Αρθρο του πρώην
Υπουργού Γεωργίας
και βουλευτή Ξάνθης
Αλέξανδρου Κοντού
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Η οικονομική κρίση που ταλανίζει με πρωτόγνωρο τρόπο την Ελλάδα, έχει επιφέρει ύφεση σε όλα τα επίπεδα.
Αγανακτισμένοι πολίτες, κυρίως από τα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δέχονται ανελέητα χτυπήματα από την μεγάλη οικονομική ύφεση και τις τρομακτικές διαστάσεις, που αυτή πλέον προσλαμβάνει μέρα με τη μέρα.
Αυτή την κρίσιμη ώρα, το ερώτημα που για όλους έχει καίρια σημασία είναι εάν υπάρχει διέξοδος.
Τι μπορούμε ως χώρα, πολιτικοί, πολίτες να κάνουμε έτσι ώστε η σημερινή δεινή οικονομική θέση, στην οποία ως χώρα έχουμε περιέλθει, να ξεπερασθεί όσο το δυνατό πιο ανώδυνα και με λιγότερες συνέπειες για την κοινωνία και τις ζωές των συμπολιτών μας. Κυρίως, της ελληνικής περιφέρειας, η οποία έχει κυριολεκτικά αφεθεί στην τύχη της και οδηγείται σε θανατηφόρο μαρασμό.
«Μαγικές συνταγές» είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν.
Σε τόσο κρίσιμες περιόδους σίγουρα χρειάζονται ξεκάθαρες και, φυσικά, υλοποιήσιμες στρατηγικές.
Στο παρελθόν εφαρμόστηκαν με επιτυχία σημαντικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της ανάπτυξης του Τόπου και της ενίσχυσης του εισοδήματος των ελλήνων.
Αυτές είναι σημαντικό σήμερα να αξιοποιηθούν, μαζί με άλλες δράσεις που μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά και να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα, εφόσον υλοποιηθούν με γρήγορο, καλά οργανωμένο και δυναμικό τρόπο.
Η παραγωγή βιοντίζελ (βιολογικού πετρελαίου) και βιοαιθανόλης (βιολογικής βενζίνης) από ελληνικά ενεργειακά φυτά, αποτελούν ένα σημαντικό αναπτυξιακό βήμα, όπως επίσης και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο, προερχόμενο από βιομάζα.
Οι πολιτικές αυτές σίγουρα κινούνται στη δημιουργική «τροχιά», που αυτή την ώρα έχει ανάγκη η χώρα.
Τον τελευταίο καιρό, βέβαια, παρατηρούμε αρμόδια κυβερνητικά στελέχη να αναφέρονται με ενθουσιασμό και μεγάλες προσδοκίες σε μία σειρά μεγάλων επενδύσεων στον τομέα των φωτοβολταϊκών.
Οι επενδύσεις μπορεί πράγματι να κινούνται στην κατεύθυνση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, στην οποία η χώρα μας είναι ελλειμματική και αναγκάζεται να εισάγει με υψηλό κόστος.
Ωστόσο, αφορούν πανάκριβες εισαγόμενες τεχνολογίες, οι οποίες είναι σημαντικό ότι δε δημιουργούν εγχώρια προστιθέμενη αξία, δε συμβάλουν στην αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος της ανεργίας που αντιμετωπίζει πλέον η χώρα μας και, κυρίως, δεν αξιοποιούν αναγνωρισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα μας και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενίσχυσης της ελληνικής Περιφέρειας, η οποία δέχεται μεγάλο πλήγμα από την οικονομική κρίση.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένη σε παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και καυσίμων από ελληνικά ενεργειακά φυτά, προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες της και παράλληλα να ενισχύει την αγροτική της οικονομία και να τονώνει την Περιφέρεια της.
Η κατεύθυνση αυτή καλύπτει δυο εξαιρετικά ευαίσθητους και ενδιαφέροντες τομείς της οικονομίας μας, την παραγωγή ενέργειας σε άμεση συνάρτηση με την αγροτική ανάπτυξη και αποτελεί μία μεγάλη διέξοδο στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας μας.
