Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Η άγνωστη ιστορία της επιχείρησης των αδερφών Μπενουζίου στην Κομοτηνή

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
του ιστορικού Βασίλη Ριτζαλέου
διδάκτορος νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Α.Π.Θ. που εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Κομοτηνή


Στη συμβολή των οδών Ερμού – Μπιζανίου και Σερρών βρίσκεται ένα από τα κομψότερα εμπορικά καταστήματα του ιστορικού κέντρου της Κομοτηνής. Σήμερα στεγάζει την εμπορική επιχείρηση Arte Maxima της οικογένειας Ίτσα. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το κατάστημα ανήκε στους αδερφούς Μπενουζίου (διατηρώ το όνομα όπως εμφανίζεται στα επίσημα ελληνικά αρχεία). Σε ορισμένες πηγές εμφανίζονται και ως Μπενουζίο ή Μπενοζίλιο. Η ιστορία της επιχείρησης θα γίνει αφορμή για να ξαναθυμηθούμε το έγκλημα των βουλγαρικών αρχών Κατοχής σε βάρος των Ελλήνων Εβραίων της Κομοτηνής το Μάρτιο του 1943.



Η οικογένεια Μπενουζίου: οι ρίζες στην Αδριανούπολη;

Ο γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Μορδοχάι (ή Μορντού όπως τον φώναζαν) Μπενουζίου. Δεν είναι γνωστό πότε γεννήθηκε ο Μορδοχάι και αν καταγόταν από την Κομοτηνή. Με τη γυναίκα του Σάρρα, η οποία γεννήθηκε στην Αδριανούπολη, απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Σαμπετάι (γεν. πριν από το 1900), τον Ελί ή Ηλία (1901), τον Πέπο (1906) και τον Ζακ (1910). Τα τρία τελευταία παιδιά ήταν γεννημένα στην Κομοτηνή. Εκείνη την εποχή τα περισσότερα ζευγάρια στις εβραϊκές οικογένειες της πόλης είχαν κοινή προέλευση. Ειδικά οι Αδριανουπολίτες και οι Θεσσαλονικείς απέφευγαν το γάμο με Κομοτηναίους Εβραίους εξαιτίας των προκαταλήψεων σε βάρος των ντόπιων που κατοικούσαν στην παραδοσιακή εβραϊκή συνοικία του Καλέ, δηλαδή μέσα στο βυζαντινό φρούριο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία πιθανολογώ πως η οικογένεια καταγόταν από την Αδριανούπολη και εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή στο τέλος του 19ου αιώνα.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα σημειώθηκαν μεγάλες αλλαγές στη νοοτροπία των Εβραίων της Κομοτηνής. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι Μπενουζίου παντρεύτηκαν Εβραιοπούλες από οικογένειες ντόπιων ομοθρήσκων τους, των Ρομάνο και των Καζές. Πριν από το 1924 ο Σαμπετάι παντρεύτηκε τη Ματθίλδη, κόρη του εμπόρου ψιλικών Γιονά Ρομάνο, και το ζευγάρι απέκτησε την Εστέρ (1926), τη Σάρρα (1929) και τον Μορντού (1935). Άγνωστο πότε, ο Πέπο παντρεύτηκε την Εστέρ Πεσάχ (1910) και απέκτησαν τον Μορντού (1933). Το 1924 ο Ελί ή Ηλίας παντρεύτηκε τη Ματθίλδη (1905), κόρη του Ραφαέλ Νισίμ, και απέκτησαν τη Σάρρα (1925), τον Μορντού (1931) και τη Λίντα (1933), η οποία πέθανε το 1934. Το 1937 ο Ζακ παντρεύτηκε τη Νόρμα (1915), κόρη του εμπόρου Ααρόν Καζές. Εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κάποιος πως οι Μπενουζίου δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα των πολυμελών εβραϊκών οικογενειών της εποχής, καθώς κάθε οικογένεια Μπενουζίου είχε κατά μέσο όρο μόλις 3,75 μέλη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Μιχάλη Χατζή, κατοίκου της περιοχής κοντά στο βυζαντινό φρούριο, οι Μπενουζίου διέμεναν στην οδό Μακκαβαίων (σημ. Καραολή) και στη γειτονική οδό Λυσίου (σημ. Δημητρίου).


