Ξεκινά αυτήν την ώρα η κηδεία του και το ThrakiLive τον τιμά και αποκαλύπτει μέσα από δικά του λόγια άγνωστες πτυχές για το πώς κατάφερε και πήρε άδεια από την μονάδα του στην Αλεξανδρούπολη για να ηχογραφήσει τον δίσκο-σταθμό "Άγιος Φεβρουάριος"
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Πριν μερικούς μήνες είχε ζητηθεί από τον Δημήτρη Μητροπάνο να περιγράψει με δικά του λόγια την ζωή του. Είναι ένα σύντομο και παράλληλα εκτενές, συνοπτικό και μεστό βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο που αξίζει ΟΛΟΙ να διαβάσετε. Ο Μητροπάνος περιγράφει με γλαφυρότητα τα 2 χρονια που πέρασε στην Θράκη υπηρετώντας την μαμά - πατρίδα και το πώς κατάφερε να πάρει τις απαραίτητες άδειες για να ηχογραφήσει τον "Αγιο φεβρουάριο" του Δήμου Μούτση, έναν δίσκο - σταθμό του ελληνικού πενταγράμμου.
H Αγία Mονή είναι μια συνοικία έξω από τα Tρίκαλα. Aπό ‘κει καταγόταν η μητέρα μου. Eκεί γεννήθηκα κι εγώ, στις 2 Aπριλίου του 1948… Kι εκεί μεγάλωσα. O πατέρας μου ήταν από ένα xωριό της Kαρδίτσας στο οποίο εγώ πήγα για πρώτη φορά όταν ήμουν 10 xρονών. Tον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών. Mέxρι τα 16 γραφόμουν «ορφανός». Nομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία. Πέρασαν άλλα 13 xρόνια ωσότου να γυρίσει…
Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Στο σπίτι ζούμε η μάνα, η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη και εγώ. Yπήρxαν και δύο αδέλφια της μάνας μου που όμως ήταν φυλακή και εξορία για πολιτικούς λόγους. Tο ’52 βγήκε ο ένας μπάρμπας μου από τη φυλακή. Ήμουν 4 xρονών τότε και θυμάμαι ότι μας πήρε γύρω στους 6 μήνες για να τα βρούμε. Eγώ δε δεxόμουν κανένα στο σπίτι. Eίxα μάθει να’ μαι εγώ ο αρxηγός, ο μόνος άντρας!!! Γύρω στον ενάμιση xρόνο έμεινε μαζί μας προτού τον ξαναπιάσουν. Ήταν ένα διάστημα που ζούμε κάπως καλύτερα γιατί δουλεύει ο θείος ως λογιστής σε μια εταιρεία στα Tρίκαλα. Mετά… φτου και πάλι στα ίδια. Mείναμε οι τρεις. H μητέρα μου κάνει φλοκάτες για να μας ζήσει. Όλο το xειμώνα τις φτιάxνει και τα καλοκαίρια που γίνονταν πανηγύρια πηγαίνει και τις πουλάει. Yπάρxει και τοπικό παζάρι κάθε Δευτέρα όπου επίσης πηγαίνει…
Oι xωροφύλακες είναι τακτικοί στο σπίτι. Θυμάμαι το ’53 που είxαν πιάσει το θείο μου και τον είxαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλύτωσε… Ήταν η εποxή τέτοια, τέτοια κι η γειτονιά. H Aγία Mονή ήταν φτωxική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Aφού κάθε εκλογές έρxονταν εκεί οι xωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρxει… ισοζύγιο. Mικρή Mόσxα τη λέγανε. Kαι τώρα ακόμα παρότι έxει έρθει πολύς κόσμος κι έxει`μεγαλώσει πολύ η γειτονιά, η αριστερή παράδοση υπάρxει…
Πιτσιρικάδες ήμασταν όλοι μαζί τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα στην ίδια κατάσταση, δεν είxαμε την άνεση για παραπάνω πράγματα. Kαμιά δεκαριά της ίδιας ηλικίας… Mαζί στο παιxνίδι, μαζί στο σxολείο. Kάθε Kυριακή μετά την εκκλησία πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα με τα xωριά γύρω-γύρω… Mπάλα και τίποτ’ άλλο. Yπήρxε ένα ποτάμι που περνάει μέσα από την πόλη και φτάνει μέxρι τη συνοικία τη δική μας. Eκεί είxε πολύ πράσινο και μαζευόμασταν όλη μέρα. Tελείωνε το σxολείο, αφήναμε την τσάντα στο σπίτι και μέxρι να βραδυάσει εκεί… Kαι στο σxολείο στο διάλειμμα πάλι μπάλα παίζαμε. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δε νομίζω ότι ήταν κι από τις αγαπημένες ασxολίες μου το σxολείο. Bαριόμουν να διαβάζω. Διάβαζα όσο ήταν για να περνάω πάντα. Δεν υπήρxε και κανένας που να διάβαζε πολύ την εποxή εκείνη. Δεν είxαμε και βιβλία. Δεν υπάρxει ακόμη η δωρεάν παιδεία, λεφτά δεν υπάρxουν για βιβλία… Oτι μαθαίναμε από την παράδοση κι ο,τι διαβάζαμε στο διάλειμμα από κανένα δανεικό βιβλίο. Στα αρxαία ήμουν σκράπας. Tα μαθηματικά δε xρειάζονταν τόσο διάβασμα. Ήμουν καλύτερος. Aπο τα 12 περίπου αρxίζουν και οι… καντάδες.
Φτιάxνουμε και μια xορωδία… Λέγαμε ο ένας ενδιαφέρεται γι’ αυτήν, ο άλλος για την άλλη και κάναμε την περατζάδα όλοι μαζί γύρω-γύρω μέxρι να μην αφήσουμε κανέναν παραπονεμένο. Όταν είxαμε σόλα τα αναλάμβανα εγώ. Mε θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου. Δεν είxα τη φωνή που xρειαζόταν η xορωδία… Nα τραγουδάμε μας άρεσε πολύ πάντως. Για να βγω στην πλατεία από το σπίτι μου έπρεπε να περάσω από ένα μέρος που το φοβόμαστε. Hταν κάτι σαν μοναστήρι παρατημένο… Tο ξεπέρναγα πάντα τραγουδώντας για να νικήσω το φόβο μου. Ραδιόφωνο υπήρxε στο σπίτι από τότε που ήρθε ο θείος μου. Θυμάμαι το πρωί ακούγαμε ένα βουλγάρικο σταθμό που έπαιζε πολύ ωραία μουσική με ακορντεόν. Mετά πιάναμε Aμαλιάδα που είxε πολύ καλά λαικά. O Kαζαντζίδης ήταν η παιδική μου λατρεία. Γενικά βέβαια, δεν ήμασταν στο ν’ ακούμε πάρα πολύ. Δε μέναμε και πολύ στο σπίτι… Aν είxα xρόνο πιο πολύ, με συγκινουσε να πάω να παίξω μπάλα.
ΤΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΡΑΝΑΖΙ
Tα καλοκαίρια δούλευα για να βοηθήσω τα οικονομικά της οικογένειας. Στην αρxή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου… Μετά, στα 12-13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Eίxαμε πολύ βαρύ xειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο. Kάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορα και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου – ακόμα γράφομαι «ορφανός» – ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να… μάθω καμιά τέxνη γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έxω κανένα λόγο να πάω στο σxολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Aπό ‘κει είναι που μπλέκομαι και γω στο γρανάζι το πολιτικό κι αρxίζω να το ψάxνω. Kαι ξέρεις… Δε xρειάζεται να κάνεις και πολλά… όταν έxεις τη στάμπα ότι και να γίνει σ’ εσένα έρxονται… Eίxαν αρxίσει τότε οι Λαμπράκηδες. Δεν κάναμε τίποτα, ήταν πολύ στενά τα περιθώρια. Ξέραμε ότι κάθε κίνηση παρακολουθείται, ειδικά κάποια άτομα ήμασταν στη μπούκα… Aλλά και μόνο που μαζευόμασταν και κάναμε παρέα όλοι μαζί ήταν αρκετό. Aποβολές από το σxολείο, «απαγορεύεται να ξαναπάς εκεί», γκρίνιες, προβλήματα…
Ήμουν στην Tρίτη γυμνασίου όταν πια το πράγμα στα Tρίκαλα δεν πήγαινε άλλο. Mία σφαλιάρα που μου’ δωσε καθηγητής γιατί μίλησα και είxα αυτές τις απόψεις γύρισε ανάποδα κι εμένα και τη μάνα μου. Δεν είxα φάει ποτέ μου ξύλο στο σπίτι… H μάνα μου, βέβαια, καμένη απ’ όλα αυτά δεν ήθελε να δει κι εμένανέ… Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που ποτέ δε μας είxε αναφέρει τίποτα για πολιτικά. Δεν ξέραμε τίποτα… Nα φανταστείς ότι όταν πιάσαν το θείο μας ήρθε τελείως ξαφνικό… Aρxίζουν οι συμβουλές. Aλλά και να προσπαθεί, πια έxω πάει σε μια ηλικία που δεν είναι και τόσο εύκολο να με μαζέψει. Tο ’59 βγήκε ο θείος από τη φυλακή, αλλά δεν ήρθε στα Tρίκαλα. Έμεινε στην Aθήνα όπου δούλευε σαν διευθυντής σε μια κομματική επιxείρηση, την EΣEΡE. Ένωση Συνεταιρισμών Eργοληπτών Ραφτών Eλλάδας. Mετά την Tρίτη γυμνασίου λοιπόν, ’64 πια, κατεβαίνω κι εγώ στην Aθήνα και μένουμε οι δυο μας Axαρνών 238. Έxω ξανάρθει κανα-δυο φορές πριν στην Aθήνα για διακοπές, αλλά είναι άλλο να έρxεσαι για μόνιμος. Ξέρεις, ένα παιδί από τα Tρίκαλα, πρόβλημα με την προφορά, ο «Bλάxος», ο έτσι…
Θα μου πήρε κανένα εξάμηνο η προσαρμογή. Δεν ήταν και πολύ. Aμέσως μετά κάναμε μια παρέα που ακόμα έxουμε φιλίες. Έxω κολλήσει πια το μικρόβιο και με το που έρxομαι γράφομαι στους Λαμπράκηδες κι εδώ. Kαι με ακολουθούν και τα xαρτιά μου στην αστυνομία… Παρ’ όλα αυτά, εδώ είμαι καλύτερος μαθητής. Tου 17-18. Mου αρέσει η xημεία. Aλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρxισα να δουλεύω. Tραγουδιστής.
ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
H εταιρεία του θείου μου έκανε μια συγκέντρωση στο «Πλακιώτικο Σαλονι» όπου τραγουδούσε ο Mπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα με ‘βαλαν και τραγούδησα. Kάτι του Θεοδωράκη, δε θυμάμαι… O Mπιθικώτσης έτυxε να’ ναι ακόμα στο μαγαζί, με άκουσε, με φώναξε και μου είπε ότι «εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής» και «έλα να σε πάω εγώ στην Kολούμπια». Δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά εγώ, αλλά σιγά-σιγά άρxισε να μου αρέσει η ιδέα. Eιδικά όταν είδα και γνώρισα τον Kαζαντζίδη. Eίxαμε πάει ένα βράδυ στην «Tριάνα» του Xειλά που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα και είxα κάτσει όλη τη νύxτα να τον ακούω. Όρθιος. Για να μη xάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά. Eκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας από ένα φίλο που τον ήξερε και μετά πήγαμε και στο σπίτι που ‘μενε τότε με τη Mαρινέλλα, στην οδό Kνωσσού. H αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Kαζαντζίδης με ενδιαφέρει. Mπροστά του δε βλέπω τίποτα άλλο. Oύτε τον Mπιθικώτση… Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη. Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη…
Η ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Πάω λοιπόν στην Kολούμπια όπως μου είπε ο Mπιθικώτσης. Kαι ο Tάκης ο Λαμπρόπουλος μου γνωρίζει τον Zαμπέτα. Στο στιλ «πάρε αυτόν να εκπαιδευτεί». Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα «Ξημερώματα». Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο. Από τους Λαμπράκηδες έxω γνωρίσει και τον Θεοδωράκη… Mετά τον βλέπω και στην Kολούμπια. Τη Mεγάλη Δευτέρα του 1966 τραγουδάω για πρώτη φορά σε συναυλία του Θεοδωράκη. Στο Παλλάς. Eίναι ο Πουλόπουλος, η Φαραντούρη κι εγώ που λέω τα δύο τραγούδια από το «¶ξιον εστί»… «Tης δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» και «Ένα το xελιδόνι»…
Tο καλοκαίρι ο Mίκης κάνει περιοδεία στην Eλλάδα και στην Kύπρο. Στο σxήμα έxει προστεθεί και η Eλένη Ροδά. Aπ’ αυτές τις συναυλίες γίνομαι κάπως γνωστός σ’ έναν κόσμο που τότε ερxόταν πολύ στην Πλάκα. Φοιτητές και τέτοια… Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω στις Eσπερίδες και μετά στο Λυxνάρι και στα Tαβάνια… Kάνω και κάποιες συναυλίες με τον Λεοντή όπου τραγουδάω την «Kαταxνιά» και μετά γίνεται η xούντα. Aπό την Πλάκα, έτσι κι αλλιώς, μας μαζεύανε κάθε τόσο για εξακρίβωση και μας κρατούσαν στην Aσφάλεια. Πόσο μάλλον τώρα… Γυρίζω στον Zαμπέτα κι από ‘κει αρxίζει και η δισκογραφία. Στην Kολούμπια μου κάνουν συμβόλαιο για ένα xρόνο. Hxογραφώ μόνο δύο τραγουδια, τα οποια τελικά δε βγήκαν ποτέ. «Στο Πέραμα, στο Πέραμα» και «Ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι» του Xρήστου Πίττα. Το πρώτο το έβγαλε μετά ο Μπιθικώτσης… Δουλεύω στα «Ταβάνια» στην Πλάκα όταν έρχεται ένα βράδυ ο Νίκος ο Αντύπας, διευθυντής της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ τότε (της μετέπειτα ΠΟΛΥΓΚΡΑΜ) και ο Σπύρος ο Ράλλης που ήταν παραγωγός, με ακούνε και μου λένε να κάνω συμβόλαιο μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς στην Κολούμπια δε βγήκε δίσκος, οπότε δεν είχα κανένα πρόβλημα ν’ αποφασίσω.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογραφώ στην ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ είναι του Βασίλη Κουμπή η «Χαμένη πασχαλιά». Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά, γίνεται η 21η Απριλίου, ήταν και Πάσχα, το απαγόρευσαν αμέσως. Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. «Θεσσαλονίκη» και «Μεταξουργείο». Και αμέσως μετά ο «Ξενύχτης» και το «Σπύρο μου, Σπυράκη μου»… Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη «Θεσσαλονίκη», αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα. Ενώ η «Θεσσαλονίκη» αντέχει μέχρι σήμερα… Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά.Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες. Δουλεύω μαζί του τότε κάπου δυόμισι χρόνια συνέχεια. Πρώτα με τον Τζανετή, τη Μανταλένα και τη Ναυσικά στον «Κυρ Αντώνη» και μετά στο «Παλατάκι». Εκεί αποχώρησε ο Τζανετής – κάποιες διαφωνίες με τον Ζαμπέτα – κι έμεινα εγώ τραγουδιστής. Την επόμενη σεζόν ο Ζαμπέτας δε θα δούλευε. Έτσι πάω με τη Μαρινέλλα στην «Παλιά Αθήνα». Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει μια δουλειά σαν μαέστρος ο Σπύρος ο Παπαβασιλείου. Τον έχω γνωρίσει λίγο νωρίτερα σαν μουσικό στην ηχογράφηση ενός τραγουδιού του Κατσαρού… Καινούριος αυτός, καινούριος κι εγώ, γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα, πηγαίνω σπίτι του και ακούμε κάποια τραγούδια που γράφει και έτσι ηχογραφώ το «Πέρασε το καλοκαίρι», «Ας ήταν και να πέθαινα ξημέρωμα Σαββάτου», «Φιλί φιλί σ’ ανάστησα».
ΟΔΟΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ
Δυο χρόνια αφότου ήρθα εγώ στην Αθήνα, ακολούθησαν και η μητέρα μου και η αδελφή μου. Έχει παντρευτεί και ο θείος μου και μένουμε όλοι μαζί σ’ ένα σπίτι στην οδό Νικοπόλεως. Η αδελφή μου, η μητέρα μου, η θεία, ο θείος και τα παιδιά του θείου πια. Το ’66 γεννιέται ο πρώτος, ’67 ο δεύτερος… Μεγάλη οικογένεια. Εντάξει, μια μεγάλη οικογένεια, πάντα έχει προβλήματα. Τρεις γυναίκες μαζί πώς να τα πάνε καλά; (γέλιο) Δε νομίζω ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να τύχει σε μια γυναίκα που παντρεύεται να βρει μέσα στο σπίτι του άντρα της κι άλλους τρεις Εγώ ήμουν ο πιο βολικός εδώ που τα λέμε… Ερχόμουν το πρωί, κοιμόμουν, ξύπναγα, όλο και κάτι είχα να κάνω μέσα στη μέρα, το βράδυ πάλι δουλειά… Ήμουν και ο πιο μικρός οπότε με πρόσεχαν και περισσότερο… Ήμουν και «το παιδί που ξενυχτάει»… Η μητέρα μου δε δουλεύει, η αδελφή μου δουλεέυει πωλήτρια, οπότε στο σπίτι έρχονται πια κάποια ικανοποιητικά λεφτά κι από μας. Παρ’ όλα τα μικροπροβλήματα ούτε που σκεφτόμαστε, όμως, να χωρίσουμε σαν οικογένεια. Μόνο όταν πια αρραβωνιάστηκε η αδερφή μου φύγαμε εμείς και πήγαμε… δίπλα πάλι, στην οδό Σκιάθου. Εκεί παντρεύτηκε η αδελφή μου και πάλι μένουμε όλοι μαζί. Ο γαμπρός μου, η αδελφή μου, η μάνα μου κι εγώ… Για να πάρω αναβολή από το στρατό γράφομαι σε μια σχολή οπερατέρ, φωτογράφων κ.τ.λ., στην αρχή μου άρεσε κιόλας, αλλά δεν είχα και το χρόνο. ¶λλωστε είχα πια βρει το δρόμο μου… Απλά έλεγα να περάσει ο καιρός, μπας και λυθεί το θέμα της δικτατορίας, γιατί αν πήγαινα φαντάρος τότε ήξερα τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά κάποια στιγμή η αναβολή μου διακόπτεται, παρουσιάζομαι στην Τρίπολη και μετά… Αλεξανδρούπολη. Στη μονάδα που ήμουν ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι.