Για να επιτύχει το εγχείρημα χρειάζεται να αξιοποιηθούν πρωτοβουλίες, όπως αυτή που στη συνέχεια περιγράφεται, οι οποίες αναλήφθηκαν στο παρελθόν με επιτυχία και πάνω από όλα να υπάρξει ειλικρινής πολιτική βούληση, ανεπηρέαστη από κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
Στις 30/8/2005 στο Υπουργείο Ανάπτυξης τρείς Υφυπουργοί (Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομικών), παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις, τα εμπόδια και τις αγκυλώσεις και τους αρχικούς σχεδιασμούς του Υπηρεσιακού μηχανισμού του Υπουργείου για εισαγόμενα βιοκαύσιμα (που ενδεχομένως δέχονταν πιέσεις από εμπόρους και εισαγωγείς πετρελαιοειδών), εισηγήθηκαν στον τότε Υπουργό Ανάπτυξης την ψήφιση Νόμου, με σαφή κατεύθυνση την παραγωγή βιοκαυσίμων από ελληνικά ενεργειακά φυτά.
Η εισήγηση έγινε δεκτή αμέσως και σε υλοποίηση της ψηφίστηκε ο Ν.3323/2005 «Εισαγωγή στην Ελληνική αγορά των βιοκαυσίμων και των άλλων ανανεώσιμων καυσίμων», ο οποίος μεταξύ άλλων προέβλεπε τα εξής:
1) Έδινε προτεραιότητα στην αποφορολόγηση και παράδοση στα διυλιστήρια βιοντίζελ (βιολογικού πετρελαίου) από ελληνικά ενεργειακά φυτά. Η παραγωγή των ενεργειακών φυτών ήταν πλήρως συμβολαιοποιημένη δηλαδή η απορρόφηση τους ήταν εγγυημένη με συμβόλαια που υπογράφονταν μεταξύ αγροτών και εταιριών βιοντίζελ, τα οποία μάλιστα θεωρούνταν και επιβεβαιώνονταν από τις διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης της κάθε περιοχής. 2) Έδινε την δυνατότητα κατασκευής μικρών μονάδων παραγωγής και αποθήκευσης βιοντίζελ σε όλη την ελληνική περιφέρεια, σε αντίθεση με την αρχική υπηρεσιακή πρόταση που προέβλεπε την κατασκευή μεγάλων μονάδων κυρίως σε περιοχές κοντά στο λεκανοπέδιο .
3) Κάθε απόφαση που αφορούσε κατανομές βιοκαυσίμων ή άλλα σχετικά θέματα χρειαζόταν απαραίτητα και την υπογραφή του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης. Οπότε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης αποκτούσε την δυνατότητα να θέτει βέτο σε οποιαδήποτε απόφαση δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των αγροτών.
4) Έδινε τη δυνατότητα σε αγροτικούς συνεταιρισμούς να πραγματοποιούν τις απαραίτητες παρεμβάσεις μεταξύ αγροτών και εταιριών βιοντιζελ προκειμένου να διασφαλίζουν τα συμφέροντα των αγροτών, καθώς επίσης εφόσον οι συνεταιρισμοί είχαν την οικονομική δυνατότητα να κατασκευάζουν μονάδες βιοντιζελ.
Μετά την ψήφιση του Νόμου το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για την άμεση και επιτυχή εφαρμογή του.
Ξεκίνησε συντονισμένα συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, με εκπροσώπους των συνεταιρισμών, με ενδιαφερόμενους να επενδύσουν στον τομέα της ενέργειας και παράλληλα έδωσε έμφαση στην ενημέρωση στις αγροτικές περιοχές, που ενδείκνυνται για ανάπτυξη ενεργειακών καλλιεργειών, έτσι ώστε να πεισθούν οι αγρότες για τα πλεονεκτήματα των ενεργειακών καλλιεργειών.
Πέραν αυτών, δημιουργήθηκε ειδική επιστημονική ομάδα, με αντικείμενο την προώθηση των ενεργειακών καλλιεργειών στη χώρα μας και την παρακολούθηση όλων των εξελίξεων στον τομέα των βιοκαυσίμων σε διεθνές επίπεδο, η οποία λειτούργησε υποδειγματικά στην παροχή συμβούλων στην πολιτική ηγεσία για την ενδυνάμωση της προσπάθειας αυτής.
Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτή ήταν εντυπωσιακά:
1) Η πρώτη παραγωγή ελληνικού βιοντίζελ της τάξης των 15.000 χιλιόλιτρων το 2006, μέσα σε τρία χρόνια, εκτινάχθηκε σε 140-150.000 χιλιόλιτρα .
Η ποσότητα αυτή σχεδόν καλύπτει όλη την ποσότητα του βιοντίζελ που καταναλώνει ετησίως η χώρα μας, ενός προϊόντος που είναι φιλικό στο περιβάλλον, καλύπτοντας έτσι τις απαραίτητες προϋποθέσεις του σχετικού κανονισμού της Ε.Ε. και αποτρέποντας αντίστοιχες εισαγωγές, που θα έπρεπε αναγκαστικά να γίνουν στην περίπτωση δεν είχαμε την δική μας παραγωγή.
2) Σήμερα, στην Ελλάδα καλλιεργούνται ετήσια περίπου 1 εκατομμύριο στρέμματα ενεργειακών φυτών ηλίανθου και ελαιοκράμβης και το ποσοστό συμμετοχής τους στη συνολική ποσότητα του βιοντίζελ κατανομής του 2011 ξεπερνά το 92%.
Να σημειωθεί ότι το 2006 όταν ξεκίνησε η παραγωγή βιοντίζελ καλλιεργήθηκαν 35.000 στρέμματα ενεργειακών σπόρων και η συμμετοχή των ενεργειακών καλλιεργειών στην παραγωγή βιοντίζελ εκείνη τη χρονιά δεν ξεπέρασε σε ποσοστό το 5-10% του 2006.
Είναι, λοιπόν, εντυπωσιακό το γεγονός ότι μέσα σε τρία χρόνια από 35.000 στρ. οδηγηθήκαμε σε καλλιέργειες 1.000.000στρ. περίπου και το ελληνικό βιοντίζελ καλύπτει πλέον από το 5-10% το 92% του βιοντίζελ που καταναλώνεται στη χώρα μας.
3) Στην ελληνική περιφέρεια δημιουργήθηκαν και λειτουργούν 14 μονάδες παραγωγής βιοντίζελ, οι οποίες τονώνουν την απασχόληση και το εισόδημα στις περιοχές αυτές.
4) Στην όλη δραστηριότητα απασχολούνται χιλιάδες αγρότες, γεωπόνοι, έμποροι, ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών, μεταφορείς, μεταποιητές, εργοστάσια παραγωγής βιοντίζελ και γενικά δημιουργείται ένας κύκλος εργασιών ο οποίος ξεπερνά τα 150 εκατ. ευρώ ετησίως. 5) Οι καλλιέργειες ενεργειακών φυτών πραγματοποιούνται σε εδάφη χαμηλής αποδοτικότητας και το εισόδημα που αποκομίζουν οι αγρότες είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο εισόδημα των παραδοσιακών, αλλά οικονομικά ασύμφορων, καλλιεργειών του παρελθόντος, κυρίως δημητριακών.
6)Η βιομάζα που αποτελεί το παραπροϊόν των ενεργειακών καλλιεργειών, καθώς και τα παραπροϊόντα της παραγωγής του βιοντίζελ, μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η στρατηγική για την παραγωγή βιοντίζελ από ελληνικά ενεργειακά φυτά, που χαράχθηκε κι άρχισε να εφαρμόζεται το 2005 μέσα από το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε προς όφελος της χώρας και των ελλήνων παραγωγών, θα έπρεπε να είναι διαρκής, σαφής και αταλάντευτη για την ελληνική Πολιτεία.
Πρόσφατα, όμως, τα διυλιστήρια που, με βάση το Νόμο του 2005 υποχρεωτικά απορροφούν το παραγόμενο βιοντίζελ άλλαξαν στάση, «κυνηγώντας» προφανώς το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.
Μπήκαν και αυτά σαν εισαγωγείς στην κατανομή και η θέση τους πλέον είναι υπέρ της συμπίεσης της τιμής αγοράς του βιοντίζελ από ελληνικές πρώτες ύλες και η προσαρμογή του σε χαμηλότερες διεθνείς τιμές αντίστοιχων προϊόντων, τα οποία όμως είναι ή επιδοτούμενα από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ ή βασισμένα σε πρώτες ύλες από μη αειφόρο φοινικέλαιο (αποψίλωση δασών) η γενετικά τροποποιημένο σογιέλαιο.