Το κατάστημα στην οδό Ερμού: παλαιοί και νέοι ιδιοκτήτες πριν από το 1940

Το κατάστημα στη συμβολή των οδών Ερμού –Μπιζανίου και Σερρών έχει αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία. Οι παλαιότεροι γνωστοί ιδιοκτήτες του ακινήτου ήταν Μουσουλμάνοι. Στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Γιοσέφ Καζές, έναν από τους σημαντικότερους ντόπιους Εβραίους εμπόρους. Ο Γιοσέφ Καζές πέθανε το 1925 και το κατάστημα πέρασε στα χέρια του γιου του Γιοσουά Καζές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το διώροφο κατάστημα ήταν μισθωμένο στους δικηγόρους Βουτιάδη και Ξυνταράκη και στους εμπόρους Μουσόν Καζές και Γιοσέφ Τσιμπρούτ. Μετά το θάνατο του Γιοσουά Καζές πέρασε στα χέρια των κληρονόμων του μέχρι το 1939, όταν αγοράστηκε από τους αδερφούς Ελί, Πέπο και Ζακ Μπενουζίου αντί 300.000 δραχμών.

Τα παιδιά του Μορντού Μπενουζίου ασχολούνταν με το εμπόριο από τη δεκαετία του 1920. Ο μεγαλύτερος, ο Σαμπετάι, φαίνεται πως ακολούθησε δική του επαγγελματική πορεία ως υποδηματοποιός και διατηρούσε κατάστημα στην οδό Ιωαννίνων. Ο δευτερότοκος, ο Ελί, διατηρούσε κατάστημα ψιλικών τουλάχιστον από το 1932 στην οδό Ερμού 48. Αυτή είναι η παλιά διεύθυνση του καταστήματος που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο (η σημερινή διεύθυνση του καταστήματος είναι Ερμού 30). Στην ίδια διεύθυνση ο άλλος αδερφός, ο Πέπο, διατηρούσε κατάστημα με είδη νεωτερισμών τουλάχιστον από το 1937-1938. Η παλαιότερη διαίρεση του ισογείου σε δύο καταστήματα επιβεβαιώνεται και από την οικογένεια ‘Ιτσα. Επομένως, οι Μπενουζίου ήταν ενοικιαστές του καταστήματος προτού γίνουν και ιδιοκτήτες του το 1939.

Σύμφωνα με τον αείμνηστο Σάββα Κουτλογεωργίου, συγγραφέα του βιβλίου «Η Κομοτηνή του παρελθόντος. Φωτογραφικό οδοιπορικό (1920 έως σήμερα)» (έκδοση του Δήμου Κομοτηνής, 2006), το κατάστημα ψιλικών του Ηλία Μπενουζίου ήταν γνωστό προπολεμικά «σ’ όλες τις μοδίστρες και τις κεντήτριες της πόλης για τα κουμπιά, τους μουλινέδες, τις κουβαρίστρες και κάθε είδους ψιλικά που πάντα σε μεγάλη ποικιλία διέθετε». Εκτός από την επαγγελματική τους δραστηριότητα, ο Πέπο Μπενουζίου ήταν γνωστός και ως μουσικός παίζοντας μαντόλα στον «Απόλλωνα», έναν μουσικό σύλλογο της Κομοτηνής πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελούμενο κυρίως από Χριστιανούς αλλά και ορισμένους Εβραίους μουσικούς. Οι εμφανίσεις του «Απόλλωνα» στο κινηματοθέατρο «Αττικόν» προβάλλονταν από τις εφημερίδες της Κομοτηνής και της Θεσσαλονίκης στο Μεσοπόλεμο.


Η επιχείρηση σε ξένα χέρια (1941-1944)

