χαρακτηριστική ευθυνοφοβία απ’ τα αρμόδια Υπουργεία επί τρείς εβδομάδες.
Δεν υπήρξε προσυμφωνημένο πρόγραμμα απ’ τις δύο πλευρές όπως γίνεται συνήθως. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν συνοδευόταν συστηματικά από Υπουργό ή Υφυπουργό της Κυβέρνησης.
Δεν υπήρξαν αντιδράσεις, απαντήσεις ή δηλώσεις έστω που να ισορροπούν αποτελεσματικά τους λόγους ή της πράξεις του επισκέπτη μας. Ένα κράτος παράλυτος παρατηρητής, που με τη στάση του αντί να περιορίζει ενθαρρύνει μεγαλοϊδεατισμούς της γείτονος και ανατρέπει ισορροπίες, επιστρέφοντας τη Θράκη, τη Μειονότητα και τις διμερείς σχέσεις δεκαετίες πίσω, σε εποχές αλυτρωτισμού, ανασφάλειας και αμοιβαίας καχυποψίας.
Για να μην θεωρηθεί συντηρητική ή φοβική η προσέγγιση μου θέτω το ερώτημα και αντίστροφα: Αν αύριο ο Έλληνας ΥΠΕΞ κ. Δρούτσας αποφάσιζε να κάνει μια ιδιωτική επίσκεψη σε Ίμβρο, Τένεδο και Κωνσταντινούπολη και δημόσια ενθάρρυνε τους ομογενείς μας και όχι μόνο αλλά και μέλη της Κουρδικής, Αρμένικης ή οποιασδήποτε άλλης μειονότητας να διεθνοποιούν τα ζητήματα στην ΕΕ ή αλλού, δεν θα ενοχλούνταν το Τουρκικό ΥΠΕΞ; Αν ιδιωτικά στη συνέχεια, χωρίς πρόγραμμα, επισκέπτονταν τους Ποντιόφωνους της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας και δημόσια τους εκδήλωνε τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη του Ελληνικού Κοινοβουλίου για την προστασία της γλώσσας και της παράδοσης τους, το Τουρκικό ΥΠΕΞ θα ήταν τόσο αδιάφορο;
Αν σε συνέντευξή του πριν την επίσκεψη, σε Τουρκική εφημερίδα έβαζε ευθέως ζήτημα για απόσυρση του παράνομου Τουρκικού στρατού εισβολής και κατοχής στην Κύπρο και ζητούσε την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου σύμφωνα με το μοντέλο της Γερμανικής επανένωσης παραπέμποντας και στις πρόσφατες διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων, θα δημιουργούσε θετικό κλίμα για την επικείμενη συνάντηση με τον κ. Νταβούτογλου;
Όλα αυτά δεν τα λέω επειδή δεν πιστεύω στην προσέγγιση των δύο πλευρών και στην ενίσχυση της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Το λέω διότι είμαι πεπεισμένος ότι πραγματική πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν προσεγγίσουμε τα ζητήματα με ειλικρίνεια, ρεαλισμό, υπευθυνότητα και αυστηρότητα.
Όσο αντιμετωπίζει η κυβέρνηση την Εξωτερική Πολιτική ως δημόσιες σχέσεις, η Τουρκική διπλωματία εύλογα θα ξεπερνά τα όρια. Θα καταπατά τους κανόνες και θα μεγεθύνει τις ορέξεις της. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το ήπιο ύφος του κ. Νταβούτογλου αλλά το περιεχόμενο και ο συμβολισμός αυτών που λέει και αυτών που πράττει.
Για να παραχθούν αποτελέσματα απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει πραγματικός αλληλοσεβασμός και παρακολούθηση απ’ όλους των κανόνων. Όταν αυτό δεν συμβαίνει η Ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος έναντι του λαού την εξέλεξε και του έθνους, που εκπροσωπεί να το υπενθυμίζει, να αντιδρά σωστά και έξυπνα, να είναι παρούσα. Αν δεν γνωρίζει να το κάνει αυτό, ας ακούσει τους έμπειρους διπλωμάτες του Ελληνικού ΥΠΕΞ. Αν δεν τολμά ή δεν θέλει για λόγους τοπικής ψηφοθηρίας, τότε καλύτερα να αποφεύγει τέτοια εγχειρήματα διότι κάποια στιγμή θα λογοδοτήσει όχι μόνο στο λαό αλλά κυρίως στην Ιστορία
.