Είναι εμφανές ότι εάν η κατάσταση αυτή παγιοποιηθεί και δεν αντιμετωπισθεί με μια ξεκάθαρη πολιτική από την ελληνική κυβέρνηση, τότε η όλη προσπάθεια που ξεκίνησε με πολύ καλά αποτελέσματα για τον αγροτικό τομέα της χώρας μας κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα.
Θα φθάσουμε στο σημείο, η χώρα αντί για ελληνικό βιοντιζελ από ελληνικές καλλιέργειες, που έχει τη δυνατότητα να παράγει με πολύ καλές προοπτικές, να καταναλώνει εισαγόμενο επιδοτημένο από τις Κυβερνήσεις των χωρών παραγωγής τους βιοντιζελ ή εναλλακτικά εισαγόμενα λάδια που θα μετατραπούν σε βιοντίζελ από τις ντόπιες μονάδες (χωρίς τη συμμετοχή αγροτών).
Πέραν του βιοντίζελ, όμως, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο προερχόμενο από βιομάζα.
Με τον όρο βιομάζα αποκαλούμε οποιοδήποτε υλικό παράγεται από ζωντανούς οργανισμούς (όπως είναι τα υπολείμματα καλλιεργειών, τα κτηνοτροφικά απόβλητα κ.λπ.) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο για παραγωγή ενέργειας
Ήδη υπάρχουν επιχειρήσεις, έτοιμες από πλευράς αδειοδοτήσεων από τη Ρ.Α.Ε. (ρυθμιστική αρχή ενέργειας) για την ηλεκτροπαραγωγή με βάση το Ν.3851/2010, που σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις, η κάθε μια από τις οποίες είναι της τάξης των 5.000.000-10.000.000 ευρώ.
Επίσης, επενδυτικά Funds από το εξωτερικό δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο κλάδο και αναμένουν οι τελικές ρυθμίσεις (οι οποίες καθυστερούν αδικαιολόγητα) από το Υπουργείο Οικονομικών και κυρίως Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να προχωρήσουν σε υλοποίηση των επενδύσεων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο που προέρχεται από βιομάζα θα παράγει ποσότητα περίπου 3ΜW/Η ηλεκτρικό ρεύμα, ή 24.000MWH ανα έτος, θα απασχολεί 20-25 άτομα κυρίως επιστημονικής κατάρτισης και, φυσικά, θα ενισχύει το αγροτικό εισόδημα σε αρκετές χιλιάδες παραγωγούς, που θα καλλιεργούν προϊόντα γεωργικής φύσεως (βιομάζα, η οποία αποτελεί την πρώτη ύλη των βιοαντιδραστήρων για την παραγωγή βιοαερίου).
Παράλληλα κάθε μονάδα θα παράγει αρκετή ποσότητα υγρού βιολογικού λιπάσματος (ως παραπροϊόν), ώστε να καλύψει την οργανική λίπανση 5000-10000 στρεμμάτων.
Επίσης, μια σειρά από υπολείμματα φυτικής και ζωικής προέλευσης, των οποίων σήμερα η διαχείριση αποτελεί τεράστιο οικολογικό πρόβλημα, θα μετατραπούν σε χρήσιμες πρώτες ύλες αυξάνοντας την περιβαλλοντική συνεισφορά της πιο πάνω τεχνολογίας.
Συμπερασματικά, οι προσπάθειες που αναλυτικά περιγράφονται παραπάνω, σε συνδυασμό με την παραγωγή βιοαιθανόλης (βιολογικής βενζίνης) από ελληνικά ενεργειακά φυτά (η οποία ξεκίνησε το 2006 από την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, όμως η οικονομική κρίση του 2008 οδήγησε διεθνείς οίκους που έδειξαν σοβαρό αρχικό ενδιαφέρον για την συμμετοχή τους μαζί με την ΕΒΖ στην υλοποίηση της να αποσυρθούν), μπορούν να αποτελέσουν την ουσιαστική ατμομηχανή της περιφερειακής και αγροτικής ανάπτυξης της χώρας μας, παράλληλα με την τόνωση του ενεργειακού μας ισοζυγίου .
Αρκεί να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις από την πλευρά της Πολιτείας, με ξεκάθαρο προσανατολισμό στην κατεύθυνση του εθνικού συμφέροντος.
.
