Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Ο Χρόνης Αηδονίδης όπως δεν τον έχετε ξανακούσει

"Είπα πολλά όχι, γιατί ήμουν ανεξάρτητος" λέει ο δάσκαλος της παράδοσης  και μιλάει για το ξεκίνημά του, το δημοτικό τραγούδι, τους νέους, την κρίση και τη Θράκη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΗ
ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΣΤΗΝ "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

Ο κοτσονάτος κύριος που στέκει απέναντί μου και μου τονίζει ευχαριστημένος από το γλυκό άγγιγμα του χρόνου ότι είναι 84 ετών, θυμίζει αγαπητό παππού που καθένας μας θα ήθελε να έχει. Απλός, με καθαρή ματιά και γενναιόδωρο χαμόγελο, καθρεφτίζει τον τρόπο της ερμηνείας του: αρχοντικός, ευγενικός και υπερήφανος. Ο κ. Χρόνης Αηδονίδης είναι το άλλοθι κάθε τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής εκπομπής αυτές τις ημέρες, αφού συνήθως τη Μεγάλη Εβδομάδα πριν από το Πάσχα θυμόμαστε το δημοτικό τραγούδι και τους εκφραστές του. Ο κυριότερος βέβαια λόγος για τη συνάντησή μας είναι η συναυλία που θα δώσει τη Μεγάλη Τρίτη στο θέατρο «Ακροπόλ» με βυζαντινούς ήχους, ύμνους, ψαλτοτράγουδα και θρηνητικά τραγούδια μαζί με τον Δημήτρη Μπάση και τη Νεκταρία Καραντζή. «Το παραδοσιακό τραγούδι περνάει καλύτερες μέρες» μου λέει καθισμένος αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου του έχοντας δίπλα του, βιβλία, αναμνηστικά και φωτογραφίες. «Τα πράγματα καλυτέρευσαν. Υπάρχουν μουσικά σχολεία, ωδεία, κυρίως παιδιά που διψούν να μάθουν την παράδοση. Παλιά δεν βοηθούσε η πολιτεία. Εμάς ειδικά εκεί στη Θράκη μας είχε κηρύξει τον διωγμό, επειδή γειτονεύουμε με τα Βαλκάνια και έχουμε το ίδιο χρώμα και ρυθμούς. Στη χούντα τα θρακιώτικα τα χαρακτήριζαν βουλγάρικα. Ελληνικά θεωρούσαν τις άλλες περιοχές πιο κάτω που είχαν κλαρίνο». Το γεγονός ότι ο ίδιος ασχολήθηκε τόσο πιστά, συστηματικά και αφοσιωμένα με το παραδοσιακό τραγούδι αν και η βασική του δουλειά ήταν λογιστής στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο επί 39 χρόνια, το οφείλει στον Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου. Ο γνωστός λαογράφος ήταν που του άνοιξε τον δρόμο όταν τον παρακάλεσε να λάβει μέρος στους «Θρακικούς Αντίλαλους» το 1953 στην ΕΙΡ… Η πρώτη αντίδραση ήταν αρνητική. «Ηταν η αφέλεια της νιότης και ο φόβος μη χαρακτηριστώ επαρχιώτης» παραδέχεται. «Του είπα ότι τα γνωρίζω, τα αγαπώ, αλλά ντρέπομαι να τα πω…». Η θυμωμένη αντίδραση του Παπαχριστοδούλου ανάτρεψε κάθε επιφύλαξη: «Μην το ξαναπείς αυτό! Αυτά είναι η ιστορία, η θρησκεία, η γλώσσα μας, τα ιερά και τα όσιά μας!». Ευτυχώς, γιατί έτσι γνωρίσαμε παλιοί και νεότεροι αυτή τη γλυκιά φωνή με τα ιδιαίτερα τσακίσματα και τους λαρυγγισμούς. Προσπερνάει τα θετικά σαν να μην τα άκουσε και αρχίζει να διηγείται τη ζωή του. «Εμείς σαν Θράκη βγήκαμε στην επιφάνεια με την τηλεόραση από το 1960 και μετά. Ως τότε οι άνθρωποι δεν είχαν καλά καλά ούτε ραδιόφωνο στα μέρη μας. Ενα υπήρχε στην κοινότητα και όχι σε όλα τα χωριά και μαζευόταν στην πλατεία ο κόσμος για να τα ακούσει. Οταν έκανα εκπομπές στο ΕΙΡ ήταν ακόμη η εποχή που πολλοί αναρωτιόντουσαν τι τραγούδια είναι αυτά ή κατά πού πέφτει αυτή η Θράκη. Αλλοι νόμιζαν ότι εκεί πάνω είμαστε σαν τους Πομάκους ή τους Κατσιβέλους όπως λέμε στα μέρη μας τους τσιγγάνους». Τη βυζαντινή μουσική την έμαθε από τον ιερέα πατέρα του και τον Μιχάλη Κεφαλοκόπτη και αργότερα, όταν ήρθε στην Αθήνα, από τον Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου στο Ελληνικό Ωδείο. Από την καλλίφωνη μητέρα του έμαθε αμέτρητα τραγούδια και βέβαια από τους γάμους και τις λύπες στο χωριό του, την Καρωτή. Μαθητής στο οκτατάξιο Γυμνάσιο Διδυμοτείχου κάθε φορά που πήγαινε στο παζάρι έστηνε αφτί «όταν άκουγα διάφορους να τραγουδάνε και πάντα ρωτούσα: από πού είσαι εσύ; Τελειώνοντας τον έστειλαν κι αυτόν δάσκαλο σε ένα χωριό, τα Πετρωτά. «Σε μας στη Θράκη, βλέπεις ο εμφύλιος τελείωσε αργότερα. Δάσκαλοι ήταν ή αντάρτες ή στρατιώτες. Ετσι 19 χρόνων πήγα στο τελευταίο χωριό πριν από τα βουλγαρικά σύνορα. Δύσκολα χρόνια αλλά δεν έπαψα ούτε μια στιγμή να καταγράφω δημοτικά τραγούδια. Σε τετράδιο σημείωνα τους στίχους όσο για τη φωνή την αποτύπωνα στο μυαλό, δεν χρειαζόταν μαγνητόφωνο».