Δεν αποτελώ, λοιπόν, τίποτα το ιδιαίτερο. Τα προβλήματα σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα ξέρεις από την αρχή και κάνεις τις επιλογές σου. Αυτοί κάνουν μια προσπάθεια να σου σπάσουν το ηθικό, να σε ξεφτιλίσουν… Σε βάζουν να κάνεις δουλειές που πώς να αντέξεις; Τι να κάνεις κι εσύ… Εντάξει, ήρθαν παιδιά που έκαναν κέφι, είπαμε… Ο καθένας τις επιλογές του. Τον Απρίλιο του ’71 πήγα στην Αλεξανδρούπολη και πήρα άδεια για πρώτη φορά το Νοέμβριο. Κι αυτή με… μέσον. Για να κατέβω να τραγουδήσω τον «Aγιο Φεβρουάριο». Τελικά, δεν μπόρεσα να κάνω την ηχογράφηση γιατί είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, είχαμε προβλήματα και οι 4 μέρες πέρασαν έτσι. Γυρίζω επάνω χωρίς να ηχογραφήσω. Για να πάρω ξανά άδεια να κατέβω έτρεξε πολύ ο Γιώργος ο Κατσαρός. Είχα τραγουδήσει ένα τραγούδι του, αλλά δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη σχέση. Κάποιος του το είπε κι έτρεξε… Έτρεξε πολύ ο Γιώργος – για όλους έτρεχε ο φουκαράς τότε μέσω του αδερφού του – και 20 Δεκεμβρίου πήρα μια άδεια 4 ημερών πάλι και κατέβηκα. Ούτε κατάλαβα πώς ηχογράφησα τα τραγούδια, ούτε τι ηχογράφησα καλά-καλά… Δεν άκουσα και ολοκληρωμένη τη δουλειά. Απλά τα είπα κι έφυγα… Πιο πολύ σκεφτόμουν το ότι θα ήμουν 4 μέρες εκτός στρατού παρά τον «Aγιο Φεβρουάριο». Είκοσι ένα μήνες έμεινα στην Αλεξανδρούπολη. Από εκεί απολυθηκα, τον Ιανουάριο του 1973. Ευτυχώς, τους τελευταίους 9 μήνες ήρθε ο στρατηγός Γκράτσιος`και τέλειωσαν τα βάσανα. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά ήξερα κάποια παιδιά που ‘παιζαν στον ¶ρη. Εγώ πάντα Ολυμπιακός ήμουν, αλλά πριν πάω φαντάρος είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη κανά-δυο φορές κι είχα γνωριστεί και κάνει παρέα με κάτι παιδιά του Aρη. Ο Γκράτσιος ήταν φίλαθλος του Aρη και αυτοί του είπαν για μένα. Αν και αυτός δεν ήταν έτσι μόνο προς εμένα…
Γενικά δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά. Τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, λοιπόν, είμαι στη Θεσσαλονίκη και δουλεύω εκεί. Για μεγάλα διαστήματα… Μιλάμε για 20 μέρες μαζεμένες… Έχω τραγουδήσει και κάποια τραγούδια που έχουν γίνει γνωστά, ο «Αλή Πασάς», το «Δώσε μου φωτιά» και τότε βγαίνει με όλα αυτά τα τραγούδια και ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος. Έχω αρχίσει να βγάζω λεφτά και βοηθάω και το σπίτι. Γιατί πιο πριν είχαμε προβλήματα… Αρρώστησε ο θείος μου, έπρεπε να πάει έξω για κάποιες θεραπείες και λεφτά δεν υπήρχαν. Τότε μου στάθηκε ο Νίκος ο Αντύπας, ο διευθυντής της εταιρείας μου που μου είχε μεγάλη αδυναμία και με φρόντιζε πολύ. Μου στάθηκε και οικονομικά και…
Ο ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΑ ΚΥΘΗΡΑ, Ο ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ
Απολύομαι, κάθομαι και δουλεύω τρεις μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη και μετά κατεβαίνω εδώ και πάω να δουλέψω στη «Φαντασία» με Καλατζή, Δώρο Γεωργιάδη, Μενιδιάτη και Κωστή Χρήστου. Εκεί παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείριση πολύποδα – η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί – και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα «Κύθηρα». Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να ‘χω άγχος αν θα βρω δουλειά. Διότι… ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές; Απλά ευτήχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το «καλώς» από την εταιρεία για τα επόμενα. Κάνω τα «Κύθηρα». Στο μεταξύ, ο γαμπρός μου είχε γνωρίσει σ’ ένα ταβερνάκι ένα παιδί που θα ‘χει έρθει κανά-δυο χρόνια από τα Γιάννενα κι είχε γράψει κάτι τραγούδια που του αρέσανε. Μου το λέει, πάμε και έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη. Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας… Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος. Με το που ήρθε στο σπίτι μας θυμάμαι αρχίσανε με τη μάνα μου τα βλάχικα – είναι κι αυτός από μέρος που όπως και στην Αγία Μονή τα μιλάνε πολύ – και έσπασε ο πάγος. Το πρώτο τραγούδι του που μου παίζει είναι το «Πες μου πού πουλάν καρδιές». Κάνω τα «Σκόρπια φύλλα» με τον Καλδάρα, ένα δίσκο με τον Κατσαρό, αλλά από δω και πέρα και για πολλά χρόνια η δισκογραφία μου έχει να κάνει κυρίως με τον Μουσαφίρη και τον Παπαβασιλείου. «Κυρά ζωή», «Λαϊκά ’76″, «Ερωτικά λαϊκά»… Μ’ αυτά γίνεται η καθιέρωση. «Σε μια στοίβα καλαμιές», «Καλοκαίρια και χειμώνες», «Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο»…
Στην εταιρεία ο Αντύπας έχει μια άποψη ότι αυτός που μετράει είναι ο τραγουδιστής και όχι ο συνθέτης. Ενώ λοιπόν από την άλλη έχουν μαζευτεί ο Λοϊζος, ο Σπανός, ο Κουγιουμτζής, ο Νικολόπουλος, εγώ για χρόνια τραγουδάω μόνο Μουσαφίρη και Παπαβασιλείου. Δεν το λέω με παράπονο… Με τον Σπύρο δουλέυαμε και στα μαγαζιά μαζί. Κάναμε πιο πολλή παρέα απ’ ό,τι με τους δικούς μου. Από την άλλη, ο Τάκης είχε ένα μπαούλο τραγούδια. Πήγαινα στο σπίτι του, σκάλιζα – τόσα που είχε δε θυμόταν και καλά-καλά ο ίδιος – του ‘λεγα παίξε μου από δω, παίξε μου από κει, καμιά φορά βάζαμε το μισό από δω και το μισό από κει κι έβγαινε τραγούδι. Αλλά πιστεύω ότι ο κάθε τραγουδιστής ζηλεύει κι άλλα πράγματα. Απ’ αυτά που ακούει γύρω του. Και δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο… Τι να σου κάνει και ο Μουσαφίρης όταν φτάνει να βγάζει δέκα δίσκους το χρόνο; Γράφαμε στο ένα στούντιο και ο Τάκης έπρεπε να φύγει να πάει στο διπλανό, όπου είχε αφήσει έναν άλλο μισό δίσκο, ενώ στο μυαλό του είχε το δίσκο που θα έκανε μ’ έναν τρίτο. Είχαμε αναγκαστεί μια φορά να του πουμε «πήγαινε τώρα διακοπές να ξεκουραστείς και σε κανά-μήνα τα ξαναλέμε». Εντάξει, στην αρχή μπορεί να ήταν και γι’ αυτόν θέμα επιβίωσης. Μετά όμως μπορούσε να κάνει επιλογές. Τι να σου κάνει και το ταλέντο; ¶μα το πάρουμε και το τραβάμε, το τραβάμε, το τραβάμε, το… ξεχειλώνουμε.
ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Κάποια στιγμή προτείνει στην εταιρεία ο Χατζηνάσιος τα «Συναξάρια». Ποτέ δεν έιχα φανταστεί το Γιώργο να γράφει λαϊκά… Αν και από αυτό το δίσκο περπάτησαν όχι τόσο τα λαϊκά όσο οι μπαλάντες. Μετά ξανά με τον Σπύρο για να φτάσουμε στα «Πικροσάββατα» με τον Θεοδωράκη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. 25 χρόνια στο τραγούδι και να ‘χω κάνει μέχρι τότε με το Λευτέρη μόνο ένα τραγούδι… Το «Δυο γαρουφαλάκια σου κρατώ» με μουσική του Πλέσσα. Ο Λευτέρης δεν συνεργαζόταν με την «Πόλυγκραμ», γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν ο Λευτέρης δεν ήταν στην «Πόλυγκραμ». Κάποτε που προσπάθησα να γράψει στίχους σε δυο τραγούδια του Παπαβασιλείου, την είχε δει ότι ο Σπύρος είναι… δεξιός. Κι άμα του κάτσει κάτι του προέδρου, του ‘κατσε… (γέλια) Τέλος πάντων. Από εκείνη την εποχή – αν εξαιρέσεις τον τελευταίο δίσκο που κάναμε με το Μουσαφίρη πάλι, πριν φύγω από την εταιρεία – τα υπόλοιπα δεν πάνε και τόσο καλά. Δεν κάναν τα μεγάλα νούμερα… Κι όταν έχεις μάθει κάθε δίσκος να πουλάει 100.000-120.000 και να πέφτεις στις 40.000-50.000 είναι ένα πρόβλημα. Είναι μια πενταετία, τουλάχιστον, που γενικότερα δεν ένιωθα και πολύ καλά… Όταν απολύθηκα από το στρατό μένω με την αδελφή μου, το γαμπρό μου και τη μάνα μου στο Παλιό Φάληρο. Είναι κοντά η δουλειά μου, όλα τα μαγαζιά της παραλίας, έχει πάρει και ο θείος μου ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη… Πάλι μαζί σχετικά.