Υπουργού Γεωργίας
και βουλευτή Ξάνθης
Αλέξανδρου Κοντού
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ
Η οικονομική κρίση που ταλανίζει με πρωτόγνωρο τρόπο την Ελλάδα, έχει επιφέρει ύφεση σε όλα τα επίπεδα.
Αγανακτισμένοι πολίτες, κυρίως από τα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δέχονται ανελέητα χτυπήματα από την μεγάλη οικονομική ύφεση και τις τρομακτικές διαστάσεις, που αυτή πλέον προσλαμβάνει μέρα με τη μέρα.
Αυτή την κρίσιμη ώρα, το ερώτημα που για όλους έχει καίρια σημασία είναι εάν υπάρχει διέξοδος.
Τι μπορούμε ως χώρα, πολιτικοί, πολίτες να κάνουμε έτσι ώστε η σημερινή δεινή οικονομική θέση, στην οποία ως χώρα έχουμε περιέλθει, να ξεπερασθεί όσο το δυνατό πιο ανώδυνα και με λιγότερες συνέπειες για την κοινωνία και τις ζωές των συμπολιτών μας. Κυρίως, της ελληνικής περιφέρειας, η οποία έχει κυριολεκτικά αφεθεί στην τύχη της και οδηγείται σε θανατηφόρο μαρασμό.
«Μαγικές συνταγές» είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν.
Σε τόσο κρίσιμες περιόδους σίγουρα χρειάζονται ξεκάθαρες και, φυσικά, υλοποιήσιμες στρατηγικές.
Στο παρελθόν εφαρμόστηκαν με επιτυχία σημαντικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της ανάπτυξης του Τόπου και της ενίσχυσης του εισοδήματος των ελλήνων.
Αυτές είναι σημαντικό σήμερα να αξιοποιηθούν, μαζί με άλλες δράσεις που μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά και να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα, εφόσον υλοποιηθούν με γρήγορο, καλά οργανωμένο και δυναμικό τρόπο.
Η παραγωγή βιοντίζελ (βιολογικού πετρελαίου) και βιοαιθανόλης (βιολογικής βενζίνης) από ελληνικά ενεργειακά φυτά, αποτελούν ένα σημαντικό αναπτυξιακό βήμα, όπως επίσης και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο, προερχόμενο από βιομάζα.
Οι πολιτικές αυτές σίγουρα κινούνται στη δημιουργική «τροχιά», που αυτή την ώρα έχει ανάγκη η χώρα.
Τον τελευταίο καιρό, βέβαια, παρατηρούμε αρμόδια κυβερνητικά στελέχη να αναφέρονται με ενθουσιασμό και μεγάλες προσδοκίες σε μία σειρά μεγάλων επενδύσεων στον τομέα των φωτοβολταϊκών.
Οι επενδύσεις μπορεί πράγματι να κινούνται στην κατεύθυνση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, στην οποία η χώρα μας είναι ελλειμματική και αναγκάζεται να εισάγει με υψηλό κόστος.
Ωστόσο, αφορούν πανάκριβες εισαγόμενες τεχνολογίες, οι οποίες είναι σημαντικό ότι δε δημιουργούν εγχώρια προστιθέμενη αξία, δε συμβάλουν στην αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος της ανεργίας που αντιμετωπίζει πλέον η χώρα μας και, κυρίως, δεν αξιοποιούν αναγνωρισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα μας και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενίσχυσης της ελληνικής Περιφέρειας, η οποία δέχεται μεγάλο πλήγμα από την οικονομική κρίση.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένη σε παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και καυσίμων από ελληνικά ενεργειακά φυτά, προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες της και παράλληλα να ενισχύει την αγροτική της οικονομία και να τονώνει την Περιφέρεια της.
Η κατεύθυνση αυτή καλύπτει δυο εξαιρετικά ευαίσθητους και ενδιαφέροντες τομείς της οικονομίας μας, την παραγωγή ενέργειας σε άμεση συνάρτηση με την αγροτική ανάπτυξη και αποτελεί μία μεγάλη διέξοδο στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας μας.