Νέοι ορίζοντες

Στην Αθήνα κατέβηκε το 1950 και τρία χρόνια αργότερα ο λαογράφος Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου του άνοιξε νέους ορίζοντες. Οπως ο Παντελής Καββακόπουλος στη χορωδία του οποίου συνεργάστηκε ως μονωδός καθώς και στη χορωδία του Σίμωνα Καρά. Σύντομα αναλαμβάνει εκπομπή στο ραδιόφωνο, ενώ τα άγνωστα ώς τότε Θρακιώτικα άρχισαν να ακούγονται παντού. Οι προτάσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, όμως ο Χρόνης Αηδονίδης δεν άφησε την κύρια δουλειά του, στο λογιστήριο του Σισμανόγλειου νοσοκομείου. «Ο επαγγελματισμός σε αυτό το είδος τραγουδιού συχνά βλάπτει, αν θέλεις να έχεις το χρώμα και τον ρυθμό. Στα κέντρα υποχρεώνεσαι να κάνεις κάποιες παραχωρήσεις. Εγώ είπα πολλά όχι στη ζωή μου γιατί ήμουν ανεξάρτητος». Δεν του άρεσε όμως και η ζωή του επαγγελματία τραγουδιστή. «Με τα ξενύχτια και τους πειρασμούς αυτής της δουλειάς δεν είναι εύκολο να έχεις οικογένεια. Το γεγονός ότι στα 84 μπορώ και τραγουδάω είναι γιατί προστάτευσα το χάρισμα που μου δόθηκε. Στα κέντρα καίγονται οι φωνές». Το δημοτικό τραγούδι, λέει ο Χρ. Αηδονίδης, «δεν έχει λεφτά». «Θέλει μεγάλο κόπο να δουλεύεις σε πανηγύρια και γάμους. Οι αμοιβές δεν έχουν σχέση με τα μεροκάματα των λαϊκών τραγουδιστών. Είναι άλλος κόσμος. Το δημοτικό τραγούδι θέλει αφοσίωση». Για τους νέους που ξεκινούν τώρα, λέει πως είναι ευκολότερος ο δρόμος. Κι αν πάνε σε ριάλιτι δεν χάθηκε ο κόσμος. «Για το παιδί που ζει στην επαρχία είναι ο μόνος τρόπος να τον ακούσουν. Παλιά θαβόταν». Ο ίδιος συνεχίζει επιλεκτικά και το τραγούδι και τη διδασκαλία: «Για να μη χαθεί ο κρίκος. Η παραδοσιακή μουσική είναι προφορικός πολιτισμός.