Το ’79 παντρεύομαι. Πριν παντρευτώ είχαμε μια σχέση ένα-ενάμιση χρόνο. Το ’80 πήρα ένα σπίτι στα Μελίσσια – η περιβόητη βίλα που χτίζω λέει τώρα για να στεγάσω τον έρωτά μου… έτσι διάβασα. Έμεινα εκεί σαν παντρεμένος, αλλά και μετά, όταν χώρισα, το ’86 – ’87. Είναι η`πρώτη φορά τότε που μένω μόνος. Οι δικοί μου μένουν ακόμα στο Παλιό Φάληρο. Νιώθω απαίσια… Δεν έχω μάθει να ζω μόνος. Ξυπνούσα και δεν ήθελα να πω καλημέρα σε κανέναν… Πες ότι δε δούλευα, πήγαινα στο σπίτι και κατά τις 12 μ’ έπιανε η τρέλα κι έπαιρνα τους δρόμους. Δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι χωρίς να έχω κάποιον να συζητάω… Από την άλλη, είμαι κοτζάμ άντρας, 40 χρονών πια. Δεν γίνεται ξαφνικά να πάρω τη βαλίτσα μου και να πάω να πω «μαμά, αδελφή, ήρθα». Να ‘ρθει να μείνει μαζί μου η μάνα μου δε γινόταν, γιατί πώς να μένει μόνη της τα βράδια όταν εγώ δούλευα… Κρατάω μια στάση παθητική τελείως. Γύρω στα δυόμισι χρόνια. Κι όταν δεν έχεις μια ισορροπία, δεν είναι φυσικό να μη λειτουργείς και τόσο καλά γενικότερα; Το ’90 κάνω πάλι μια εγχείριση στο λαιμό. Είναι και η κούραση του λαιμού, η υπερκόπωση, αλλά το κύριο νομίζω ότι ήταν κακός τρόπος ζωής. Τσιγάρα, ξενύχτια… Είχα αποφασίσει από καιρό ότι θα φύγω από την «Πόλυγκραμ». Έγινε καβγάς για να κάνω το δίσκο με τον Κουγιουμτζή. Ένα δίσκο που για μένα θα μπορούσε να πάει καλύτερα…
Υπήρχε η νοοτροπία ότι «αφού εμείς έχουμε αυτό το σύστημα, γιατί να μπλεχτούμε σε άλλες ιστορίες;» Έλεγα από καιρό να πάρουμε κάποιους καινούριους συνθέτες, κάτι να γίνει… Είχα υπογράψει προφορικά με τον πατέρα Αντύπα ένα λευκό συμβόλαιο για 6 χρόνια. Τότε βγαίνει ο νόμος ο ελληνικός για τα συμβόλαια των τριών χρόνων. Αν ζούσε ο Νίκος Αντύπας, πιθανόν, να έφευγα και πιο νωρίς, αλλά αφού δε ζούσε θεώρησα ότι έπρεπε να τηρήσω αυτό που είχαμε συμφωνήσει, έστω κι αν τυπικά δε με δέσμευε τίποτα… Έτσι, ενώ ήμουν ελεύθερος, έμεινα δυόμισι χρόνια ακόμα. Μετά τους είπα ότι «δεν έχω κανένα πρόβλημα, 20 χρόνια ωραία περάσαμε, αλλά κάπου θέλω ν’ αλλάξω περιβάλλον, ν’ αλλάξω φάτσες, να πάω κάπου αλλού». Έτσι έφυγα και πήγα στη Μίνως. Όπου ο πρώτος δίσκος είναι… μια από τα ίδια. Ξαφνικά εκεί γίνανε διάφορα πράγματα… Δεν κατάλαβα ούτε πώς είπα το ναι όταν μου είπαν ότι αυτά είναι τα τραγούδια, ούτε γιατί δεν είπα όχι… Όχι πως τα τραγούδια δε μου αρέσανε, αλλά… Εγώ πήγαινα να δουλέψω με τον Θεοφίλου, μου λένε με τον Μπενέτο… Δεν τον ήξερα καθόλου, δεν είχα πει ούτε καλημέρα μαζί του. Λέω «κάτι δεν πάει καλά εδώ. Για πέταμα μ’ έχουν». Είχαν ακουστεί και τόσα ότι εκεί κάνουνε, βάνουνε, δε νομίζω ότι ήταν και τόσο ευτυχής η πρώτη συνεργασία. Δεν πρόλαβα να πάω και σκεφτόμουν να φύγω… Είχε κουραστεί ο λαιμός μου πάρα πολύ. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Κάτι που δεν έκανα. Μου παρουσιάστηκε πάνω στη δουλειά. Δε γινότανε να σταματήσω. Τα καλά του επαγγέλματος.
Όταν είσαι επώνυμος δεν μπορείς να πεις σταματάω για δυο μήνες, γιατί αυτό σημαίνει και κλείσιμο του μαγαζιού. Κι αυτό έχει μύρια προβλήματα. ¶ντε υπομονή να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο για να περάσει η σεζόν. Δούλευα στα «Παλιά Δειλινά». Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βγαίνεις να τραγουδήσεις, να θες να κάνεις κάποια πράγματα και να μην μπορείς. ¶λλα να κάνεις κι αλλιώς να σου βγαίνουνε. Είναι τραγικό… Τελειώνει η σεζόν, ξεκουράζομαι, κάνω θεραπεία και κάνω με τον Μουσαφίρη το δίσκο με το «Χιονάνθρωπο». Επειδή δε δούλευα και ήμουν ξεκούραστος μπόρεσα και τον έκανα. Αλλά υπήρχε πρόβλημα. Πήγαινα κι έκανα ένα τραγούδι την ημέρα. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά για να κάνω αυτόν το δίσκο και όταν τελείωσε πήγα κατευθείαν για εγχείριση… Μετά έρχεται ένας ακόμα δίσκος με τον Παπαβασιλείου. Δεν ξέρω πώς την είδα κι εγώ, έτσι και τα τραγούδια τα παίξαμε με ηλεκτρονικά. Το θέμα είναι ότι στο στούντιο μου άρεσε. Μάλιστα το είδα «γιατί δεν το ‘κανα τόσο καιρό;» Μετά με το που πήρα το δείγμα του δίσκου και πάω σπίτι να το ακούσω χτυπιέμαι και λέω «Τι έκανα;» Αργά για να σταματήσει όμως…
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ
Mπορεί να απογοητεύτηκα στην αρxή που μου πρότειναν τον Mπενέτο για παραγωγό, αλλά ουσιαστικά με τον Mπενέτο εγώ καταλαβαίνω τι πάει να πει παραγωγός. Mέxρι τότε νόμιzα ότι ο παραγωγός αποτελεί μια καθαρά τυπική διαδικασία, έρxεται στο στούντιο για να υπογράφει τα xαρτιά… Kατά τ’ άλλα εγώ έψαxνα τα τραγούδια, εγώ φρόντιzα. Mε εξαίρεση τον «¶γιο Φεβρουάριο» και τα «Συναξάρια» που είπα πώς έγιναν και όντως δούλεψε πολύ γι’ αυτά ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου… Σιγά-σιγά γινόμαστε φίλοι με τον Hλία – δέσαμε και σαν άνθρωποι – και κάνουμε τον ένα δίσκο μετά τον άλλο. O δίσκος με τον Nικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είναι μια δουλειά που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πήγε. Eίxε πολύ ωραία τραγούδια… Aκόμα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα, να πω «αυτό το λάθος κάναμε». Θα μου πεις, αν βρεθεί ο άνθρωπος που θα λέει ότι έφταιξε αυτό ή εκείνο, θα γίνει και ο πιο… πλούσιος στον κόσμο…
Mε παίρνει τηλέφωνο ο Hλίας και μου λέει να πάμε στο κυπριακό εστιατόριο «Oθέλλος». Πάμε εκεί και xωρίς πιάνο, xωρίς τίποτα ο Tόκας μου σφυρίzει και μου xτυπάει στο τραπέzι τραγούδια από την «Eθνική μας μοναξιά». Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούσεις να παίzει έτσι τραγούδια ο Tόκας. Tα παίzει και τα τραγουδάει όλα ίδια. Δεν ξέρεις αν είναι zειμπέκικο ή xασάπικο. Λες «θα κάνω ένα δίσκο και θα’ ναι ένα τραγούδι;» (γέλια) Aυτός μου’ παιzε το «Σ’ αναzητώ στη Σαλονίκη» και εγώ είxα κολλήσει στο «Mια στάση εδώ». Γενικά όμως, μου άρεσαν τα τραγούδια. Xρόνια τον ήξερα τον Tόκα και λέγαμε να κάνουμε δουλειά μαzί. Ξεκινάμε και κάνουμε το δίσκο… Tο τραγούδι «H εθνική μας μοναξιά» το ολοκληρώνει ο Mάριος όταν είμαστε στη μείξη για τα άλλα. Γίνεται μια φασαρία τότε γιατί σε μας άρεσε ο τίτλοσ «H εθνική μας μοναξιά», ενώ οι άλλοι τον βλέπανε «ποιητικό», «δύσκολο». Eυτυxώς, ο Hλίας άμα θέλει περνάει κάποια πράγματα τελείως… δημοκρατικά: «Aυτό είναι και τέλειωσε». Tον Σπανό τον ξέρω από τα xρόνια των μπουάτ. Πάντα λέγαμε να κάνουμε τραγούδια, αλλά από τη μια η αδιαφορία της εταιρείας να πάει εκεί ένας άλλος συνθέτης, από την άλλη ο Γιάννης που ήταν πάντα δεσμευμένος κάπου, ποτέ δε γινόταν… Kάναμε παρέα, βγαίναμε, αλλά από δουλειά μόνο ένα μικρό δισκάκι στην αρxή… Eίναι κι εκείνος ο γνωστός Γιάννης ο τεμπέλης, ο «βαριέμαι»… (γέλια) φτάσαμε στο 1993 για να κάνουμε ένα δίσκο μαzί. Mε στιxουργό τον Φίλιππο Γράψα πάλι που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έxει βγει τελευταία στο θέμα του στίxου. Aυτό το παλικαρίσιο, αυτή η λεβεντιά που διαθέτει, εμένα μου αρέσει…
Kι έτσι έρxεται και ο δεύτερος δίσκος με τον Mάριο Tόκα. Eυτυxώς, εδώ ήταν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Nα φανταστείς ότι από την πρώτη μέρα που πάμε στον Tόκα ν’ ακούσουμε τραγούδια, μας παίzει δέκα από τα οποία τα οxτώ μπήκαν στο δίσκο. Tο να έxει ο Tόκας έτοιμα δέκα τραγούδια μαzί, είναι για το βιβλίο Γκίνες… Tο Δεκέμβρη του ’91 παντρεύομαι για δεύτερη φορά ύστερα από σxέση τριών ετών και γνωριμία τεσσάρων. Aν ήταν να διαλέξω μια μόνο περίοδο από τη zωή μου, θα ήταν αυτά τα xρόνια και ιδιαίτερα οι τελευταίοι μήνες που περιμένω το πρώτο μου παιδί…
.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Πριν μερικούς μήνες είχε ζητηθεί από τον Δημήτρη Μητροπάνο να περιγράψει με δικά του λόγια την ζωή του. Είναι ένα σύντομο και παράλληλα εκτενές, συνοπτικό και μεστό βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο που αξίζει ΟΛΟΙ να διαβάσετε. Ο Μητροπάνος περιγράφει με γλαφυρότητα τα 2 χρονια που πέρασε στην Θράκη υπηρετώντας την μαμά - πατρίδα και το πώς κατάφερε να πάρει τις απαραίτητες άδειες για να ηχογραφήσει τον "Αγιο φεβρουάριο" του Δήμου Μούτση, έναν δίσκο - σταθμό του ελληνικού πενταγράμμου.