Για να επιτύχει το εγχείρημα χρειάζεται να αξιοποιηθούν πρωτοβουλίες, όπως αυτή που στη συνέχεια περιγράφεται, οι οποίες αναλήφθηκαν στο παρελθόν με επιτυχία και πάνω από όλα να υπάρξει ειλικρινής πολιτική βούληση, ανεπηρέαστη από κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
Στις 30/8/2005 στο Υπουργείο Ανάπτυξης τρείς Υφυπουργοί (Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομικών), παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις, τα εμπόδια και τις αγκυλώσεις και τους αρχικούς σχεδιασμούς του Υπηρεσιακού μηχανισμού του Υπουργείου για εισαγόμενα βιοκαύσιμα (που ενδεχομένως δέχονταν πιέσεις από εμπόρους και εισαγωγείς πετρελαιοειδών), εισηγήθηκαν στον τότε Υπουργό Ανάπτυξης την ψήφιση Νόμου, με σαφή κατεύθυνση την παραγωγή βιοκαυσίμων από ελληνικά ενεργειακά φυτά.
Η εισήγηση έγινε δεκτή αμέσως και σε υλοποίηση της ψηφίστηκε ο Ν.3323/2005 «Εισαγωγή στην Ελληνική αγορά των βιοκαυσίμων και των άλλων ανανεώσιμων καυσίμων», ο οποίος μεταξύ άλλων προέβλεπε τα εξής:
1) Έδινε προτεραιότητα στην αποφορολόγηση και παράδοση στα διυλιστήρια βιοντίζελ (βιολογικού πετρελαίου) από ελληνικά ενεργειακά φυτά. Η παραγωγή των ενεργειακών φυτών ήταν πλήρως συμβολαιοποιημένη δηλαδή η απορρόφηση τους ήταν εγγυημένη με συμβόλαια που υπογράφονταν μεταξύ αγροτών και εταιριών βιοντίζελ, τα οποία μάλιστα θεωρούνταν και επιβεβαιώνονταν από τις διευθύνσεις αγροτικής ανάπτυξης της κάθε περιοχής. 2) Έδινε την δυνατότητα κατασκευής μικρών μονάδων παραγωγής και αποθήκευσης βιοντίζελ σε όλη την ελληνική περιφέρεια, σε αντίθεση με την αρχική υπηρεσιακή πρόταση που προέβλεπε την κατασκευή μεγάλων μονάδων κυρίως σε περιοχές κοντά στο λεκανοπέδιο .
3) Κάθε απόφαση που αφορούσε κατανομές βιοκαυσίμων ή άλλα σχετικά θέματα χρειαζόταν απαραίτητα και την υπογραφή του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης. Οπότε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης αποκτούσε την δυνατότητα να θέτει βέτο σε οποιαδήποτε απόφαση δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των αγροτών.
4) Έδινε τη δυνατότητα σε αγροτικούς συνεταιρισμούς να πραγματοποιούν τις απαραίτητες παρεμβάσεις μεταξύ αγροτών και εταιριών βιοντιζελ προκειμένου να διασφαλίζουν τα συμφέροντα των αγροτών, καθώς επίσης εφόσον οι συνεταιρισμοί είχαν την οικονομική δυνατότητα να κατασκευάζουν μονάδες βιοντιζελ.
Μετά την ψήφιση του Νόμου το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για την άμεση και επιτυχή εφαρμογή του.
Ξεκίνησε συντονισμένα συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, με εκπροσώπους των συνεταιρισμών, με ενδιαφερόμενους να επενδύσουν στον τομέα της ενέργειας και παράλληλα έδωσε έμφαση στην ενημέρωση στις αγροτικές περιοχές, που ενδείκνυνται για ανάπτυξη ενεργειακών καλλιεργειών, έτσι ώστε να πεισθούν οι αγρότες για τα πλεονεκτήματα των ενεργειακών καλλιεργειών.
Πέραν αυτών, δημιουργήθηκε ειδική επιστημονική ομάδα, με αντικείμενο την προώθηση των ενεργειακών καλλιεργειών στη χώρα μας και την παρακολούθηση όλων των εξελίξεων στον τομέα των βιοκαυσίμων σε διεθνές επίπεδο, η οποία λειτούργησε υποδειγματικά στην παροχή συμβούλων στην πολιτική ηγεσία για την ενδυνάμωση της προσπάθειας αυτής.
Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτή ήταν εντυπωσιακά:
1) Η πρώτη παραγωγή ελληνικού βιοντίζελ της τάξης των 15.000 χιλιόλιτρων το 2006, μέσα σε τρία χρόνια, εκτινάχθηκε σε 140-150.000 χιλιόλιτρα .
Η ποσότητα αυτή σχεδόν καλύπτει όλη την ποσότητα του βιοντίζελ που καταναλώνει ετησίως η χώρα μας, ενός προϊόντος που είναι φιλικό στο περιβάλλον, καλύπτοντας έτσι τις απαραίτητες προϋποθέσεις του σχετικού κανονισμού της Ε.Ε. και αποτρέποντας αντίστοιχες εισαγωγές, που θα έπρεπε αναγκαστικά να γίνουν στην περίπτωση δεν είχαμε την δική μας παραγωγή.
2) Σήμερα, στην Ελλάδα καλλιεργούνται ετήσια περίπου 1 εκατομμύριο στρέμματα ενεργειακών φυτών ηλίανθου και ελαιοκράμβης και το ποσοστό συμμετοχής τους στη συνολική ποσότητα του βιοντίζελ κατανομής του 2011 ξεπερνά το 92%.
Να σημειωθεί ότι το 2006 όταν ξεκίνησε η παραγωγή βιοντίζελ καλλιεργήθηκαν 35.000 στρέμματα ενεργειακών σπόρων και η συμμετοχή των ενεργειακών καλλιεργειών στην παραγωγή βιοντίζελ εκείνη τη χρονιά δεν ξεπέρασε σε ποσοστό το 5-10% του 2006.
Είναι, λοιπόν, εντυπωσιακό το γεγονός ότι μέσα σε τρία χρόνια από 35.000 στρ. οδηγηθήκαμε σε καλλιέργειες 1.000.000στρ. περίπου και το ελληνικό βιοντίζελ καλύπτει πλέον από το 5-10% το 92% του βιοντίζελ που καταναλώνεται στη χώρα μας.
3) Στην ελληνική περιφέρεια δημιουργήθηκαν και λειτουργούν 14 μονάδες παραγωγής βιοντίζελ, οι οποίες τονώνουν την απασχόληση και το εισόδημα στις περιοχές αυτές.
4) Στην όλη δραστηριότητα απασχολούνται χιλιάδες αγρότες, γεωπόνοι, έμποροι, ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών, μεταφορείς, μεταποιητές, εργοστάσια παραγωγής βιοντίζελ και γενικά δημιουργείται ένας κύκλος εργασιών ο οποίος ξεπερνά τα 150 εκατ. ευρώ ετησίως. 5) Οι καλλιέργειες ενεργειακών φυτών πραγματοποιούνται σε εδάφη χαμηλής αποδοτικότητας και το εισόδημα που αποκομίζουν οι αγρότες είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο εισόδημα των παραδοσιακών, αλλά οικονομικά ασύμφορων, καλλιεργειών του παρελθόντος, κυρίως δημητριακών.
6)Η βιομάζα που αποτελεί το παραπροϊόν των ενεργειακών καλλιεργειών, καθώς και τα παραπροϊόντα της παραγωγής του βιοντίζελ, μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η στρατηγική για την παραγωγή βιοντίζελ από ελληνικά ενεργειακά φυτά, που χαράχθηκε κι άρχισε να εφαρμόζεται το 2005 μέσα από το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε προς όφελος της χώρας και των ελλήνων παραγωγών, θα έπρεπε να είναι διαρκής, σαφής και αταλάντευτη για την ελληνική Πολιτεία.
Πρόσφατα, όμως, τα διυλιστήρια που, με βάση το Νόμο του 2005 υποχρεωτικά απορροφούν το παραγόμενο βιοντίζελ άλλαξαν στάση, «κυνηγώντας» προφανώς το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.
Μπήκαν και αυτά σαν εισαγωγείς στην κατανομή και η θέση τους πλέον είναι υπέρ της συμπίεσης της τιμής αγοράς του βιοντίζελ από ελληνικές πρώτες ύλες και η προσαρμογή του σε χαμηλότερες διεθνείς τιμές αντίστοιχων προϊόντων, τα οποία όμως είναι ή επιδοτούμενα από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ ή βασισμένα σε πρώτες ύλες από μη αειφόρο φοινικέλαιο (αποψίλωση δασών) η γενετικά τροποποιημένο σογιέλαιο.