Τα δημοτικά τραγούδια έχουν μέσα τους ιστορία, θρησκεία και λαογραφία, τρία στοιχεία που αποτελούν και την προσωπικότητά μας. Ηταν σαν τις εφημερίδες της εποχής από τα οποία μάθαινε ο κόσμος τα γεγονότα, τις αγωνίες, τους καημούς, τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές». Βέβαια, όσοι δεν έχουν βιώματα δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό το είδος με τον ίδιο τρόπο. «Οταν είναι νέοι, γιατί σαν μεγαλώνουν τα αντιμετωπίζουν διαφορετικά» διαφωνεί ευγενικά. «Να ξέρεις πως όσο δυσκολεύουν τα πράγματα τόσο ο κόσμος νιώθει την ανάγκη να τα περιφρουρήσει ακόμη και από την παγκοσμιοποίηση, τον νόμο του ισχυρού.

Ειδικά τώρα που νιώθει ότι και οι Ευρωπαίοι είναι υπεύθυνοι για όσα ζούμε, έχει ανάγκη να προστατέψει την καταγωγή του. Εχουμε και εμείς την ευθύνη μας σε ό, τι έγινε, αλλά αν τα πάρουμε τα πράγματα από την καταστροφή της Σμύρνης βλέπει κανείς ότι πάντα υπήρχαν πολιτικά λάθη. Μας πούλησαν στην ιστορία μας πολλές φορές. Οι πολιτικοί δεν ήταν αυτοί που έπρεπε. Φαίνεται στις πράξεις. Εδιναν παροχές παρότι δεν έπρεπε. Αλλά και οι άλλοι που μας έδιναν τόσο απλόχερα τα δανεικά δεν αναρωτιόντουσαν πώς θα τα πάρουν πίσω;».


Περί αυθεντικού και φωνών

Η συζήτηση με τον Χρόνη Αηδονίδη στρέφεται στις φωνές. Εκεί, όπως λέει, «αποτυπώνεται ο τόπος, η καταγωγή και οι εμπειρίες». «Το ’χω ξαναπεί, ένας τραγουδιστής δεν μπορεί να τα λέει όλα, τον προδίδει το χρώμα της φωνής. Κι εγώ αν πω λ. χ. τραγούδια της Ηπείρου, θα φανεί ότι δεν είμαι από εκεί». Ανοιχτοί ή σκληροπυρηνικοί;

«Τόσο ο Σίμων Καράς όσο και ο Καβακόπουλος διόρθωσαν πολλά τραγούδια, κι εγώ το έκανα στην πορεία. Γιατί η γριούλα από το τάδε χωριό όταν τραγουδάει δεν κοιτάζει αν κάνει φάλτσα ή αν λέει σωστά το τραγούδι. Οταν βλέπεις ότι ξεκινάει ένας δρόμος και μετά ξεφεύγει, το φτιάχνεις. Πρέπει λοιπόν να είμαστε πιο ανοιχτοί. Οι παλιοί καθηγητές και λαογράφοι υποστήριζαν πως ό, τι ακούς από τον κόσμο σε κάθε χωριό, αυτό είναι αυθεντικό. Η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να πειράζεις το χρώμα, ούτε βέβαια τον στίχο». Διαφορές εντοπίζει και στον τρόπο που ψέλνει κάποιος ή τραγουδάει.

«Οι παλιοί ψάλτες χρησιμοποιούσαν διαφορετικά τους φθόγγους, τα φωνήεντα, τόνιζαν το ένρινο στοιχείο. Αυτό μου έμαθε και ο πατέρας μου, να ψέλνω με μισόκλειστο στόμα και να βγαίνει ένα μέρος της φωνής από τη μύτη. Για να ψάλεις χρειάζεται λιτή παρουσία και αυστηρότητα, ενώ το τραγούδι είναι πιο νάρκισσο, κάνεις και μια κίνηση, ξεφεύγει και ένα χαμόγελο».

«Θέλω να γράψεις για τη Δόμνα», διακόπτει τη συζήτηση. «Εχασα μια πολύτιμη φίλη και συμμαθήτρια». Υστερα, ο ήχος των τηλεφώνων τού αποσπούν διαρκώς την προσοχή. «Η μουσική θέλει αφοσίωση, το βλέπεις». Πώς νιώθετε όταν σας αποκαλούν «Αηδόνι της Θράκης», ρωτάω καθώς με αποχαιρετά: «Ε, έχουν πει και για μένα υπερβολές», κλείνει τη συνάντηση ντροπαλά.


Πηγή:  http://www.kathimerini.gr/