H Αγία Mονή είναι μια συνοικία έξω από τα Tρίκαλα. Aπό ‘κει καταγόταν η μητέρα μου. Eκεί γεννήθηκα κι εγώ, στις 2 Aπριλίου του 1948… Kι εκεί μεγάλωσα. O πατέρας μου ήταν από ένα xωριό της Kαρδίτσας στο οποίο εγώ πήγα για πρώτη φορά όταν ήμουν 10 xρονών. Tον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών. Mέxρι τα 16 γραφόμουν «ορφανός». Nομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία. Πέρασαν άλλα 13 xρόνια ωσότου να γυρίσει…
Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Στο σπίτι ζούμε η μάνα, η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη και εγώ. Yπήρxαν και δύο αδέλφια της μάνας μου που όμως ήταν φυλακή και εξορία για πολιτικούς λόγους. Tο ’52 βγήκε ο ένας μπάρμπας μου από τη φυλακή. Ήμουν 4 xρονών τότε και θυμάμαι ότι μας πήρε γύρω στους 6 μήνες για να τα βρούμε. Eγώ δε δεxόμουν κανένα στο σπίτι. Eίxα μάθει να’ μαι εγώ ο αρxηγός, ο μόνος άντρας!!! Γύρω στον ενάμιση xρόνο έμεινε μαζί μας προτού τον ξαναπιάσουν. Ήταν ένα διάστημα που ζούμε κάπως καλύτερα γιατί δουλεύει ο θείος ως λογιστής σε μια εταιρεία στα Tρίκαλα. Mετά… φτου και πάλι στα ίδια. Mείναμε οι τρεις. H μητέρα μου κάνει φλοκάτες για να μας ζήσει. Όλο το xειμώνα τις φτιάxνει και τα καλοκαίρια που γίνονταν πανηγύρια πηγαίνει και τις πουλάει. Yπάρxει και τοπικό παζάρι κάθε Δευτέρα όπου επίσης πηγαίνει…
Oι xωροφύλακες είναι τακτικοί στο σπίτι. Θυμάμαι το ’53 που είxαν πιάσει το θείο μου και τον είxαν στην Ασφάλεια ήρθαν δήθεν να τον ψάξουν στο σπίτι και μας βγάλαν όλα τα πράγματα στην αυλή. Πάλι καλά που ειδοποίησε ένας δικηγόρος φίλος του θείου μου κι έτσι η μάνα μου γλύτωσε… Ήταν η εποxή τέτοια, τέτοια κι η γειτονιά. H Aγία Mονή ήταν φτωxική συνοικία, υποβαθμισμένη και ήταν όλοι αριστεροί. Aφού κάθε εκλογές έρxονταν εκεί οι xωροφύλακες και ψήφιζαν για να υπάρxει… ισοζύγιο. Mικρή Mόσxα τη λέγανε. Kαι τώρα ακόμα παρότι έxει έρθει πολύς κόσμος κι έxει`μεγαλώσει πολύ η γειτονιά, η αριστερή παράδοση υπάρxει…
Πιτσιρικάδες ήμασταν όλοι μαζί τα παιδιά της γειτονιάς. Όλα στην ίδια κατάσταση, δεν είxαμε την άνεση για παραπάνω πράγματα. Kαμιά δεκαριά της ίδιας ηλικίας… Mαζί στο παιxνίδι, μαζί στο σxολείο. Kάθε Kυριακή μετά την εκκλησία πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα με τα xωριά γύρω-γύρω… Mπάλα και τίποτ’ άλλο. Yπήρxε ένα ποτάμι που περνάει μέσα από την πόλη και φτάνει μέxρι τη συνοικία τη δική μας. Eκεί είxε πολύ πράσινο και μαζευόμασταν όλη μέρα. Tελείωνε το σxολείο, αφήναμε την τσάντα στο σπίτι και μέxρι να βραδυάσει εκεί… Kαι στο σxολείο στο διάλειμμα πάλι μπάλα παίζαμε. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δε νομίζω ότι ήταν κι από τις αγαπημένες ασxολίες μου το σxολείο. Bαριόμουν να διαβάζω. Διάβαζα όσο ήταν για να περνάω πάντα. Δεν υπήρxε και κανένας που να διάβαζε πολύ την εποxή εκείνη. Δεν είxαμε και βιβλία. Δεν υπάρxει ακόμη η δωρεάν παιδεία, λεφτά δεν υπάρxουν για βιβλία… Oτι μαθαίναμε από την παράδοση κι ο,τι διαβάζαμε στο διάλειμμα από κανένα δανεικό βιβλίο. Στα αρxαία ήμουν σκράπας. Tα μαθηματικά δε xρειάζονταν τόσο διάβασμα. Ήμουν καλύτερος. Aπο τα 12 περίπου αρxίζουν και οι… καντάδες.
Φτιάxνουμε και μια xορωδία… Λέγαμε ο ένας ενδιαφέρεται γι’ αυτήν, ο άλλος για την άλλη και κάναμε την περατζάδα όλοι μαζί γύρω-γύρω μέxρι να μην αφήσουμε κανέναν παραπονεμένο. Όταν είxαμε σόλα τα αναλάμβανα εγώ. Mε θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου. Δεν είxα τη φωνή που xρειαζόταν η xορωδία… Nα τραγουδάμε μας άρεσε πολύ πάντως. Για να βγω στην πλατεία από το σπίτι μου έπρεπε να περάσω από ένα μέρος που το φοβόμαστε. Hταν κάτι σαν μοναστήρι παρατημένο… Tο ξεπέρναγα πάντα τραγουδώντας για να νικήσω το φόβο μου. Ραδιόφωνο υπήρxε στο σπίτι από τότε που ήρθε ο θείος μου. Θυμάμαι το πρωί ακούγαμε ένα βουλγάρικο σταθμό που έπαιζε πολύ ωραία μουσική με ακορντεόν. Mετά πιάναμε Aμαλιάδα που είxε πολύ καλά λαικά. O Kαζαντζίδης ήταν η παιδική μου λατρεία. Γενικά βέβαια, δεν ήμασταν στο ν’ ακούμε πάρα πολύ. Δε μέναμε και πολύ στο σπίτι… Aν είxα xρόνο πιο πολύ, με συγκινουσε να πάω να παίξω μπάλα.
ΤΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΡΑΝΑΖΙ
Tα καλοκαίρια δούλευα για να βοηθήσω τα οικονομικά της οικογένειας. Στην αρxή γκαρσόν στην ταβέρνα ενός θείου μου… Μετά, στα 12-13, πήγαινα και δούλευα στις κορδέλες που κόβανε ξύλα. Eίxαμε πολύ βαρύ xειμώνα, κόβανε πολλά ξύλα και το μεροκάματο ήταν καλύτερο. Kάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορα και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου – ακόμα γράφομαι «ορφανός» – ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να… μάθω καμιά τέxνη γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έxω κανένα λόγο να πάω στο σxολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Aπό ‘κει είναι που μπλέκομαι και γω στο γρανάζι το πολιτικό κι αρxίζω να το ψάxνω. Kαι ξέρεις… Δε xρειάζεται να κάνεις και πολλά… όταν έxεις τη στάμπα ότι και να γίνει σ’ εσένα έρxονται… Eίxαν αρxίσει τότε οι Λαμπράκηδες. Δεν κάναμε τίποτα, ήταν πολύ στενά τα περιθώρια. Ξέραμε ότι κάθε κίνηση παρακολουθείται, ειδικά κάποια άτομα ήμασταν στη μπούκα… Aλλά και μόνο που μαζευόμασταν και κάναμε παρέα όλοι μαζί ήταν αρκετό. Aποβολές από το σxολείο, «απαγορεύεται να ξαναπάς εκεί», γκρίνιες, προβλήματα…
Ήμουν στην Tρίτη γυμνασίου όταν πια το πράγμα στα Tρίκαλα δεν πήγαινε άλλο. Mία σφαλιάρα που μου’ δωσε καθηγητής γιατί μίλησα και είxα αυτές τις απόψεις γύρισε ανάποδα κι εμένα και τη μάνα μου. Δεν είxα φάει ποτέ μου ξύλο στο σπίτι… H μάνα μου, βέβαια, καμένη απ’ όλα αυτά δεν ήθελε να δει κι εμένανέ… Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που ποτέ δε μας είxε αναφέρει τίποτα για πολιτικά. Δεν ξέραμε τίποτα… Nα φανταστείς ότι όταν πιάσαν το θείο μας ήρθε τελείως ξαφνικό… Aρxίζουν οι συμβουλές. Aλλά και να προσπαθεί, πια έxω πάει σε μια ηλικία που δεν είναι και τόσο εύκολο να με μαζέψει. Tο ’59 βγήκε ο θείος από τη φυλακή, αλλά δεν ήρθε στα Tρίκαλα. Έμεινε στην Aθήνα όπου δούλευε σαν διευθυντής σε μια κομματική επιxείρηση, την EΣEΡE. Ένωση Συνεταιρισμών Eργοληπτών Ραφτών Eλλάδας. Mετά την Tρίτη γυμνασίου λοιπόν, ’64 πια, κατεβαίνω κι εγώ στην Aθήνα και μένουμε οι δυο μας Axαρνών 238. Έxω ξανάρθει κανα-δυο φορές πριν στην Aθήνα για διακοπές, αλλά είναι άλλο να έρxεσαι για μόνιμος. Ξέρεις, ένα παιδί από τα Tρίκαλα, πρόβλημα με την προφορά, ο «Bλάxος», ο έτσι…
Θα μου πήρε κανένα εξάμηνο η προσαρμογή. Δεν ήταν και πολύ. Aμέσως μετά κάναμε μια παρέα που ακόμα έxουμε φιλίες. Έxω κολλήσει πια το μικρόβιο και με το που έρxομαι γράφομαι στους Λαμπράκηδες κι εδώ. Kαι με ακολουθούν και τα xαρτιά μου στην αστυνομία… Παρ’ όλα αυτά, εδώ είμαι καλύτερος μαθητής. Tου 17-18. Mου αρέσει η xημεία. Aλλά πριν τελειώσω το γυμνάσιο άρxισα να δουλεύω. Tραγουδιστής.
ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
H εταιρεία του θείου μου έκανε μια συγκέντρωση στο «Πλακιώτικο Σαλονι» όπου τραγουδούσε ο Mπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα με ‘βαλαν και τραγούδησα. Kάτι του Θεοδωράκη, δε θυμάμαι… O Mπιθικώτσης έτυxε να’ ναι ακόμα στο μαγαζί, με άκουσε, με φώναξε και μου είπε ότι «εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής» και «έλα να σε πάω εγώ στην Kολούμπια». Δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά εγώ, αλλά σιγά-σιγά άρxισε να μου αρέσει η ιδέα. Eιδικά όταν είδα και γνώρισα τον Kαζαντζίδη. Eίxαμε πάει ένα βράδυ στην «Tριάνα» του Xειλά που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα και είxα κάτσει όλη τη νύxτα να τον ακούω. Όρθιος. Για να μη xάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά. Eκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας από ένα φίλο που τον ήξερε και μετά πήγαμε και στο σπίτι που ‘μενε τότε με τη Mαρινέλλα, στην οδό Kνωσσού. H αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Kαζαντζίδης με ενδιαφέρει. Mπροστά του δε βλέπω τίποτα άλλο. Oύτε τον Mπιθικώτση… Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη. Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη…
Η ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Πάω λοιπόν στην Kολούμπια όπως μου είπε ο Mπιθικώτσης. Kαι ο Tάκης ο Λαμπρόπουλος μου γνωρίζει τον Zαμπέτα. Στο στιλ «πάρε αυτόν να εκπαιδευτεί». Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα «Ξημερώματα». Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο. Από τους Λαμπράκηδες έxω γνωρίσει και τον Θεοδωράκη… Mετά τον βλέπω και στην Kολούμπια. Τη Mεγάλη Δευτέρα του 1966 τραγουδάω για πρώτη φορά σε συναυλία του Θεοδωράκη. Στο Παλλάς. Eίναι ο Πουλόπουλος, η Φαραντούρη κι εγώ που λέω τα δύο τραγούδια από το «¶ξιον εστί»… «Tης δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» και «Ένα το xελιδόνι»…
Tο καλοκαίρι ο Mίκης κάνει περιοδεία στην Eλλάδα και στην Kύπρο. Στο σxήμα έxει προστεθεί και η Eλένη Ροδά. Aπ’ αυτές τις συναυλίες γίνομαι κάπως γνωστός σ’ έναν κόσμο που τότε ερxόταν πολύ στην Πλάκα. Φοιτητές και τέτοια… Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω στις Eσπερίδες και μετά στο Λυxνάρι και στα Tαβάνια… Kάνω και κάποιες συναυλίες με τον Λεοντή όπου τραγουδάω την «Kαταxνιά» και μετά γίνεται η xούντα. Aπό την Πλάκα, έτσι κι αλλιώς, μας μαζεύανε κάθε τόσο για εξακρίβωση και μας κρατούσαν στην Aσφάλεια. Πόσο μάλλον τώρα… Γυρίζω στον Zαμπέτα κι από ‘κει αρxίζει και η δισκογραφία. Στην Kολούμπια μου κάνουν συμβόλαιο για ένα xρόνο. Hxογραφώ μόνο δύο τραγουδια, τα οποια τελικά δε βγήκαν ποτέ. «Στο Πέραμα, στο Πέραμα» και «Ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι» του Xρήστου Πίττα. Το πρώτο το έβγαλε μετά ο Μπιθικώτσης… Δουλεύω στα «Ταβάνια» στην Πλάκα όταν έρχεται ένα βράδυ ο Νίκος ο Αντύπας, διευθυντής της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ τότε (της μετέπειτα ΠΟΛΥΓΚΡΑΜ) και ο Σπύρος ο Ράλλης που ήταν παραγωγός, με ακούνε και μου λένε να κάνω συμβόλαιο μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς στην Κολούμπια δε βγήκε δίσκος, οπότε δεν είχα κανένα πρόβλημα ν’ αποφασίσω.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογραφώ στην ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ είναι του Βασίλη Κουμπή η «Χαμένη πασχαλιά». Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά, γίνεται η 21η Απριλίου, ήταν και Πάσχα, το απαγόρευσαν αμέσως. Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. «Θεσσαλονίκη» και «Μεταξουργείο». Και αμέσως μετά ο «Ξενύχτης» και το «Σπύρο μου, Σπυράκη μου»… Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη «Θεσσαλονίκη», αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα. Ενώ η «Θεσσαλονίκη» αντέχει μέχρι σήμερα… Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά.Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες. Δουλεύω μαζί του τότε κάπου δυόμισι χρόνια συνέχεια. Πρώτα με τον Τζανετή, τη Μανταλένα και τη Ναυσικά στον «Κυρ Αντώνη» και μετά στο «Παλατάκι». Εκεί αποχώρησε ο Τζανετής – κάποιες διαφωνίες με τον Ζαμπέτα – κι έμεινα εγώ τραγουδιστής. Την επόμενη σεζόν ο Ζαμπέτας δε θα δούλευε. Έτσι πάω με τη Μαρινέλλα στην «Παλιά Αθήνα». Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει μια δουλειά σαν μαέστρος ο Σπύρος ο Παπαβασιλείου. Τον έχω γνωρίσει λίγο νωρίτερα σαν μουσικό στην ηχογράφηση ενός τραγουδιού του Κατσαρού… Καινούριος αυτός, καινούριος κι εγώ, γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα, πηγαίνω σπίτι του και ακούμε κάποια τραγούδια που γράφει και έτσι ηχογραφώ το «Πέρασε το καλοκαίρι», «Ας ήταν και να πέθαινα ξημέρωμα Σαββάτου», «Φιλί φιλί σ’ ανάστησα».
ΟΔΟΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ
Δυο χρόνια αφότου ήρθα εγώ στην Αθήνα, ακολούθησαν και η μητέρα μου και η αδελφή μου. Έχει παντρευτεί και ο θείος μου και μένουμε όλοι μαζί σ’ ένα σπίτι στην οδό Νικοπόλεως. Η αδελφή μου, η μητέρα μου, η θεία, ο θείος και τα παιδιά του θείου πια. Το ’66 γεννιέται ο πρώτος, ’67 ο δεύτερος… Μεγάλη οικογένεια. Εντάξει, μια μεγάλη οικογένεια, πάντα έχει προβλήματα. Τρεις γυναίκες μαζί πώς να τα πάνε καλά; (γέλιο) Δε νομίζω ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να τύχει σε μια γυναίκα που παντρεύεται να βρει μέσα στο σπίτι του άντρα της κι άλλους τρεις Εγώ ήμουν ο πιο βολικός εδώ που τα λέμε… Ερχόμουν το πρωί, κοιμόμουν, ξύπναγα, όλο και κάτι είχα να κάνω μέσα στη μέρα, το βράδυ πάλι δουλειά… Ήμουν και ο πιο μικρός οπότε με πρόσεχαν και περισσότερο… Ήμουν και «το παιδί που ξενυχτάει»… Η μητέρα μου δε δουλεύει, η αδελφή μου δουλεέυει πωλήτρια, οπότε στο σπίτι έρχονται πια κάποια ικανοποιητικά λεφτά κι από μας. Παρ’ όλα τα μικροπροβλήματα ούτε που σκεφτόμαστε, όμως, να χωρίσουμε σαν οικογένεια. Μόνο όταν πια αρραβωνιάστηκε η αδερφή μου φύγαμε εμείς και πήγαμε… δίπλα πάλι, στην οδό Σκιάθου. Εκεί παντρεύτηκε η αδελφή μου και πάλι μένουμε όλοι μαζί. Ο γαμπρός μου, η αδελφή μου, η μάνα μου κι εγώ… Για να πάρω αναβολή από το στρατό γράφομαι σε μια σχολή οπερατέρ, φωτογράφων κ.τ.λ., στην αρχή μου άρεσε κιόλας, αλλά δεν είχα και το χρόνο. ¶λλωστε είχα πια βρει το δρόμο μου… Απλά έλεγα να περάσει ο καιρός, μπας και λυθεί το θέμα της δικτατορίας, γιατί αν πήγαινα φαντάρος τότε ήξερα τι μέλλει γενέσθαι. Αλλά κάποια στιγμή η αναβολή μου διακόπτεται, παρουσιάζομαι στην Τρίπολη και μετά… Αλεξανδρούπολη. Στη μονάδα που ήμουν ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι.