Την περίοδο της Κατοχής (1941-1944) οι βουλγαρικές Αρχές επέβαλαν έναν Βούλγαρο συνέταιρο σε κάθε ελληνικό εμπορικό κατάστημα. Στην περίπτωση των Ελλήνων Εβραίων εμπόρων, οι Αρχές απέβαλαν τους νόμιμους ιδιοκτήτες και παρέδωσαν τα καταστήματα στους Βούλγαρους συνεταίρους. Μετά την εκτόπιση των ιδιοκτητών στην Πολωνία, το εμπόρευμα κατέληξε σε δημοπρασίες μεταξύ Βούλγαρων υπαλλήλων και εποίκων. Στο κατάστημα των Μπενουζίου δεν έγινε καμία δημοπρασία και μετά το Μάρτιο του 1943 και πέρασε, μαζί με τα εμπορεύματά του, στα χέρια του Βούλγαρου Νικόλα Πετκόφ. Ο τελευταίος ήταν κουμπάρος του Αστυνομικού Φρούραρχου Κομοτηνής Αλεξάντερ Ντέντσεφ ο οποίος ήταν μεταξύ των υπευθύνων της σύλληψης και εκτόπισης των Εβραίων της πόλης. Σε συνεννόηση με τον Φρούραρχο, ο Πετκόφ μοιράστηκε τα εμπορεύματα των Μπενουζίου με τον πατέρα του Αλεξάντερ Ντέντσεφ. Όπως γίνεται κατανοητό τουλάχιστον από τη συγκεκριμένη περίπτωση, το πλιάτσικο στις εβραϊκές περιουσίες έγινε με οργανωμένο τρόπο από τις Αρχές Κατοχής.


Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων: το φρικτό τέλος των Μπενουζίου και της κοινότητας (το Μάρτιο του 1943)

Τι απέγιναν όμως οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της επιχείρησης; Από τα μεσάνυκτα μέχρι το πρωί της 4ης Μαρτίου 1943, οι βουλγαρικές Αρχές Κατοχής συνέλαβαν παράνομα όλους τους Έλληνες Εβραίους της Κομοτηνής, εκτός από τον Ρενέ Λεβή, κρατούμενο τότε στην Ασφάλεια για συμμετοχή στην ελληνική Αντίσταση. Το ταξίδι των 863 ανθρώπων ήταν μαρτυρικό: αρχικά κλείστηκαν σε καπναποθήκη στην Κομοτηνή και αργότερα μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Εκεί παρέμειναν σε κάποιο κτίριο της πόλης Ντούπνιτσα για δύο περίπου εβδομάδες, κάτω από άθλιες συνθήκες, μέχρι να επιβιβαστούν σε ποταμόπλοια στο Δούναβη και να μεταφερθούν στη Βιέννη. Στη συνέχεια επιβιβάστηκαν σε τρένο και με ενδιάμεσο σταθμό το Κατοβίτσε της Πολωνίας κατέληξαν στο ναζιστικό στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, βόρεια της Βαρσοβίας, στο τέλος Μαρτίου 1943. Στην Τρεμπλίνκα χάθηκαν οριστικά τα ίχνη τους και φαίνεται πως θανατώθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων και στη συνέχεια τα πτώματά τους κάηκαν στα κρεματόρια. Ανάμεσα σε αυτούς που εξοντώθηκαν ήταν οι ιδιοκτήτες του καταστήματος στην οδό Ερμού, ο Ελί, ο Πέπο και ο Ζακ Μπενουζίου μαζί με τις οικογένειές τους και την ηλικιωμένη μητέρα τους Σάρρα (οκτώ ενήλικες και δύο ανήλικα παιδιά).


Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

Η οικογένεια του μεγαλύτερου γιου, του Σαμπετάι Μπενουζίου, δεν εκτοπίστηκε στην Πολωνία και ήταν εγκαταστημένη στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ μεταπολεμικά. Δεν είναι γνωστό πού βρίσκονταν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιθανολογώ πως μετανάστευσαν στην τότε Παλαιστίνη πριν από το 1940, όταν ελάχιστες εβραϊκές οικογένειες έφυγαν από την Κομοτηνή εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των υποσχέσεων εβραϊκών οργανώσεων για καλύτερη ζωή εκεί. Ο Κομοτηναίος Σαμπετάι Μπενουζίου πέθανε το 1962 και η επίσης Κομοτηναία γυναίκα του Ματθίλδη το 1963. Το κατάστημα πωλήθηκε από τους κληρονόμους της οικογένειας το 1970 και σήμερα ανήκει στους κληρονόμους του χρυσοχόου Νικολάου Χατζηαντωνιάδη. Σύμφωνα με τον κ. Δημοσθένη Ίτσα, στον όροφο του καταστήματος διατηρούσε για χρόνια το ιατρείο του ο τελευταίος Εβραίος της Κομοτηνής, ο δερματολόγος Φάις (πατέρας του συγγραφέα Μισέλ Φάις).


Πηγή:  http://www.paratiritis-news.gr/