Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Η Δικαιοσύνη είναι «εκ των ων ουκ άνευ», ώστε να μη χαθούν όλα

ΑΡΘΡΟ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
στην εφημερίδα "Καθημερινή"
του αναπληρωτή καθηγητή της
Νομικής   Σχολής  Κομοτηνής
του Δημοκριτείου
Πανεπιστημίου Θράκης
Γιώργου Τριανταφυλλάκη


Σήμερα που λέξεις όπως «οικονομική κρίση», «ύφεση» και «χρεοκοπία» σφυροκοπούν ασταμάτητα και ανελέητα το συλλογικό υποσυνείδητο, οι συχνές πυκνές επικλήσεις στη μοναδική ευκαιρία που παρέχεται, μέσω της αναδιάταξης της χώρας, για την απελευθέρωση της αναπτυξιακής προοπτικής της -έτσι ώστε η κρίση να αποδειχθεί καταλύτης ενός βιώσιμου, ανταγωνιστικού και ευημερούντος κράτους δικαίου- φαντάζουν για πολλούς από ρομαντικές μέχρι αφελείς, μια και μοιάζει πλέον να έχει στοιχειώσει οριστικά το εθνικό όνειρο της ευρωπαϊκής σύγκλισης και ολοκλήρωσης. Πολύ περισσότερο που οι αλλαγές και η ταχύτητα με την οποία πρέπει να επέλθουν αυτές είναι τέτοιες που κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα και ανατρέπουν, εν μια νυκτί, πρακτικές και συνήθειες οικοδομημένες και καθιερωμένες σε βάθος χρόνου.

Μέσα στην όλη αυτή ζοφερή κατάσταση, μοιραία, ο κοινωνικός συνειρμός στρέφεται, όσο θλιβερό κι αν είναι αυτό, ολοένα και περισσότερο επιτακτικά προς την αναζήτηση ικανοποίησης των αρχέγονων δικαιικών αιτημάτων, της ενοχής, της ευθύνης και της εξιλέωσης. Η απόδοση ευθυνών, ειδικά σε όσους με τις έκνομες ενέργειές τους, είτε ως κρατικοί λειτουργοί είτε ως ιδιώτες, εμπλέκονται σε πράξεις νοσφισμού δημοσίου χρήματος ή γενικότερα αθέμιτου και παράνομου πλουτισμού, θα πρέπει να είναι ταχεία και δίκαιη, με τα όποια διαθέσιμα μέσα επιβολής υφίστανται και ανεξάρτητα από το πόσο επώνυμοι είναι. Τίποτα δεν λειτουργεί περισσότερο ως βάλσαμο στην ψυχή του ταλαιπωρημένου λαού μας από την ικανοποίηση του αισθήματος δίκαιου καταλογισμού, εις βάρος αυτών που προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα. Ο καταλογισμός περαιτέρω αφορά ιθύνοντες φορείς της πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, αλλά και διαμορφωτές της κοινής γνώμης (ΜΜΕ, διανοούμενους, καλλιτέχνες) που τους βαρύνει μεγάλο μέρος ευθύνης για τη διάχυση σ’ όλο το κοινωνικό σύνολο της κουλτούρας της ανομίας, της διάβρωσης των θεσμών, του πελατειακού κράτους, της διαφθοράς των πάντων, της αναξιοκρατίας, του εύκολου πλουτισμού και της ελάσσονος προσπάθειας, της φθηνής αισθητικής και του άκρατου καταναλωτισμού, του «φαίνεσθαι» («είσαι ό, τι δηλώσεις») και της καταξίωσης μέσα από την πομπώδη χλιδή και τη σπάταλη επίδειξη. Το μόνο που απομένει, ως εξιλέωση, σ’ αυτούς που συνήργησαν στην εμπέδωση τέτοιων καταστάσεων, είναι να κάνουν την αυτοκριτική τους και να αποσυρθούν. Τι δέον γενέσθαι; Κατ’ αρχήν να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας μερικές αλήθειες: Η περιορισμένη πρόσβαση στα οικονομικά αγαθά, που δεν επιτρέπει στη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είτε να συμμετάσχουν με αξιοπρεπείς όρους στην οικονομική ζωή είτε να δρέψουν τους καρπούς του μόχθου τους, καθιστά το κοινωνικό μας σύστημα ένα «γυάλινο κώδωνα» (με όρους του Γάλλου ιστορικού Φερνάντ Μπροντέλ), μια ιδιωτική λέσχη ανοιχτή μόνο για τους προνομιούχους, που εξαγριώνει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βρίσκονται έξω απ’ αυτήν και κοιτάζουν μέσα. Το κοινωνικό αυτό απαρτχάιντ εξηγεί, ώς ένα βαθμό, την υιοθέτηση πρακτικών ανομίας και έλλειψης σεβασμού στους θεσμούς, που επικρίνονται ότι συνιστούν τους μηχανισμούς συντήρησης του status quo της άρχουσας τάξης. Αν δεν αποκατασταθούν οι κρίσιμες ελλείψεις στο κοινωνικό μας σύστημα, που εμποδίζουν την πλειοψηφία των ανθρώπων να μπει σ’ αυτό, ο θρυμματισμός της κοινωνικής συνοχής θα είναι δυστυχώς δεδομένος, με προφανή κίνδυνο για τη δημοκρατία. Η αφύπνισή μας, έστω και την ύστατη ώρα, έχει να κάνει, λοιπόν, πρωτίστως με την ικανοποίηση του αιτήματος για περισσότερη δικαιοσύνη με την αριστοτελική έννοια, της ανταπόδοσης και της απονομής. Χωρίς αυτήν, εκλείπει η νομιμοποιητική βάση του κράτους δικαίου και πραγματικά τίποτα πλέον δεν έχει νόημα. Ειδικά σήμερα που η χώρα μας βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, η δικαιοσύνη είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για την έσχατη προσπάθεια διάσωσής της, συνιστά το μόνο μέσο προκειμένου να μη χαθούν όλα.

.