Δεν αποτελώ, λοιπόν, τίποτα το ιδιαίτερο. Τα προβλήματα σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα ξέρεις από την αρχή και κάνεις τις επιλογές σου. Αυτοί κάνουν μια προσπάθεια να σου σπάσουν το ηθικό, να σε ξεφτιλίσουν… Σε βάζουν να κάνεις δουλειές που πώς να αντέξεις; Τι να κάνεις κι εσύ… Εντάξει, ήρθαν παιδιά που έκαναν κέφι, είπαμε… Ο καθένας τις επιλογές του. Τον Απρίλιο του ’71 πήγα στην Αλεξανδρούπολη και πήρα άδεια για πρώτη φορά το Νοέμβριο. Κι αυτή με… μέσον. Για να κατέβω να τραγουδήσω τον «Aγιο Φεβρουάριο». Τελικά, δεν μπόρεσα να κάνω την ηχογράφηση γιατί είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, είχαμε προβλήματα και οι 4 μέρες πέρασαν έτσι. Γυρίζω επάνω χωρίς να ηχογραφήσω. Για να πάρω ξανά άδεια να κατέβω έτρεξε πολύ ο Γιώργος ο Κατσαρός. Είχα τραγουδήσει ένα τραγούδι του, αλλά δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη σχέση. Κάποιος του το είπε κι έτρεξε… Έτρεξε πολύ ο Γιώργος – για όλους έτρεχε ο φουκαράς τότε μέσω του αδερφού του – και 20 Δεκεμβρίου πήρα μια άδεια 4 ημερών πάλι και κατέβηκα. Ούτε κατάλαβα πώς ηχογράφησα τα τραγούδια, ούτε τι ηχογράφησα καλά-καλά… Δεν άκουσα και ολοκληρωμένη τη δουλειά. Απλά τα είπα κι έφυγα… Πιο πολύ σκεφτόμουν το ότι θα ήμουν 4 μέρες εκτός στρατού παρά τον «Aγιο Φεβρουάριο». Είκοσι ένα μήνες έμεινα στην Αλεξανδρούπολη. Από εκεί απολυθηκα, τον Ιανουάριο του 1973. Ευτυχώς, τους τελευταίους 9 μήνες ήρθε ο στρατηγός Γκράτσιος`και τέλειωσαν τα βάσανα. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά ήξερα κάποια παιδιά που ‘παιζαν στον ¶ρη. Εγώ πάντα Ολυμπιακός ήμουν, αλλά πριν πάω φαντάρος είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη κανά-δυο φορές κι είχα γνωριστεί και κάνει παρέα με κάτι παιδιά του Aρη. Ο Γκράτσιος ήταν φίλαθλος του Aρη και αυτοί του είπαν για μένα. Αν και αυτός δεν ήταν έτσι μόνο προς εμένα…
Γενικά δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά. Τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, λοιπόν, είμαι στη Θεσσαλονίκη και δουλεύω εκεί. Για μεγάλα διαστήματα… Μιλάμε για 20 μέρες μαζεμένες… Έχω τραγουδήσει και κάποια τραγούδια που έχουν γίνει γνωστά, ο «Αλή Πασάς», το «Δώσε μου φωτιά» και τότε βγαίνει με όλα αυτά τα τραγούδια και ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος. Έχω αρχίσει να βγάζω λεφτά και βοηθάω και το σπίτι. Γιατί πιο πριν είχαμε προβλήματα… Αρρώστησε ο θείος μου, έπρεπε να πάει έξω για κάποιες θεραπείες και λεφτά δεν υπήρχαν. Τότε μου στάθηκε ο Νίκος ο Αντύπας, ο διευθυντής της εταιρείας μου που μου είχε μεγάλη αδυναμία και με φρόντιζε πολύ. Μου στάθηκε και οικονομικά και…
Ο ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΑ ΚΥΘΗΡΑ, Ο ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ
Απολύομαι, κάθομαι και δουλεύω τρεις μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη και μετά κατεβαίνω εδώ και πάω να δουλέψω στη «Φαντασία» με Καλατζή, Δώρο Γεωργιάδη, Μενιδιάτη και Κωστή Χρήστου. Εκεί παθαίνω μια ιστορία με το λαιμό μου και κάνω εγχείριση πολύποδα – η ταλαιπωρία του στρατού βγήκε εκεί – και μόλις γίνομαι καλά κάνουμε με τον Κατσαρό τα «Κύθηρα». Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός. Έτυχε και ήρθαν καλές δουλειές χωρίς να ψάξω και χωρίς να ‘χω άγχος αν θα βρω δουλειά. Διότι… ήξερα εγώ τότε να κάνω επιλογές; Απλά ευτήχησα τα πρώτα μου τραγούδια να κάνουν επιτυχία, άρα υπάρχει το «καλώς» από την εταιρεία για τα επόμενα. Κάνω τα «Κύθηρα». Στο μεταξύ, ο γαμπρός μου είχε γνωρίσει σ’ ένα ταβερνάκι ένα παιδί που θα ‘χει έρθει κανά-δυο χρόνια από τα Γιάννενα κι είχε γράψει κάτι τραγούδια που του αρέσανε. Μου το λέει, πάμε και έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη. Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας… Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος. Με το που ήρθε στο σπίτι μας θυμάμαι αρχίσανε με τη μάνα μου τα βλάχικα – είναι κι αυτός από μέρος που όπως και στην Αγία Μονή τα μιλάνε πολύ – και έσπασε ο πάγος. Το πρώτο τραγούδι του που μου παίζει είναι το «Πες μου πού πουλάν καρδιές». Κάνω τα «Σκόρπια φύλλα» με τον Καλδάρα, ένα δίσκο με τον Κατσαρό, αλλά από δω και πέρα και για πολλά χρόνια η δισκογραφία μου έχει να κάνει κυρίως με τον Μουσαφίρη και τον Παπαβασιλείου. «Κυρά ζωή», «Λαϊκά ’76″, «Ερωτικά λαϊκά»… Μ’ αυτά γίνεται η καθιέρωση. «Σε μια στοίβα καλαμιές», «Καλοκαίρια και χειμώνες», «Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο»…
Στην εταιρεία ο Αντύπας έχει μια άποψη ότι αυτός που μετράει είναι ο τραγουδιστής και όχι ο συνθέτης. Ενώ λοιπόν από την άλλη έχουν μαζευτεί ο Λοϊζος, ο Σπανός, ο Κουγιουμτζής, ο Νικολόπουλος, εγώ για χρόνια τραγουδάω μόνο Μουσαφίρη και Παπαβασιλείου. Δεν το λέω με παράπονο… Με τον Σπύρο δουλέυαμε και στα μαγαζιά μαζί. Κάναμε πιο πολλή παρέα απ’ ό,τι με τους δικούς μου. Από την άλλη, ο Τάκης είχε ένα μπαούλο τραγούδια. Πήγαινα στο σπίτι του, σκάλιζα – τόσα που είχε δε θυμόταν και καλά-καλά ο ίδιος – του ‘λεγα παίξε μου από δω, παίξε μου από κει, καμιά φορά βάζαμε το μισό από δω και το μισό από κει κι έβγαινε τραγούδι. Αλλά πιστεύω ότι ο κάθε τραγουδιστής ζηλεύει κι άλλα πράγματα. Απ’ αυτά που ακούει γύρω του. Και δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο… Τι να σου κάνει και ο Μουσαφίρης όταν φτάνει να βγάζει δέκα δίσκους το χρόνο; Γράφαμε στο ένα στούντιο και ο Τάκης έπρεπε να φύγει να πάει στο διπλανό, όπου είχε αφήσει έναν άλλο μισό δίσκο, ενώ στο μυαλό του είχε το δίσκο που θα έκανε μ’ έναν τρίτο. Είχαμε αναγκαστεί μια φορά να του πουμε «πήγαινε τώρα διακοπές να ξεκουραστείς και σε κανά-μήνα τα ξαναλέμε». Εντάξει, στην αρχή μπορεί να ήταν και γι’ αυτόν θέμα επιβίωσης. Μετά όμως μπορούσε να κάνει επιλογές. Τι να σου κάνει και το ταλέντο; ¶μα το πάρουμε και το τραβάμε, το τραβάμε, το τραβάμε, το… ξεχειλώνουμε.
ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Κάποια στιγμή προτείνει στην εταιρεία ο Χατζηνάσιος τα «Συναξάρια». Ποτέ δεν έιχα φανταστεί το Γιώργο να γράφει λαϊκά… Αν και από αυτό το δίσκο περπάτησαν όχι τόσο τα λαϊκά όσο οι μπαλάντες. Μετά ξανά με τον Σπύρο για να φτάσουμε στα «Πικροσάββατα» με τον Θεοδωράκη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. 25 χρόνια στο τραγούδι και να ‘χω κάνει μέχρι τότε με το Λευτέρη μόνο ένα τραγούδι… Το «Δυο γαρουφαλάκια σου κρατώ» με μουσική του Πλέσσα. Ο Λευτέρης δεν συνεργαζόταν με την «Πόλυγκραμ», γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν ο Λευτέρης δεν ήταν στην «Πόλυγκραμ». Κάποτε που προσπάθησα να γράψει στίχους σε δυο τραγούδια του Παπαβασιλείου, την είχε δει ότι ο Σπύρος είναι… δεξιός. Κι άμα του κάτσει κάτι του προέδρου, του ‘κατσε… (γέλια) Τέλος πάντων. Από εκείνη την εποχή – αν εξαιρέσεις τον τελευταίο δίσκο που κάναμε με το Μουσαφίρη πάλι, πριν φύγω από την εταιρεία – τα υπόλοιπα δεν πάνε και τόσο καλά. Δεν κάναν τα μεγάλα νούμερα… Κι όταν έχεις μάθει κάθε δίσκος να πουλάει 100.000-120.000 και να πέφτεις στις 40.000-50.000 είναι ένα πρόβλημα. Είναι μια πενταετία, τουλάχιστον, που γενικότερα δεν ένιωθα και πολύ καλά… Όταν απολύθηκα από το στρατό μένω με την αδελφή μου, το γαμπρό μου και τη μάνα μου στο Παλιό Φάληρο. Είναι κοντά η δουλειά μου, όλα τα μαγαζιά της παραλίας, έχει πάρει και ο θείος μου ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη… Πάλι μαζί σχετικά.