Είναι εμφανές ότι εάν η κατάσταση αυτή παγιοποιηθεί και δεν αντιμετωπισθεί με μια ξεκάθαρη πολιτική από την ελληνική κυβέρνηση, τότε η όλη προσπάθεια που ξεκίνησε με πολύ καλά αποτελέσματα για τον αγροτικό τομέα της χώρας μας κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα.
Θα φθάσουμε στο σημείο, η χώρα αντί για ελληνικό βιοντιζελ από ελληνικές καλλιέργειες, που έχει τη δυνατότητα να παράγει με πολύ καλές προοπτικές, να καταναλώνει εισαγόμενο επιδοτημένο από τις Κυβερνήσεις των χωρών παραγωγής τους βιοντιζελ ή εναλλακτικά εισαγόμενα λάδια που θα μετατραπούν σε βιοντίζελ από τις ντόπιες μονάδες (χωρίς τη συμμετοχή αγροτών).
Πέραν του βιοντίζελ, όμως, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο προερχόμενο από βιομάζα.
Με τον όρο βιομάζα αποκαλούμε οποιοδήποτε υλικό παράγεται από ζωντανούς οργανισμούς (όπως είναι τα υπολείμματα καλλιεργειών, τα κτηνοτροφικά απόβλητα κ.λπ.) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο για παραγωγή ενέργειας
Ήδη υπάρχουν επιχειρήσεις, έτοιμες από πλευράς αδειοδοτήσεων από τη Ρ.Α.Ε. (ρυθμιστική αρχή ενέργειας) για την ηλεκτροπαραγωγή με βάση το Ν.3851/2010, που σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις, η κάθε μια από τις οποίες είναι της τάξης των 5.000.000-10.000.000 ευρώ.
Επίσης, επενδυτικά Funds από το εξωτερικό δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο κλάδο και αναμένουν οι τελικές ρυθμίσεις (οι οποίες καθυστερούν αδικαιολόγητα) από το Υπουργείο Οικονομικών και κυρίως Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να προχωρήσουν σε υλοποίηση των επενδύσεων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιοαέριο που προέρχεται από βιομάζα θα παράγει ποσότητα περίπου 3ΜW/Η ηλεκτρικό ρεύμα, ή 24.000MWH ανα έτος, θα απασχολεί 20-25 άτομα κυρίως επιστημονικής κατάρτισης και, φυσικά, θα ενισχύει το αγροτικό εισόδημα σε αρκετές χιλιάδες παραγωγούς, που θα καλλιεργούν προϊόντα γεωργικής φύσεως (βιομάζα, η οποία αποτελεί την πρώτη ύλη των βιοαντιδραστήρων για την παραγωγή βιοαερίου).
Παράλληλα κάθε μονάδα θα παράγει αρκετή ποσότητα υγρού βιολογικού λιπάσματος (ως παραπροϊόν), ώστε να καλύψει την οργανική λίπανση 5000-10000 στρεμμάτων.
Επίσης, μια σειρά από υπολείμματα φυτικής και ζωικής προέλευσης, των οποίων σήμερα η διαχείριση αποτελεί τεράστιο οικολογικό πρόβλημα, θα μετατραπούν σε χρήσιμες πρώτες ύλες αυξάνοντας την περιβαλλοντική συνεισφορά της πιο πάνω τεχνολογίας.
Συμπερασματικά, οι προσπάθειες που αναλυτικά περιγράφονται παραπάνω, σε συνδυασμό με την παραγωγή βιοαιθανόλης (βιολογικής βενζίνης) από ελληνικά ενεργειακά φυτά (η οποία ξεκίνησε το 2006 από την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, όμως η οικονομική κρίση του 2008 οδήγησε διεθνείς οίκους που έδειξαν σοβαρό αρχικό ενδιαφέρον για την συμμετοχή τους μαζί με την ΕΒΖ στην υλοποίηση της να αποσυρθούν), μπορούν να αποτελέσουν την ουσιαστική ατμομηχανή της περιφερειακής και αγροτικής ανάπτυξης της χώρας μας, παράλληλα με την τόνωση του ενεργειακού μας ισοζυγίου .
Αρκεί να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις από την πλευρά της Πολιτείας, με ξεκάθαρο προσανατολισμό στην κατεύθυνση του εθνικού συμφέροντος.
.