Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Η "κυρά των Μαρασίων” μιλάει για τους μετανάστες

Η υπεραιωνόβια μάνα όλων των φαντάρωων (κρατάει τη σημαία στα 107 της χρόνια) εξομολογείται για το μείζον πρόβλημα του Έβρου αλλά και την προσφορά της στα σύνορα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΤΗΣ ΣΤΗΝ "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"


“Ο πρόεδρος μ’ ευχαρίστησε που κρατάω τα σύνορα. Να, μου έδωσε και αυτό”. Έγινε 107 χρόνων και, όποτε πλέον τη βαστούν οι δυνάμεις της, εξακολουθεί να σηκώνει την ελληνική σημαία.

Η “κυρά των Μαρασίων” στον Έβρο, κυρα-Βασιλικούδα, για τους συγχωριανούς της, έγινε σύμβολο για την περιοχή, και αυτός ήταν ο λόγος που βραβεύτηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας τα Θεοφάνια. Για εκείνη, ήταν μία ακόμη τιμή, στις δεκάδες που έχει δεχτεί για την πολυετή φροντίδα των φαντάρων της μεθορίου.

Ζει σ’ ένα φτωχικό σπίτι, το τελευταίο στα Μαράσια, σε μικρή απόσταση από τα ελληνοτουρκικά σύνορα και μόλις είκοσι μέτρα από το πράσινο φυλάκιο των Μαρασίων, που εδώ και χρόνια έχει εγκαταλειφτεί από τον στρατό και έχει μεταφερθεί σε άλλο σημείο. Η σημαία στην αυλή του σπιτιού της είναι ορατή από την απέναντι πλευρά. Στο μικρό χωριό των συνόρων δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην “εμβέλεια” της υπεραιωνόβιας Βασιλικής Λαμπίδου. Οι περισσότεροι την αγαπούν και, όποτε χρειαστεί, τη βοηθούν στο σπίτι, αφού, με το πέρασμα των χρόνων, άρχισαν να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της, παρότι η ίδια επιμένει να υψώνει τη σημαία.

“Κρυώνω, δεν μπορώ να βγαίνω καθημερινά έξω”, λέει στη “Μ”. Χρησιμοποιεί ένα μόνον δωμάτιο από το σπίτι της, δύο επί τρία, με την ξυλόσομπα να δημιουργεί θερμοκρασία που φτάνει τους 30 βαθμούς Κελσίου στον μικρό χώρο. Οι τοίχοι και το τραπέζι της είναι γεμάτα φωτογραφίες που έχει με στρατιωτικούς, με φαντάρους που έχουν κάνει τη θητεία τους στο πράσινο φυλάκιο των Μαρασίων και με συγγενείς της, τους περισσότερους εκ των οποίων έχει χάσει. “Έχω μία προσεγγόνα τώρα, αυτή έρχεται και με βλέπει”, σημειώνει η κυρά των Μαρασίων.

Παρά τα χρόνια της, σηκώνεται και περιγράφει κάθε φωτογραφία, κάθε πρόσωπο που βλέπει. Δείχνει με περηφάνια το ασημένιο εθνόσημο που της απένειμε πρόσφατα ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Την ημέρα των Θεοφανίων, οι φίλοι της, αξιωματικοί στρατιωτικοί και στρατιώτες, ήταν αυτοί που τη μετέφεραν στον χώρο του φυλακίου, όπου τιμήθηκε. Είχε προηγηθεί, το 2004, το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. “Η υπερεκατοντούτις αυτή Ελληνίς προς Έλληνας στρατιώτας πλείστα επί έτη πολλά εθελόντι προσενέγκουσα σύμβολον εθνικής διακονίας κατέστη”, γράφει το βραβείο που της απονεμήθηκε. Αλλά και πολλά άλλα, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν υπάρχει χώρος να αναρτηθούν στο μικρό δωμάτιο, αφού η ίδια προτιμάει τις φωτογραφίες. “Δείχνουν ζωντάνια”, λέει.


Δίπλα στους φαντάρους

Η 107χρονη Βασιλική Λαμπίδου είναι εγκατεστημένη στα Μαράσια από το 1962. Η συμβολική κίνηση, να σηκώνει τη σημαία στον ιστό που έχει τοποθετήσει στη γωνία του σπιτιού της, δεν είναι η μοναδική προσφορά της στα σύνορα. “Εδώ μπροστά κάποτε έκαναν παρέλαση”, θυμάται, έχοντας απέναντί της το εγκαταλειμμένο στρατιωτικό φυλάκιο, χαρακτηριστικό για το πράσινο χρώμα του. “Έπλενα τα ρούχα των φαντάρων, πολλές φορές τους μαγείρευα, ήταν όλοι τους παιδιά μου”, περιγράφει στη “Μ”. Στο πέρασμα του χρόνου, θυμάται πως ανέθρεψε και μία δασκάλα. “Εδώ μεγάλωσε το κορίτσι, στο σπίτι”. Ακόμη, πολλοί συγγενείς των στρατιωτών βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της όπου φιλοξενήθηκαν.

Τα όσα επί χρόνια προσέφερε στους στρατιώτες του φυλακίου εισπράττει τώρα από τους ίδιους τους φαντάρους. “Σε λίγο θα μου φέρουν ξύλα και φαγητό, δεν με ξεχνούν ποτέ”, λέει. “Και η σημαία;” έρχεται η αυθόρμητη ερώτηση. “Την υψώνω όποτε διαταχθώ”, απαντά, θεωρώντας εαυτήν μέλος του στρατού.


“Και αυτοί πρόσφυγες είναι”

“Πώς να μη φύγουν οι άνθρωποι; Πρόσφυγες είναι, στις πατρίδες τους τους κρεμούν”. Η κυρά των Μαρασίων δείχνει συμπόνια για τους αλλοδαπούς που διέρχονται καθημερινά τα σύνορα του Έβρου αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Μπορεί στο χωριό της, τα Μαράσια, να μην έχει παρατηρηθεί αυξημένη διέλευση μεταναστών, ωστόσο γνωρίζει καλά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Έβρος αυτή την περίοδο.

Έχοντας όρεξη για κουβέντα, θυμάται την προσφυγιά, τον ξεριζωμό, το 1913. Κατάγεται από το Μεγάλο Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης, από όπου αναγκάστηκε να φύγει παιδί, μόλις 9 ετών, με την αδερφή της, όπως περιέγραψε η ίδια. “Της είχα πει, αν θέλει να σωθούμε, να έρθει μαζί μου. Δεν ρωτήσαμε κανέναν και φύγαμε. Βρέθηκα σ’ ένα σπίτι, είπα ‘πεινάμε’, νόμισα πως είναι Τούρκοι, αλλά δεν δίστασα. Τελικά ήταν Έλληνες και μας φιλοξένησαν, μας πρόσεχαν”.

Ύστερα από περιπλάνηση στο Ελληνοχώρι Διδυμοτείχου και σε ακόμη ένα χωριό της περιοχής της Ορεστιάδας, εγκαταστάθηκε το 1962 στα Μαράσια. Έμεινε από μικρή ηλικία ορφανή, αφού έχασε τους γονείς της στην ανταλλαγή, όταν οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ανδριανούπολη. “Είμαι Αρβανίτισσα”, λέει περήφανα, διατείνεται μάλιστα πως μιλάει καλά εκτός από τα ελληνικά, τα τουρκικά και τα βουλγάρικα.