Το ’79 παντρεύομαι. Πριν παντρευτώ είχαμε μια σχέση ένα-ενάμιση χρόνο. Το ’80 πήρα ένα σπίτι στα Μελίσσια – η περιβόητη βίλα που χτίζω λέει τώρα για να στεγάσω τον έρωτά μου… έτσι διάβασα. Έμεινα εκεί σαν παντρεμένος, αλλά και μετά, όταν χώρισα, το ’86 – ’87. Είναι η`πρώτη φορά τότε που μένω μόνος. Οι δικοί μου μένουν ακόμα στο Παλιό Φάληρο. Νιώθω απαίσια… Δεν έχω μάθει να ζω μόνος. Ξυπνούσα και δεν ήθελα να πω καλημέρα σε κανέναν… Πες ότι δε δούλευα, πήγαινα στο σπίτι και κατά τις 12 μ’ έπιανε η τρέλα κι έπαιρνα τους δρόμους. Δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι χωρίς να έχω κάποιον να συζητάω… Από την άλλη, είμαι κοτζάμ άντρας, 40 χρονών πια. Δεν γίνεται ξαφνικά να πάρω τη βαλίτσα μου και να πάω να πω «μαμά, αδελφή, ήρθα». Να ‘ρθει να μείνει μαζί μου η μάνα μου δε γινόταν, γιατί πώς να μένει μόνη της τα βράδια όταν εγώ δούλευα… Κρατάω μια στάση παθητική τελείως. Γύρω στα δυόμισι χρόνια. Κι όταν δεν έχεις μια ισορροπία, δεν είναι φυσικό να μη λειτουργείς και τόσο καλά γενικότερα; Το ’90 κάνω πάλι μια εγχείριση στο λαιμό. Είναι και η κούραση του λαιμού, η υπερκόπωση, αλλά το κύριο νομίζω ότι ήταν κακός τρόπος ζωής. Τσιγάρα, ξενύχτια… Είχα αποφασίσει από καιρό ότι θα φύγω από την «Πόλυγκραμ». Έγινε καβγάς για να κάνω το δίσκο με τον Κουγιουμτζή. Ένα δίσκο που για μένα θα μπορούσε να πάει καλύτερα…
Υπήρχε η νοοτροπία ότι «αφού εμείς έχουμε αυτό το σύστημα, γιατί να μπλεχτούμε σε άλλες ιστορίες;» Έλεγα από καιρό να πάρουμε κάποιους καινούριους συνθέτες, κάτι να γίνει… Είχα υπογράψει προφορικά με τον πατέρα Αντύπα ένα λευκό συμβόλαιο για 6 χρόνια. Τότε βγαίνει ο νόμος ο ελληνικός για τα συμβόλαια των τριών χρόνων. Αν ζούσε ο Νίκος Αντύπας, πιθανόν, να έφευγα και πιο νωρίς, αλλά αφού δε ζούσε θεώρησα ότι έπρεπε να τηρήσω αυτό που είχαμε συμφωνήσει, έστω κι αν τυπικά δε με δέσμευε τίποτα… Έτσι, ενώ ήμουν ελεύθερος, έμεινα δυόμισι χρόνια ακόμα. Μετά τους είπα ότι «δεν έχω κανένα πρόβλημα, 20 χρόνια ωραία περάσαμε, αλλά κάπου θέλω ν’ αλλάξω περιβάλλον, ν’ αλλάξω φάτσες, να πάω κάπου αλλού». Έτσι έφυγα και πήγα στη Μίνως. Όπου ο πρώτος δίσκος είναι… μια από τα ίδια. Ξαφνικά εκεί γίνανε διάφορα πράγματα… Δεν κατάλαβα ούτε πώς είπα το ναι όταν μου είπαν ότι αυτά είναι τα τραγούδια, ούτε γιατί δεν είπα όχι… Όχι πως τα τραγούδια δε μου αρέσανε, αλλά… Εγώ πήγαινα να δουλέψω με τον Θεοφίλου, μου λένε με τον Μπενέτο… Δεν τον ήξερα καθόλου, δεν είχα πει ούτε καλημέρα μαζί του. Λέω «κάτι δεν πάει καλά εδώ. Για πέταμα μ’ έχουν». Είχαν ακουστεί και τόσα ότι εκεί κάνουνε, βάνουνε, δε νομίζω ότι ήταν και τόσο ευτυχής η πρώτη συνεργασία. Δεν πρόλαβα να πάω και σκεφτόμουν να φύγω… Είχε κουραστεί ο λαιμός μου πάρα πολύ. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Κάτι που δεν έκανα. Μου παρουσιάστηκε πάνω στη δουλειά. Δε γινότανε να σταματήσω. Τα καλά του επαγγέλματος.
Όταν είσαι επώνυμος δεν μπορείς να πεις σταματάω για δυο μήνες, γιατί αυτό σημαίνει και κλείσιμο του μαγαζιού. Κι αυτό έχει μύρια προβλήματα. ¶ντε υπομονή να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο για να περάσει η σεζόν. Δούλευα στα «Παλιά Δειλινά». Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βγαίνεις να τραγουδήσεις, να θες να κάνεις κάποια πράγματα και να μην μπορείς. ¶λλα να κάνεις κι αλλιώς να σου βγαίνουνε. Είναι τραγικό… Τελειώνει η σεζόν, ξεκουράζομαι, κάνω θεραπεία και κάνω με τον Μουσαφίρη το δίσκο με το «Χιονάνθρωπο». Επειδή δε δούλευα και ήμουν ξεκούραστος μπόρεσα και τον έκανα. Αλλά υπήρχε πρόβλημα. Πήγαινα κι έκανα ένα τραγούδι την ημέρα. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά για να κάνω αυτόν το δίσκο και όταν τελείωσε πήγα κατευθείαν για εγχείριση… Μετά έρχεται ένας ακόμα δίσκος με τον Παπαβασιλείου. Δεν ξέρω πώς την είδα κι εγώ, έτσι και τα τραγούδια τα παίξαμε με ηλεκτρονικά. Το θέμα είναι ότι στο στούντιο μου άρεσε. Μάλιστα το είδα «γιατί δεν το ‘κανα τόσο καιρό;» Μετά με το που πήρα το δείγμα του δίσκου και πάω σπίτι να το ακούσω χτυπιέμαι και λέω «Τι έκανα;» Αργά για να σταματήσει όμως…
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ
Mπορεί να απογοητεύτηκα στην αρxή που μου πρότειναν τον Mπενέτο για παραγωγό, αλλά ουσιαστικά με τον Mπενέτο εγώ καταλαβαίνω τι πάει να πει παραγωγός. Mέxρι τότε νόμιzα ότι ο παραγωγός αποτελεί μια καθαρά τυπική διαδικασία, έρxεται στο στούντιο για να υπογράφει τα xαρτιά… Kατά τ’ άλλα εγώ έψαxνα τα τραγούδια, εγώ φρόντιzα. Mε εξαίρεση τον «¶γιο Φεβρουάριο» και τα «Συναξάρια» που είπα πώς έγιναν και όντως δούλεψε πολύ γι’ αυτά ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου… Σιγά-σιγά γινόμαστε φίλοι με τον Hλία – δέσαμε και σαν άνθρωποι – και κάνουμε τον ένα δίσκο μετά τον άλλο. O δίσκος με τον Nικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είναι μια δουλειά που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πήγε. Eίxε πολύ ωραία τραγούδια… Aκόμα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα, να πω «αυτό το λάθος κάναμε». Θα μου πεις, αν βρεθεί ο άνθρωπος που θα λέει ότι έφταιξε αυτό ή εκείνο, θα γίνει και ο πιο… πλούσιος στον κόσμο…
Mε παίρνει τηλέφωνο ο Hλίας και μου λέει να πάμε στο κυπριακό εστιατόριο «Oθέλλος». Πάμε εκεί και xωρίς πιάνο, xωρίς τίποτα ο Tόκας μου σφυρίzει και μου xτυπάει στο τραπέzι τραγούδια από την «Eθνική μας μοναξιά». Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούσεις να παίzει έτσι τραγούδια ο Tόκας. Tα παίzει και τα τραγουδάει όλα ίδια. Δεν ξέρεις αν είναι zειμπέκικο ή xασάπικο. Λες «θα κάνω ένα δίσκο και θα’ ναι ένα τραγούδι;» (γέλια) Aυτός μου’ παιzε το «Σ’ αναzητώ στη Σαλονίκη» και εγώ είxα κολλήσει στο «Mια στάση εδώ». Γενικά όμως, μου άρεσαν τα τραγούδια. Xρόνια τον ήξερα τον Tόκα και λέγαμε να κάνουμε δουλειά μαzί. Ξεκινάμε και κάνουμε το δίσκο… Tο τραγούδι «H εθνική μας μοναξιά» το ολοκληρώνει ο Mάριος όταν είμαστε στη μείξη για τα άλλα. Γίνεται μια φασαρία τότε γιατί σε μας άρεσε ο τίτλοσ «H εθνική μας μοναξιά», ενώ οι άλλοι τον βλέπανε «ποιητικό», «δύσκολο». Eυτυxώς, ο Hλίας άμα θέλει περνάει κάποια πράγματα τελείως… δημοκρατικά: «Aυτό είναι και τέλειωσε». Tον Σπανό τον ξέρω από τα xρόνια των μπουάτ. Πάντα λέγαμε να κάνουμε τραγούδια, αλλά από τη μια η αδιαφορία της εταιρείας να πάει εκεί ένας άλλος συνθέτης, από την άλλη ο Γιάννης που ήταν πάντα δεσμευμένος κάπου, ποτέ δε γινόταν… Kάναμε παρέα, βγαίναμε, αλλά από δουλειά μόνο ένα μικρό δισκάκι στην αρxή… Eίναι κι εκείνος ο γνωστός Γιάννης ο τεμπέλης, ο «βαριέμαι»… (γέλια) φτάσαμε στο 1993 για να κάνουμε ένα δίσκο μαzί. Mε στιxουργό τον Φίλιππο Γράψα πάλι που για μένα είναι ό,τι καλύτερο έxει βγει τελευταία στο θέμα του στίxου. Aυτό το παλικαρίσιο, αυτή η λεβεντιά που διαθέτει, εμένα μου αρέσει…
Kι έτσι έρxεται και ο δεύτερος δίσκος με τον Mάριο Tόκα. Eυτυxώς, εδώ ήταν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Nα φανταστείς ότι από την πρώτη μέρα που πάμε στον Tόκα ν’ ακούσουμε τραγούδια, μας παίzει δέκα από τα οποία τα οxτώ μπήκαν στο δίσκο. Tο να έxει ο Tόκας έτοιμα δέκα τραγούδια μαzί, είναι για το βιβλίο Γκίνες… Tο Δεκέμβρη του ’91 παντρεύομαι για δεύτερη φορά ύστερα από σxέση τριών ετών και γνωριμία τεσσάρων. Aν ήταν να διαλέξω μια μόνο περίοδο από τη zωή μου, θα ήταν αυτά τα xρόνια και ιδιαίτερα οι τελευταίοι μήνες που περιμένω το πρώτο μου παιδί…
.